Από το 1912 το νησί άρχισε να γεμίζει με «φτερωτούς». Ετσι αποκαλούσαν τους νέους κατακτητές, τους ένστολους ιταλούς καραμπινιέρους, οι κάτοικοι της Σύμης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ενας τόπος ευλογημένος κακόπαθε στα χέρια τους. Σε ένα από τα επεισοδιακά συλλαλητήρια της εποχής υπέρ της Ενσωμάτωσης στη μητέρα Ελλάδα –κάτι που συνέβη αργότερα λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής –συμμετείχε, έχοντας κατέβει απ’ το βουνό, και μια πεισματάρα γυναίκα. Η Ελένη κυοφορούσε τότε τη Μαρία, το τρίτο «κοράκι» της από τα συνολικά πέντε –το 1925 γεννήθηκε και ο Βασίλης, το πρώτο αρσενικό, που είχε όμως άτυχο τέλος. Η Ελένη είχε παντρευτεί από έρωτα έναν βοσκό, τον Σωτήρη τον Ψεύτη, και έκαναν μια «αρχαία» ζωή δίπλα στα ζωντανά τους. Βίος επίμοχθος για την οικογένεια, συχνότατη η δυσθυμία στο φτωχικό σπίτι. Ο πατέρας με τα μελαγχολικά μάτια αποκαλούσε την παράξενη θυγατέρα του «αμίλητο νερό». Ο ίδιος αντιτάχθηκε αρχικά στη μόρφωσή της –«ύποπτα» τα έλεγε «τα γράμματα» –αλλά η έξυπνη και φιλοπερίεργη κοπέλα, η οποία ήταν, ως φάνηκε, καμωμένη αλλιώς, πήγε τελικά στο σχολείο και άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος και πιο θαυμαστός.
Κουκκίδα στα ιστορικά γεγονότα
Διαβάζοντας κανείς το δέκατο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου υπό τον τίτλο Ερως, θέρος, πόλεμος (2003) έχει την αίσθηση ότι ακριβώς μαθαίνει τον κόσμο από την αρχή μαζί με την ανυπότακτη ηρωίδα της, ότι συμμετέχει, επί παραδείγματι, στο θάμβος εκείνης της νύχτας του 1928 που τα «λεχτρικά» φώτισαν για πρώτη φορά το λιμάνι ή ότι μοιράζεται τον ενθουσιασμό της για πράγματα πρωτόφαντα τότε όπως το ηλεκτρικό σίδερο ή το ραδιόφωνο που παρατηρούσε στα σπίτια των άλλων. Η Μαρία συνειδητοποιούσε μεν ότι ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος αλλά αντιλαμβανόταν ότι, αλίμονο, δεν ήταν ο ίδιος για όλους. Η Μαρία απέκτησε άσβεστο καημό για σπουδές και ακόμη πιο τρανό «πόθο για το φευγιό», πόθο με αιτία βαθύτερη από την «επιδημία φυγής» που είχε πλήξει τους περισσότερους νέους του νησιού τον καιρό της ιταλικής κατοχής. Η πρώτη απόπειρά της να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ζήσει με μια συγγένισσα του πατέρα της, τη θεία Μαριώ, κατέρρευσε κυριολεκτικά «εν μιά νυκτί».

Πύκνωσαν, εν τω μεταξύ, και οι πίκρες, χάθηκε πρόωρα το δεύτερο αγόρι της Ελένης και πέθανε η γιαγιά Μάρθα. Η Μαρία όμως όταν έλεγε «θα φύω» το ένιωθε στο πετσί της και εννοούσε άλλα πράγματα βέβαια, την αυτοπραγμάτωσή της. Ετσι το περίφημο «πασαπόρτι» έγινε γι’ αυτήν συνώνυμο της ελευθερίας. Το 1931 κατέφθασε «σαν από μηχανής θεός» από την Αίγυπτο μια άλλη θεία, χήρα από χρόνια, η Σταματία, που έμενε στο Πορτ Τεουφίκ με τον γιο της που δούλευε εκεί για την Εταιρεία της Θαλάσσιας Διώρυγας του Σουέζ. «Η εποχή των θαυμάτων» τελείωνε για την ηρωίδα –που «υπήρξε μόνο μια κουκκίδα στα ιστορικά γεγονότα» –και ανοιγόταν πλέον μπροστά της «η εποχή της δράσης» –αν γίνει κάποτε ταινία το βιβλίο, θα πρόκειται σίγουρα για υπερπαραγωγή –στη φιλόξενη γη των φελάχων με τα «φλαμπουαγιάν, τα δέντρα της φωτιάς, με τα κόκκινα λουλούδια».

«Οι ξένοι» της ζωής της


Η Μαρία ταξίδεψε με το πλοίο ζυγιάζοντας μέσα της τον φόβο και την προσδοκία και αποβιβάστηκε με τον μπόγο της στο λιμάνι της πολυφυλετικής και πολύχρωμης Αλεξάνδρειας, μιας πόλης «όπου ο καθένας μιλάει τη γλώσσα του, αλλά όλοι καταλαβαίνουν και τις άλλες». Οταν την παρέλαβε η κυρία Θέκλα, εργαζόμενη στο Πατριαρχείο η οποία τη στήριξε έπειτα στις δυσκολίες, όπως άλλωστε έκαναν όλοι «οι ξένοι» της ζωής της, εκείνο που αντίκρισε ήταν ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, μοναχό του και απροστάτευτο, που δεν ήξερε τι είναι το τηλέφωνο, ούτε είχε επιβιβαστεί ποτέ σε αυτοκίνητο ή τρένο. Η Μαρία θα έφευγε από την ίδια πόλη 14 περιπετειώδη χρόνια αργότερα, μια ώριμη γυναίκα 26 ετών και επιπλέον μάνα. Το παιδί που γεννήθηκε εκεί το 1945 –πατέρας ήταν ο Κυριάκος, ένας έφεδρος υπαξιωματικός «εξ Ελλάδος» –και που άρχισε να μεγαλώνει στη μεταπολεμική Κυψέλη δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ευγενία Φακίνου, κάτι που γίνεται πλήρως αντιληπτό όταν το «μωρό» της ηρωίδας παραλαμβάνει το νήμα της αφήγησης στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Τα μικροαστικά», που διαδραματίζονται στην Αθήνα από το 1945 έως το 1990.
Δύο ιστορίες ενηλικίωσης


Η συγγραφέας συνέθεσε, με άλλα λόγια, ένα από τα πλέον βιωματικά και συγκινητικά έργα της, αφηγούμενη επί της ουσίας, με τον μανδύα ενός ιστορικού μυθιστορήματος, δύο ιστορίες ενηλικίωσης, τόσο της μητέρας της όσο και της ιδίας εν πολλοίς, δύο ιστορίες που μετουσιώνονται δραματουργικά από την ίδια μνήμη. Δεν μπορεί να μη σταθεί ο προσεκτικός αναγνώστης, λόγου χάριν, στο σημείο όπου η συγγραφέας φαντάζεται ότι είναι ένα ακόμη πιο «φτωχό κοριτσάκι» απ’ ό,τι πραγματικά ήταν έπειτα από μια μητρική επίπληξη ή στο περιστατικό όπου ο Γρηγόρης Λαμπράκης της κλέβει την καρδιά με «μια φρυγανιά βουτυρωμένη». Οι περίπου εκατό τελευταίες σελίδες, όπου η Ευγενία Φακίνου αυτοβιογραφείται ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζει, με το εγνωσμένο παραμυθητικό της ύφος και με μια γλώσσα λαμπρά οικονομημένη, τη μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής της μητέρας της, μιας μητέρας με εδραιωμένη «κοινωνική συνείδηση», είναι καθηλωτικές μέσα στην απλότητά τους, καθηλωτικές γιατί απολήγουν στον οικείο πόνο που προκαλεί η ανθρώπινη απώλεια.
Το αίσθημα και ο στρατιώτης


Η Μαρία, πάντως, όταν κατάλαβε ότι η θεία της στην Αίγυπτο ήθελε «δουλικό» και όχι να τη μορφώσει, έφυγε, και έφυγε ακολούθως και από το σπίτι της κακότροπης νύφης της, της Αννας, όταν η τελευταία της έδωσε να φορέσει τη γαλάζια στολή της γκουβερνάντας. Εμεινε όμως ως το τέλος δίπλα στην ανιδιοτελή μαντάμ Αλουάρ, μια γηραιά μεγαλοαστή από το Μονπελιέ, μια φεμινίστρια της εποχής της, που αγκάλιασε τη Μαρία και την πήρε μαζί της «για συντροφιά» στο σπίτι της στο όμορφο Πορτ Σάιντ με την εντυπωσιακή του σέρα. Εκεί αποφάσισε η Μαρία να γίνει νοσοκόμα επειδή, εκτός του ότι ήθελε να κάνει κάτι «χρήσιμο», είχε και πολύ ελαφρύ χέρι όταν έπιανε τη σύριγγα. Εκεί όμως εμβολιάστηκε και με «το δηλητήριο της δυσπιστίας προς τους άνδρες», η επήρεια του οποίου εξαφανίστηκε γλυκά όταν, μέσα στην αντάρα και τις αρρώστιες του πολέμου, συνάντησε έναν ιρλανδό στρατιώτη, τον ερωτεύτηκε, τον αρραβωνιάστηκε αλλά τελικά τον έχασε. Από εκείνο το αίσθημα δεν ήθελε να φύγει με τίποτα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ