Το πρωί δημοσιογράφος και το βράδυ φωτογράφος ή το πρωί φωτογράφος και το βράδυ δημοσιογράφος; Ρητορικό το ερώτημα, εφόσον ο Πλάτων Τσούλος κατάφερε μέσα από τις ατέλειωτες ώρες του οικονομικού ρεπορτάζ να βρει το κουράγιο, τη θέληση και κυρίως την όρεξη να αποτυπώσει στον φωτογραφικό του φακό τα στιγμιότυπα του νέου λευκώματός του με τίτλο «Σύμβολο». Δεκαπέντε χρόνια δουλειάς κατά τα οποία αναζήτησε την αθέατη πλευρά του σταυρού, γι’ αυτό και εννοείται ότι αυτός κρύβεται στο κάδρο. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» δεν εξηγεί μόνο τους λόγους που τον ώθησαν στην έκδοση του παρόντος λευκώματος αλλά και για την πρώτη φωτογραφική μηχανή του που τον συνοδεύει ακόμη.
Ποια ήταν η αφορμή και η αιτία της εν λόγω έκδοσης;
«Μέσα από το «Σύμβολο» αναζήτησα τον «κοινό τόπο» μεταξύ θρησκείας και τέχνης. Αναζήτησα την αθέατη πλευρά του σταυρού. Την εικαστική του διάσταση, τη συνύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Ουδέποτε με απασχόλησε αν το σύμβολο της χριστιανοσύνης εντυπωσίαζε με την τεχνοτροπία του τον πιστό. Ουδέποτε επεδίωξα η φωτογραφία να έχει θέμα της έναν χρυσοστόλιστο σταυρό. Το αντίθετο, θα έλεγα. Επέλεξα το εικαστικό αποτέλεσμα να βασιστεί στον λιτό, στον απέριττο σταυρό, κυρίαρχο «σύμβολο» στη φωτογραφία ή κάπου «κρυμμένο» στο κάδρο».
Πόσα χρόνια το δούλευες, πόσα ταξίδια έκανες, τι χρόνο ξόδεψες, αλλά και οικονομικά πώς τα κατάφερες;
«Το «Σύμβολο» με συντρόφευσε περί τα 15 χρόνια. Η πρώτη φωτογραφία του λευκώματος τραβήχτηκε το 1998 και στο διάστημα που μεσολάβησε ως και το καλοκαίρι του 2013 ξεναγό μου σε κάθε ταξίδι είχα τον σταυρό. Πέρασα αμέτρητες ώρες σε αυλές εκκλησιών, στάθηκα με δέος μπροστά από εικόνες αγίων, παραβίασα –με σεβασμό –το άβατο του ιερού αναζητώντας φωτογραφικά θέματα. Το «Σύμβολο» στάθηκε απέναντί μου γενναιόδωρο και όταν έφθασε η στιγμή να πω ότι ο κύκλος έκλεισε πήρα τον δρόμο για το ατελιέ και το τυπογραφείο. Είχα εξαρχής λάβει την απόφαση να αναλάβω την ευθύνη της έκδοσης. Η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη. Για πολλές εβδομάδες δούλευα για το λεύκωμα τα πρωινά και μετά τα μεσάνυχτα. Στο ενδιάμεσο, δίχως εκπτώσεις από την καθημερινότητα, στην εφημερίδα ως τις 12 το βράδυ και τα Σαββατοκύριακα όλος ο χρόνος στην οικογένεια. Οσο για το κόστος… καλύτερα να μη μιλήσουμε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Οι εποχές είναι δύσκολες, ελπίζω ωστόσο στην αποδοχή του «Συμβόλου» από το κοινό, ειδάλλως…».
Αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι η πρώτη σου έκδοση. Θέλεις να μας θυμίσεις το έντυπο φωτογραφικό παρελθόν σου;
«Ολα άρχισαν το 2002, όταν πρότεινα στον Ολκό την έκδοση του πρώτου λευκώματος με τίτλο «Ρόπτρα – Θυρών απόηχοι». Τα επόμενα 10 χρόνια με τον ίδιο εκδοτικό οίκο εξέδωσα ακόμη τρία βιβλία. «Ο Οδοιπόρος είχε φύλλα στα μαλλιά του» ήταν το δεύτερο λεύκωμα, το «Εργοστάσιο» το τρίτο και τέταρτη απόπειρα αποτέλεσε μια επανέκδοση του πρώτου λευκώματος με εμπλουτισμένο υλικό για ένα στοιχείο της πολιτιστικής μας παράδοσης το οποίο τείνει να εξαφανιστεί».
Τελικά, πόσο μετέωρο είναι το σύνορο ανάμεσα στη θρησκεία και στην τέχνη;
«Οσο το αντιλαμβάνεται ο καθένας μας. Κάποιοι θεωρούν ότι η θρησκεία βρίσκεται μακριά από την τέχνη, παραγνωρίζοντας προφανώς ότι ο χριστιανισμός, π.χ., χαρακτηρίζεται από στοιχεία τέχνης τα οποία προσδιορίζουν τις εικόνες, τις αγιογραφίες, τα άμφια ή τα εκκλησιαστικά σκεύη. Μετέωρο όμως τείνει να είναι το βήμα μεταξύ θρησκείας και τέχνης όταν κάποιος επιχειρεί να παντρέψει σύγχρονες γραμμές, μοντέρνα μοντέλα ή ακραίες φόρμες που σε κάθε περίπτωση δεν σχετίζονται με τη θρησκεία. Το εγχείρημα συνήθως είναι δύσκολο και, το κυριότερο, η αξιολόγηση του αποτελέσματος πολλές φορές δεν έχει σωστή ή λάθος «ανάγνωση». Εχει την προσωπική μας προσέγγιση, όποια κι αν είναι αυτή».
Πόσα χρόνια ασχολείσαι με τη φωτογραφία;
«Για περισσότερα από 25 χρόνια, αν και τα πρώτα μου βήματα στη φωτογραφία έγιναν πολύ πιο πριν, με τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα μου, μια Canon-canonet, με πενηντάρι φακό και επιλογή ταχύτητας και διαφράγματος. Παραμένει στολίδι στο γραφείο μου, αξεπέραστη στον χρόνο. Στον χώρο της φωτογραφίας με μύησε ένας φίλος φωτογράφος, ο Χρήστος Λιάτσης. Δίπλα του έμαθα ό,τι πραγματικά χρειαζόμουν για να πάρω στη συνέχεια τον δρόμο μου. Διάβασα αρκετά για τη φωτογραφία, μελέτησα έλληνες και ξένους φωτογράφους, τριγύρισα σε γκαλερί, επισκέφθηκα πολλές εκθέσεις φωτογραφίας και αυτό το οποίο με τράβηξε ήταν η εικαστική διάσταση του κάδρου. Είναι η διάσταση που χαρακτηρίζει κάθε δουλειά μου, είτε πρόκειται για την έκδοση λευκώματος είτε για το στήσιμο μιας έκθεσης φωτογραφίας».
Υπήρξε κάτι στο παρελθόν που σε έσπρωξε σε αυτό το χόμπι;
«Μάλλον η ίδια η ματιά μου. Η ανάγκη που τελικά είχα να φιλτράρω μέσα από τη φωτογραφική μηχανή τον κόσμο μας. Στην αρχή όντως το αντιμετώπισα ως χόμπι, ως ένα παιχνίδι με το φως, το χρώμα, την εικόνα, ως μια διέξοδο από την καθημερινότητα. Μόνο που με τα χρόνια η ανάγκη να ξεφύγω ήταν όλο και πιο συχνή, μέχρι που μου έγινε βίωμα. Πλέον μοιράζομαι μεταξύ της φωτογραφίας και του κύριου επαγγέλματός μου, της δημοσιογραφίας».
Τι σημαίνει για εσένα φωτογραφία;
«Η φωτογραφία λειτουργεί ως τρόπος έκφρασης. Θα έλεγα πως το να φωτογραφίζεις αποτελεί στάση ζωής, ότι σου δίνει «ανάσες» από τη σκληρή πραγματικότητα την οποία ζούμε ιδιαίτερα σήμερα όλοι μας. Μέσα από τα θέματά μου αισθάνομαι ότι επικοινωνώ με τους γύρω μου, ότι τους περνώ μηνύματα. Κάποια όμως τα κρατώ για εμένα. Οπως εξάλλου κάνουμε όλοι μας. Κανείς μας δεν εξωτερικεύει κάθε σκέψη του, ένα κομμάτι του εαυτού του το κρατά για τον ίδιο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ