Μαζί με τη Γρούσα η Μαρία Πρωτόπαππα ανακαλύπτει όχι μόνο τον «Κύκλο με την κιμωλία» αλλά και τον ίδιο τον Μπέρτολτ Μπρεχτ μέσα από την παράσταση που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο Παλλάς. Από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της εποχής μας, με ερμηνείες όπως στην τριλογία του «Πένθους» του Ο’ Νιλ προ διετίας στο Εθνικό που άφησαν το σημάδι τους, η Πρωτόπαππα μετά τη Μάρω από τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» έρχεται αντιμέτωπη με την μπρεχτική ηρωίδα.

«Οι μεγάλοι συγγραφείς σε υπερβαίνουν. Το θέμα δεν είναι η ερμηνεία αλλά το πώς θα τους ανακαλύψεις»
λέει με αφορμή τον γερμανό δημιουργό. «Δεν ξέρω αν είναι δύσκολος ο Μπρεχτ. Ξέρω ότι είναι πολύπλοκος. Παράλληλα όμως είναι αρκετά παιγνιώδης ώστε με τον τρόπο αυτόν να ελαφραίνει και το έργο και το θέμα του. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι όλα έχουν να κάνουν κυρίως με τον τρόπο που ανεβαίνει» λέει και στέκεται ιδιαίτερα στη δομή του. «Ακέραια και σκληρή, δεν μπορείς να την παραβλέψεις. Με τον τρόπο αυτόν για μένα παύουν να υπάρχουν οι ήρωες. Είναι πιόνια με θέληση, επιθυμίες και συναισθήματα που δρουν μέσα σε έναν μηχανισμό ο οποίος έχει ερήμην τους μια δική του νομοτέλεια». Και όλη αυτή η συζήτηση περί αποστασιοποίησης; «Το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο και η ταξική αντίληψη των πραγμάτων στον Μπρεχτ έχουν να κάνουν με το ότι δεν είσαι εσύ το θέμα ούτε ο χαρακτήρας που υποδύεσαι. Είναι η διαδρομή».
Στον «Κύκλο», αυτό το γοητευτικό λαϊκό παραμύθι, o Μπρεχτ διαλέγει τη Γρούσα, μια υπηρέτρια σε σπίτι αρχοντικό, να παίρνει υπό την προστασία της τον γιο του άρχοντα που δολοφονήθηκε από επαναστάτες και εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του.
«Διαλέγει δηλαδή» εξηγεί η ηθοποιός «μια γυναίκα με χαμηλό κοινωνικό στάτους, αδιάφορη, από εκείνες που δεν θα γυρνούσε κανείς να κοιτάξει, κάτι σαν τον τελευταίο τροχό της άμαξας, την πιο ανώνυμη. Και αυτή η γυναίκα δένεται, μέσω του παιδιού, με έναν τρόπο, με την κορυφή της πυραμίδας. Και δένεται μαζί του. Είναι μια οδύσσεια αυτό που περνάει, σαν μια μεγάλη διαδρομή. Γι’ αυτό και στην ερμηνεία του ρόλου δεν μπορείς να έχεις ψυχολογική συνέπεια – διακόπτεται διαρκώς από λυρικά κομμάτια, από τραγούδια».
Η δοκιμασία για την ηρωίδα έρχεται όταν η βιολογική του μητέρα έρχεται να το διεκδικήσει –έχουν μεσολαβήσει τα δύσκολα χρόνια και οι θυσίες της Γρούσας. Μέσα σε έναν κύκλο με κιμωλία οι δύο γυναίκες πρέπει να τραβήξουν η καθεμιά το παιδί προς τη μεριά της.

«Η συζήτηση περί καλοσύνης σε ό,τι την αφορά»
λέει η Μαρία Πρωτόπαππα «δεν μου αρέσει και πολύ. Ούτε όλη αυτή η ηθικολογία περί καλού και κακού. Οι εξηγήσεις και οι λεπτομέρειες που δίνονται από τον συγγραφέα δείχνουν άνθρωπο που έχει μια αγάπη ίσως εξαιρετικά εγωιστική. Σημασία έχει με τι δένεσαι. Η Γρούσα γκρινιάζει γι’ αυτό που της έτυχε, θα ήθελε να μην το φορτωθεί, τσατίζεται, βρίζει, δεν είναι δηλαδή… Παναγία. Δεν επιλέγει να είναι απλά καλή. Είναι ένας κανονικός άνθρωπος που έχει τη ζωτική ενέργεια του χειρώνακτα ανθρώπου που είναι πρόθυμος να εξυπηρετήσει. Δεν φοβάται την ενέργεια, τη δουλειά. Οσο πιο πολύ καταναλώνει ενέργεια και προσπάθεια τόσο πιο πολύ μεγαλώνουν μέσα της η αντοχή, η δύναμη, η θέληση. Για μένα αυτό είναι το επίκεντρο, όχι η καλοσύνη. Παράλληλα έχει μια αίσθηση καθήκοντος προς την ανθρώπινη ζωή την ίδια στιγμή που ίδια κινδυνεύει δίπλα σε αυτό το παιδί».
Για την ηθοποιό είναι εξαιρετικά σημαντική η προσωπική της σύνδεση με την ηρωίδα: «Αν δεν το βρω, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Αναρωτιόμουν όσον αφορά το μητρικό ένστικτο. Μόλις όμως εμφανίστηκε το παιδί στη σκηνή κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται καμία δουλειά πάνω σ’ αυτό ούτε βοήθεια. Δεν μπήκα σε καμία ψυχολογική αντιμετώπιση. Πιο πολύ ασχολούμαι τεχνικά, πώς θα περάσω τις «πίστες», τι είναι αυτό που θα διαλέξω υφολογικά ανά πάσα στιγμή. Οσο ασχολείσαι με κάτι τόσο πιο πολύ δένεσαι και σε τρέφει, σε κάνει πιο αποδοτικό, αποκτάς μέγεθος. Οσο πιο πολύ δυσκολεύεσαι και αγωνίζεσαι τόσο πιο πολύ φωτίζεσαι από μέσα σου γιατί η πίστη και η θέωση μεγαλώνουν εντός μας». Γι’ αυτό και πιστεύει ότι μέσα από τη δουλειά της, εκτός από έμπνευση, εμμονή, ροή, ενασχόληση με πάθος, χρειάζεται «αφιέρωση».

Το σαράκι, η αγωνία, η επιτυχία
Δουλεύοντας τον ρόλο η Μαρία Πρωτόπαππα ξεκαθαρίζει: «Με ενδιαφέρει να επικεντρωθώ στο σωματικό σαράκι, στην αγωνία στο στομάχι, που σε κάνει να θες να κερδίσεις αυτό που χρειάζεσαι για να συνεχίσεις να ζεις. Για μένα το θέμα δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά η αγωνία να μη χάσω αυτό που δεν μπορώ να χάσω. Δεν γίνεται να ζήσω αν το χάσω. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι να χάνεις το παιδί σου, να μην το ξαναβλέπεις, να μην ξέρεις πού βρίσκεται. Μόνο σωματικά μπορεί να το νιώσεις» προσθέτει και εξηγεί ότι η κουβέντα «σε ποιον ανήκει το παιδί» δεν την αφορά καθόλου. «Οι νόμοι θα έδιναν ίσως το παιδί στη φυσική του μητέρα. Αλλωστε το παιδί δεν κινδυνεύει να πεθάνει. Κινδυνεύει να γίνει πλούσιο, να πάει στη φυσική του μητέρα, αλλά η Γρούσα δεν μπορεί να το αποχωριστεί. Είναι μια εγωιστική αγάπη. Δεν με αφορά λοιπόν τίποτε άλλο παρά να ενταχθώ μέσα στον μηχανισμό που έχει θέσει ο Μπρεχτ. Δεν παίρνω θέση. Ακολουθώ τις διαδρομές του. Δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό. Πού να ξέρεις άλλωστε… Συνήθως το μαθαίνεις μετά, στο τέλος».
Στη δουλειά της όμως την επιτυχία δεν την έχει ήδη αντιληφθεί; «Κάποιες στιγμές ναι… Τη μια στιγμή με τέρπει, την άλλη μου χτυπάει το καμπανάκι. Μήπως έχω γίνει ευανάγνωστη, μήπως επαναλαμβάνω τα ίδια εργαλεία, μήπως είμαι λίγο βαρετή; αναρωτιέμαι».
Νιώθει όμως τη «ζεστασιά» από το κοινό, «σαν να ανάβει το τζάκι». Και καταλήγει: «Παλιότερα έβαζα στόχους, τώρα όχι. Τώρα ψωνίζω πολύ από το περιβάλλον, από τα πράγματα που συμβαίνουν, από πράγματα που επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν άλλοι. Τα υλικά μου πια είναι έξω, η αποθήκη μου είναι έξω. Με ενδιαφέρουν δοκίμια, μελέτες, ό,τι μπορώ να καταλάβω από βιολογία, νευροβιολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία. Οσα με βοηθούν να καταλάβω την πραγματικότητα. Η έρευνά μου είναι ανθρωποκεντρική, έχει να κάνει με συμπεριφορές. Με ενδιαφέρει η δομή των προσώπων, η κατατομή. Πώς είναι φτιαγμένο ένα σώμα και τι συμπεριφορές προκαλεί με τη στάση του. Μου αρέσει να βλέπω τον άνθρωπο σαν ζωάκι».

πότε & πού:

Θέατρο Παλλάς.Πρεμιέρα: Τετάρτη 11 Μαρτίου.Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή στις 19.15, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20.15.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Σκηνικά – κοστούμια: Λίλη Πεζανού.
Χορογραφίες: Αμάλια Μπένετ.
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος.
Δραματουργική επεξεργασία: Μανώλης Δούνιας.
Παίζουν: Μαρία Πρωτόπαππα, Αιμίλιος Χειλάκης, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλης Τότσικας και Δημήτρης Λιγνάδης.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ