Oταν ο Μάρτιν Κριντ κέρδισε το βραβείο Turner το 2001, τα βρετανικά ΜΜΕ έκαναν πάρτι. Η πιο σημαντική διάκριση για τη σύγχρονη τέχνη στη Βρετανία φλέρταρε πάντα με την εκκεντρικότητα και το απροσδόκητο, όμως το έργο «Work No. 227: Τhe lights going on and off» του 33χρονου τότε Σκωτσέζου είχε πάει την πρόκληση ένα βήμα παραπέρα: σε ένα δωμάτιο στην γκαλερί Tate ένας χρονοδιακόπτης αναβόσβηνε ανά πέντε δευτερόλεπτα τα φώτα και ο χώρος γέμιζε διαδοχικά με φως και σκοτάδι. Ενα ευφυές σκίτσο σε εφημερίδα έδινε τις οδηγίες κατασκευής και συναρμολόγησης του έργου δείχνοντας ένα δάχτυλο να πατάει έναν διακόπτη. Οι ταξιτζήδες στο Λονδίνο έπιαναν επιτέλους συζήτηση με τους πελάτες τους: «Μα είναι αυτό τέχνη, φίλε μου;». Ο Μάρτιν Κριντ τα θυμάται και γελάει. «Δεν θα το είχα παραδεχθεί τότε, αλλά το διασκέδασα πολύ. Είναι συναρπαστικό να είσαι άτακτος». Εχει επιτέλους σταματήσει να τρέχει πάνω-κάτω και να δίνει οδηγίες στον βοηθό του στην γκαλερί Καππάτος στο Μοναστηράκι, έχει κάνει την ψυχανάλυσή του μέσω Skype και μπορεί επιτέλους να συγκεντρωθεί στην κουβέντα μας.
Εξω από το δωμάτιο η δραστηριότητα συνεχίζεται, νεαροί εικαστικοί βάφουν τους τοίχους καθ’ υπόδειξή του, η μοδίστρα με την οποία συνεργάζεται έχει φέρει κεντημένα τα λογότυπα από σακούλες φαρμακείου της περιοχής, οι τρεις χορεύτριες που ζωγράφισαν πίνακες με το πόδι τους πατάνε στις μύτες με τις πουέντ τους και περιμένουν να κάνουν πρόβα τη χορογραφία που τους έχει μάθει ο Κριντ. Σε αυτό το μηνιαίο residency στην πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα και στην Ελλάδα ο εικαστικός, μουσικός αλλά και χορογράφος Κριντ σφύζει από ιδέες και σκοπεύει να γεμίσει την γκαλερί με την παιχνιδιάρικη τέχνη του. Εργα καινούργια και διαφορετικά –άλλωστε ο Κριντ σπανίως επαναλαμβάνεται -, από ιδέες που κυοφορήθηκαν καθώς περπατούσε «ονειροπολώντας στο Μοναστηράκι και στις γύρω περιοχές» ή καθώς έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση. «Τι εντυπωσιακό που βγαίνουν οι ηθοποιοί από μια παλέτα!» θα πει ο Κριντ για το φινάλε της ταινίας «Κορίτσια για φίλημα», το οποίο όπως θα προβάλλεται σε έναν τοίχο της γκαλερί θα εφάπτεται με μια επιγραφή από νέον. Ενα υλικό που επιμένει να αγαπά έτσι όπως προσδίδει αποχρώσεις στις λέξεις που φωτίζει, όπως για παράδειγμα το ευδαιμονικά καθησυχαστικό «Everything is going to be alright» που είναι αναρτημένο στη μετώπη της Εθνικής Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης της Σκωτίας. Καθώς λοιπόν ο Βουτσάς με τον Τζανετάκο θα αλληλοκαρπαζώνονται, η λέξη «Κατανόηση», γραμμένη στα ελληνικά, θα αναδίδει τον παιγνιώδη τρόπο που ο καλλιτέχνης βλέπει όχι μόνο το ελληνικό μιούζικαλ και την Ελλάδα αλλά και τον κόσμο που τον περιβάλλει. Σαν παιδί που δεν σταματά να τρέχει στους μαιάνδρους του μυαλού του και σταματά μόνο για να σηκώσει το χέρι και να δείξει με ενθουσιασμό τι ανακάλυψε εκεί μέσα.

«Δημιουργώ γιατί κάνει τη ζωή μου καλύτερη, συναρπαστική, γιατί θέλω να βρίσκω πράγματα που με διασκεδάζουν»
παραδέχεται ο Κριντ. «Οταν όμως σκέφτομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν, αναρωτιέμαι: «Τι νόημα έχουν αυτά που κάνω;». Κάτι τέτοιες στιγμές αισθάνομαι ότι η δουλειά μου είναι μια πολυτέλεια. Αλλά μετά σκέφτομαι: «Οχι, υπάρχουν περισσότερα πράγματα στη ζωή από την επιβίωση». Θέλω να προσπαθώ να κάνω τα πράγματα που μου αρέσουν».
Ο Κριντ κάνει ακριβώς αυτό που θέλει. Βάζει για παράδειγμα δρομείς να τρέχουν μέσα στην γκαλερί Tate ή καλεί τους Βρετανούς να χτυπήσουν όποιο κουδούνι ήθελαν το ίδιο ακριβώς λεπτό στο πλαίσιο της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Πατώντας σε μια σειρά κινήματα της εικαστικής πρωτοπορίας διασχίζει τα ορμητικά αλλά θολά νερά της σύγχρονης τέχνης και βγαίνει στην αντίπερα όχθη με το μετα-μινιμαλιστικό έργο του με τις conceptual αναλαμπές έχοντας σκύψει με τρυφερότητα και διαβολεμένο χιούμορ πάνω στο καθημερινό και στο κοινότοπο. Το τόλμησε ο Ιβ Κλάιν το ’58 εισάγοντας το κόνσεπτ του άδειου χώρου με το έργο του «Τhe void» αλλά και ο Τζον Κέιτζ με το σιωπηλό κομμάτι του που καλούσε το κοινό να ακούσει τους αγνοημένους ήχους της καθημερινότητας. «Η «τέχνη» –δυσκολεύομαι να χρησιμοποιώ ακόμη και τη λέξη –δεν έχει έναν αυστηρά καθορισμένο σκοπό. Η τέχνη είναι σαν την αγάπη, κάνει τον κόσμο να γυρίζει. Ακριβώς όπως η αγάπη δεν μπορεί να οριστεί, κάτι ανάλογο συμβαίνει με την τέχνη, με τα συναισθήματα, με την ομορφιά. Μεγάλο μέρος της ζωής μας δεν μπορεί να μπει εύκολα σε λέξεις και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να δουλεύεις σε αυτές τις περιοχές όπου επικρατεί ασάφεια. Γιατί, αν δεν το κάνουμε, αν προσπαθούμε να ερμηνεύουμε τα πάντα με τη λογική, η ζωή είναι πιο πεζή. Η τρέλα του να πετάξεις ένα σάντουιτς στον τοίχο και να προβάλεις μετά σε slow motion τη βιντεοσκοπημένη εικόνα είναι σαν την τρέλα της ζωής».
Πρόκειται ωστόσο για «τρέλες» που πληρώνονται αδρά. Η ίδια η παράδοση του βραβείου Turner που ανέδειξε τον Κριντ έχει τη ροπή να συμβάλει στην εμπορευματοποίηση της τέχνης και να την κάνει συνώνυμη της ποπ κουλτούρας. Ας μην ξεχνάμε ότι τον Κριντ τον είχε βραβεύσει η Μαντόνα. «Τα χρήματα είναι ουδέτερα. Αν κάποιος θέλει να αγοράσει κάτι, γιατί δεν πρέπει να το κάνει;» θα πει. «Πιστεύω ότι μάλλον είναι καλό που η τέχνη γίνεται μέρος της ποπ κουλτούρας. Η τέχνη είναι στην τηλεόραση, στα περιοδικά, μαζί με τη μόδα και τη μουσική, ο κόσμος γεμίζει τα μουσεία. Δεν συνέβαινε το ίδιο όταν φοιτούσα το ’86 στη Slade School of Art».

Μπετόβεν, Talking Heads, Κλιμτ, Σίλε
Στη Γλασκώβη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του όταν ήταν τριών ετών, ο Κριντ μυήθηκε νωρίς στην τέχνη. Εμαθε βιολί και πιάνο και γαλουχήθηκε με την πεποίθηση ότι «τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι πνευματικής και όχι υλικής φύσεως και ότι η τέχνη είναι η πιο υψηλή, ευγενής επιδίωξη». Στην εφηβεία επαναστάτησε και άρχισε να μαθαίνει κιθάρα απατώντας τους αγαπημένους του Μπετόβεν και Μότσαρτ με τον Τζόνι Κας, τον Μπομπ Ντίλαν και εν συνεχεία το πανκ ροκ και τους Talking Heads. Η τέχνη μπήκε στη ζωή του την ίδια περίπου περίοδο και είχε τη μορφή των έργων του Κλιμτ και του Σίλε. «Ενθουσιάστηκα με τη Βιεννέζικη Απόσχιση, ίσως επειδή αγαπούσα την αρχιτεκτονική του Σκωτσέζου Ρένι Μάκιντος, ο οποίος συνδεόταν με το κίνημα. Με ενδιέφερε πολύ η σχέση ανάμεσα στις διακοσμητικές και τις καλές τέχνες γιατί ο πατέρας μου είναι αργυροχόος και πάντα μιλούσαμε στο σπίτι για τους τρόπους που συνδέονται. Πιστεύω ότι δεν μπορείς να χαράξεις μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Ισως για αυτό είναι τα έργα μου ιδιαίτερα επιτυχημένα στην Ιαπωνία, όπου ακόμη και το να πίνεις τσάι είναι μια μορφή τέχνης».

πότε & πού:

«Like water at a buffet» σε επιμέλεια Σωζήτας Γκουντούνα και Νεφέλης Σκαρμέα, στο πλαίσιο του Kappatos Athens Art Residency (Αθηνάς 12) και του ΕΣΠΑ του ΕΠ «Αττική», υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Ως τις 16/5


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ