«Είχα την εντύπωση πως βρίσκομαι στο κέντρο μιας πυξίδας που οι ακτίνες της ήταν εκατοντάδες νεκροί» έγραψε ο Ζαν Ζενέ (1910-1986), ο οποίος είχε αποπροσανατολιστεί μέσα στα αιματοκυλισμένα στενοσόκακα. «Δρασκέλισα τα κουφάρια σαν να πηδούσα βάραθρα». Πράγματι, επιδόθηκε σε ένα μακάβριο «κουτσό» για να βγει από τους προσφυγικούς καταυλισμούς στον δυτικό τομέα της Βηρυτού. Κόντεψε να σωριαστεί κάμποσες φορές κάτω φαρδύς πλατύς «γλιστρώντας πάνω στους άδειους κάλυκες». Για τον ίδιο και για όσους ζώντες κατοίκους είχαν απομείνει εκεί μετά τη σφαγή, η κυκλοφορία στη Σατίλα και στη Σάμπρα θύμιζε «μακριά γαϊδούρα» από μαυρισμένα και πρησμένα πτώματα. «Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να γίνομαι Παλαιστίνιος και να μισώ το Ισραήλ» γράφει. Εκείνη την πρώτη φορά η εμπειρία του κατέστη κάτι παραπάνω από ωμή. Εκείνη την πρώτη φορά έγινε αυτόπτης μάρτυρας της βαναυσότητας.
Ο γάλλος πεζογράφος και δραματουργός, που έζησε με τους παλαιστίνιους φενταγίν στα βουνά της Ιορδανίας από τον Οκτώβριο του 1970 ως τον Απρίλιο του 1971, επέστρεφε στη Μέση Ανατολή ύστερα από δέκα χρόνια συνοδευόμενος από τη φίλη του Λαϊλά Σαχίντ, υπεύθυνη της «Επιθεώρησης παλαιστινιακών μελετών» («Revue d’études Palestiniennes»). Ηταν εξουθενωμένος τότε από τη θεραπεία με κοβάλτιο για τον καρκίνο από τον οποίο έπασχε και επιπλέον είχε βαριά κατάθλιψη. Δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε από το 1977. Τον Σεπτέμβριο του 1982 λοιπόν έφθασε στη Βηρυτό, σε μια κρίσιμη φάση για τον πόλεμο στον Λίβανο. Την επομένη της άφιξής του στην περιοχή άρχισαν οι «βρωμοδουλειές» τις οποίες κατέγραψε «με την ακρίβεια και τη δριμύτητα ενός κατηγορητηρίου». Το συγκλονιστικό ρεπορτάζ του με τίτλο «Τέσσερις ώρες στη Σατίλα» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Υψιλον, σε μετάφραση του Σεραφείμ Βελέντζα.
Ο «καθαρισμός» των καταυλισμών


Ο επιμελητής Αλμπέρ Ντισύ υπογραμμίζει ότι αυτό το κείμενο είναι το σημαντικότερο πολιτικό και λογοτεχνικό πόνημα που εντοπίζεται στον έκτο τόμο των «Απάντων» του Ζενέ, στις εκδόσεις Γκαλιμάρ, όπου είναι συγκεντρωμένα η αρθρογραφία και οι συνεντεύξεις του («L’Ennemi déclaré», 1991). Επειτα από πολιορκία τριών μηνών –για να επιστρέψουμε στα γεγονότα που είναι η πρώτη, φρικιαστική ύλη του βιβλίου –και με τον ισραηλινό στρατό να βρίσκεται προ των πυλών, οι παλαιστινιακοί καταυλισμοί της πόλης αφοπλίζονται υπό τη σκανδαλωδώς διακριτική προστασία μιας πολυεθνικής Δύναμης Επέμβασης (αμερικανικής, γαλλικής και ιταλικής).
Ο Ζενέ στις 13 Σεπτεμβρίου παρακολουθεί, από το μπαλκόνι του διαμερίσματος όπου φιλοξενείται την αναχώρηση των στρατιωτών. Προτού καν αποπλεύσουν τα πλοία τους ο Μπασίρ Τζεμαγέλ, νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος του Λιβάνου και ηγέτης των κομμάτων της χριστιανικής Δεξιάς, δολοφονείται στις 14 Σεπτεμβρίου. Τα χαράματα της επομένης ο ισραηλινός στρατός, παραβιάζοντας όλες τις προηγούμενες συμφωνίες, εισέρχεται στη Βηρυτό για «να διασφαλίσει την τήρηση της τάξης». Εγκαθιστά εν συνεχεία το γενικό του επιτελείο 200 μέτρα από την είσοδο των καταυλισμών στη Σάμπρα και στη Σατίλα. Τήρησε μια στάση που συνοψίζεται σε ό,τι ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν δήλωσε στην Κνεσέτ: «Μη Εβραίοι σφαγίασαν μη Εβραίους. Και εμάς τι μας νοιάζει;».
Στις 16 Σεπτεμβρίου ακραίες οπλισμένες ομάδες ενδεδυμένες τα χρώματα λιβανέζικων χριστιανικών πολιτοφυλακών μπαίνουν στους καταυλισμούς με τη σιωπηρή συγκατάθεση των ισραηλινών δυνάμεων προκειμένου να τους «καθαρίσουν από τους τρομοκράτες». Επί δύο ημέρες και τρεις νύχτες δολοφονούσαν ειδεχθώς ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Δεν λυπήθηκαν ούτε γυναίκες ούτε παιδιά ούτε γέρους –ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε τις 1.500 ψυχές.
Το μίσος και η χαρά των φονιάδων


Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Ζενέ μαθαίνει από μια νορβηγίδα νοσοκόμα τις δραματικές εξελίξεις. Την επομένη επιχειρεί να προσεγγίσει τον ματοβαμμένο τόπο αλλά τα ισραηλινά τανκς έχουν φράξει τις εισόδους. Το πρωί της Κυριακής 19 του μήνα καταφέρνει μαζί με τη Λαϊλά και δύο αμερικανούς φωτογράφους να μπει στη Σατίλα παριστάνοντας τον δημοσιογράφο, εκμεταλλευόμενος «ένα διάστημα αστάθειας ανάμεσα στις 10 και στις 10.15’». Περιπλανήθηκε μόνος, επί τέσσερις ώρες, κάτω από έναν καυτό ήλιο, στις στενές «σαν χαραμάδες» διόδους τις οποίες έφραζαν τα τουμπανιασμένα άταφα κουφάρια. Η αποφορά των πτωμάτων «δεν έβγαινε από κάποιο σπίτι ούτε από κάποιο φριχτά βασανισμένο κορμί: έμοιαζε να βγαίνει από το δικό μου το κορμί, από όλο μου το είναι» γράφει για αυτή τη βαρβαρική γιορτή στην οποία «διέκρινα μόνο το μίσος και τη χαρά των φονιάδων».
Σε αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία ο Ζενέ δεν χαρίζεται σε κανέναν. Υπογραμμίζει τη «συνενοχή» της Δύσης, υπερασπίζεται μια «ομορφιά που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους επαναστάτες», κατακεραυνώνει «όλα τα αραβικά καθεστώτα» –εκτός από τους Παλαιστινίους –που «είναι τελείως διεφθαρμένα, στηρίζονται σ’ ένα αστυνομικό σύστημα» και χαρακτηρίζει τις μετέπειτα διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εντός του Ισραήλ αλλά και την περίφημη έκθεση Καχάν «μέρος της σφαγής». Σε αυτήν ένας στρατιώτης διηγήθηκε πώς έκανε εμετό όταν ένας φαλαγγίτης, που είχε αρπάξει ένα παιδί και είχε πει «θα το πάω στο νοσοκομείο», το πήγε εκεί δίπλα και το έσφαξε.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 16 Αυγούστου 2013

HeliosPlus