Είναι 32 χρόνων, πάντοτε χαμογελαστός, πρόθυμος, ευχάριστος. Κυκλοφορεί φορώντας ένα βαμβακερό τζάκετ με κουκούλα και χώνει στα μποτίνια του άτσαλα τα μπατζάκια του. Ο Σύλλας Τζουμέρκας είναι ο σκηνοθέτης της «Χώρας προέλευσης», μιας υστερικής ακτινογραφίας της πολιτικής ζωής αυτού του τόπου μέσα από την ιστορία μιας άκρως δυσλειτουργικής οικογένειας. Το πάθος και η δύναμη της σκηνοθεσίας ήταν ένας από τους λόγους που η «Χώρα προέλευσης» επελέγη από το τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας για να προβληθεί στην Εβδομάδα Κριτικής. Τώρα ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί στις ελληνικές αίθουσες. Ανάμεσα στα χιλιάδες καθήκοντά του- από το μοντάζ ως το κουβάλημα αφισών(!) – ο σκηνοθέτης βρήκε τον χρόνο για έναν καφέ, πολλά τσιγάρα και μια κουβέντα περίπου μιας ώρας.

– Πόσο ρίσκο για έναν άπειρο σκηνοθέτη ήταν μια ταινία που ταυτίζει μια οικογένεια στο χάος με μια χώρα στο χάος,κάνοντας αναδρομές στο ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας,από τη Μεταπολίτευση ως τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου;

«Μεγάλο ρίσκο, σε όλους τους τομείς. Χωρίς ρίσκο δεν θα είχε ενδιαφέρον. Από την αρχή που γράφαμε το σενάριο με τη Γιούλα Μπούνταλη, η οικογένεια και η χώρα ήταν η καρδιά της ιστορίας. Για να μιλήσεις για την ενηλικίωση, χρειάζεσαι πολιτική και οικογένεια. Στη συνέχεια έπρεπε το ένα να καθρεφτίζει το άλλο. Η πολιτική να μπαίνει στην οικογένεια και αντίστροφα. Ετσι ώστε το ένα να εξηγεί το άλλο».

– Πώς αντιλαμβάνεστε το περιεχόμενο της ταινίας;

«Τα φαινόμενα που βλέπουμε στην οικογένειά μας ανακυκλώνονται στην πολιτική ζωή μας. Στην πολιτική σκηνή σε υψηλό επίπεδο, αλλά και από την άποψη των πολιτών. Γιατί οι άνθρωποι που βλέπουμε στις διαδηλώσεις των επικαίρων που χρησιμοποιήσαμε, από τη Μεταπολίτευση ως πέρυσι, έχουν πίσω τους οικογένεια, σπίτια, έχουν μάθει να λειτουργούν με έναν τρόπο».

– Ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ταύτισης προσωπικής- πολιτικής ζωής;

«Ο καθηγητής πανεπιστημίου. Στην αρχή τον βλέπουμε θύμα του πατέρα του, μετά να παίρνει τα ηνία και να ασκεί ο ίδιος εξουσία στην οικογένειά του, στο πανεπιστήμιο και στον δρόμο. Είναι κάτι που έχω βιώσει προσωπικά μέσα στην οικογένειά μου, στο πανεπιστήμιο, στους φίλους μου».

– Πώς βιώσατε τα πανεπιστημιακά χρόνια σας;

«Με το ελληνικό πανεπιστήμιο έχω πολύ άγριο θέμα. Θεωρώ ότι το πανεπιστήμιο διέψευσε τις προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς. Ανήκω στη γενιά που πέρασε στο πανεπιστήμιο το 1996, στο απολύτως διαλυμένο πα νεπιστήμιο. Μια εφημερίδα μπορεί εύκολα να λέει “το διαλυμένο πανεπιστήμιο”, αλλά από κάτω υπάρχουν άνθρωποι που έπαθαν καταθλίψεις, που οδηγήθηκαν σε ακραίες καταστάσεις, άνθρωποι που δεν έκαναν ποτέ τη δουλειά που τους άρεσε. Και για όλα αυτά υπάρχουν ευθύνες συγκεκριμένων προσώπων, καθηγητών, διοικήσεων πανεπιστημίων που επέτρεψαν να δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση. Αυτό είναι πάρα πολύ σκληρό για τη νεότητα μιας χώρας. Αυτή η ίδια γενιά του 1996 δούλευε για χρόνια τζάμπα. Είναι η σημερινή γενιά των 700 ευρώ και καμία προηγούμενή της δεν έχει πέσει τόσο πολύ θύμα της εργασιακής εκμετάλλευσης».

– Η «Χώρα προέλευσης» δίνει την αίσθηση ταινίας φτιαγμένης από έναν άνθρωπο που πονά και θέλει να το εκφράσει.Ηταν έτσι;

«Σίγουρα η ταινία έχει μέσα της πάρα πολύ θυμό, όπως έχω κι εγώ. Ομως ο θυμός είναι και αυτός ένα αίσθημα σαν τα άλλα. Οταν μένει υπόκωφος, είναι επικίνδυνο και βλαβερό. Πρέπει να εκφράζεται, γιατί τότε το περιεχόμενο του θυμού γίνεται διαπραγματεύσιμο. Εμφανίζονται οι αντίρροπες δυνάμεις του, η αιτία και ο εχθρός. Ολη αυτή η περιπέτεια για μένα αρχίζει από τη στιγμή που κάτι λέγεται ανοιχτά και καθαρά. Και αν το αίσθημα είναι θυμός, το δέχομαι. Αν το αίσθημα είναι αγάπη ή συμπόνια, επίσης το δέχομαι. Φοβάμαι ότι καμιά φορά οι θυμωμένοι πολίτες είναι γκρινιάρηδες πολίτες που θέλουν να ρίχνουν το φταίξιμο στους άλλους. Περισσότερο από την οργή, με ενδιαφέρει να καταλαβαίνω».

– Ποια είναι η άποψη ενός σκηνοθέτη 32 χρόνων για τη σύγχρονη Ελλάδα;

«Ζούμε σε μια χώρα που επί πολλά χρόνια αρνιόταν να δει τον εαυτό της, που για πολλά χρόνια διασκέδαζε με τον εαυτό της. Από την πολιτική μέχρι τη σάτιρα μάς φαινόμασταν υπέροχοι και υπέροχα ελαττωματικοί. Πίσω από αυτό το προσωπείο όμως, η χώρα έκρυβε πολύ σοβαρά λάθη. Εγιναν σοβαρά εγκλήματα από ανθρώπους με τρομερό εγωισμό και απίστευτη απληστία. Αυτό τελείωσε. Τσεκουράτα. Γιατί όσο πιο πολύ ψέμα λες τόσο πιο τσεκουράτα θα τελειώσει. Οσο περισσότερο τρενάρεις το ψέμα τόσο πιο πολύ θα το λουστείς. Νομίζω ότι την κατάσταση της σημερινής Ελλάδας τη γνωρίζουμε όλοι. Οταν όμως μια αλλαγή εκβιάζεται, τότε δεν ξέρεις και πώς να την κάνεις».

– Ο ελληνικός εθνικός ύμνος παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία.Πιστεύετε σήμερα στον εθνικό μας ύμνο;

«Πιστεύω στο κείμενο. Δεν πιστεύω στις δύο στροφές αλλά στις 158. Τα κείμενα για μένα έχουν μια δική τους ζωή και αυτή η ζωή με ενδιαφέρει ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο τα διαβάζουν και τα χρησιμοποιούν μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Η καρδιά του κειμένου ήταν αυτό που μας ενδιέφερε τόσο στο σενάριο όσο και πάνω στο γύρισμα με την Αμαλία Μουτούση. Και το ωραίο είναι ότι σταδιακά έγινε ο παλμός της ταινίας».

– Πού διακρίνετε την ελπίδα; «Μπορώ να ελπίσω μόνον όταν έχει ειπωθεί κάτι καθαρά, σκληρά και απ΄ όλες τις πλευρές, κάτι που δεν το έχουμε κρύψει κάτω από το χαλί. Ειδάλλως το φως είναι κάλπικο, κάποιος το βάζει εκεί για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα. Αν δούμε τα πράγματα όπως είναι, μετά νομίζω ότι έρχεται ένα είδος συμπόνιας, και για μένα αυτή η συμπόνια είναι το πιο πολύτιμο πράγμα. Εκεί βλέπω και την ανθρωπιά και την ελπίδα».

MΕ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ KΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

Ο Σύλλας Τζουμέρκας γεννήθηκε το 1978 στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στην Αγία Σοφία, αλλά ήρθε σε επαφή με τον κινηματογράφο στη Νίσυρο, όπου γνώρισε τον κόσμο του Στίβεν Σπίλμπεργκ και του Αντρέι Ταρκόφσκι. Σπούδασε θέατρο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου και το 2006 παρακολούθησε το Τμήμα Υποκριτικής του Stella Αdler Studio στη Νέα Υόρκη. Η μικρού μήκους ταινία του«Τα μάτια που τρώνε»παίχθηκε στις Κάννες και έχει εργαστεί για τις εκπομπές«Οι Φάκελοι»και«Παρασκήνιο». Μεγάλο μέρος των επιρροών του βρίσκεται στο σινεμά του Μιχάλη Κακογιάννη,«που μέσα από το μελόδραμα ταινιών όπως η “Στέλλα”, “Το κορίτσι με τα μαύρα” κατάφερε να κάνει μια ανατομία της εποχής του».

Εφέτος συμμετείχε στην παράσταση των Βlitz με τίτλο «Cinemascope», η οποία λόγω επιτυχίας θα συνεχιστεί τον Νοέμβριο.

O ΞΕΝΟΣ TΥΠΟΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΕ
«Ο Τζουμέρκας στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του υφαίνει έναν οπτικό ιστό μέσα σε ένα πολυφωνικό πλαίσιο που βασίζεται στην ιστορία μιας οικογένειας τα τελευταία 30 χρόνια,από την πτώση της δικτατορίας ως σήμερα,όπου το ψέμα και η οικογενειακή βία αποτελούν μια καλπάζουσα μεταφορά της παράλληλης κατάρρευσης της χώρας.

Μια οπτική πρό(σ)κληση που καλεί τον ανίδεο θεατή να γνωρίσει την κατάρρευση μιας ευρωπαϊκής χώρας τόσο κοντά σ΄ εμάς».

davide turrini
Cinematografo.it «Η εθνική κουλτούρα είναι έντονα παρούσα στην ταινία· ο “Υμνος εις την Ελευθερία” του Διονυσίου Σολωμού,ποιητή του 19ου αιώνα, το μάθημα του καθηγητή Νικήτα στο πανεπιστήμιο για τη “Σφαγή των Νηπίων”, το “La Forza Del Destino” τραγουδισμένο από τη Μαρία Κάλλας,η “Ορέστεια” του Αισχύλου για την πτώση του οίκου των Ατρειδών […] οι αμαρτίες των πατεράδων αποκαλύπτονται πέφτοντας πάνω στους ώμους γιων πολύ αδύναμων για να τις σηκώσουν».

goffredo de pascale
στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Βενετίας

Η προβολή της «Χώρας προέλευσης» στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας προκάλεσε το ενδιαφέρον του ξένου Τύπου, γεγονός που συνέβη και με το «Αttenberg» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη.