Φρανσουά και Ζαν-Κλoντ Ντυβαλιέ, γνωστοί ως «Πάπα Ντοκ» και «Μπέιμπι Ντοκ». Ολες οι δικτατορίες είναι παράλογες, αλλά η δικτατορία αυτών των δύο ανδρών έφθασε σε αδιανόητα άκρα. Βύθισαν τη
χώρα τους, την Αϊτή, στην απόλυτη φτώχεια και στο αθλιότερο χάος. Η εξουσία με οποιοδήποτε τίμημα, επί τριάντα χρόνια. Ο τρόμος για χάρη του τρόμου, το αίμα για το αίμα.

Δεν είναι παράξενο που οι χώρες, αργά ή γρήγορα, καταλήγουν να μοιάζουν με τους δικτάτορές τους. Ο μόνος τρόπος για να παραμείνει ένας τύραννος αμετακίνητος στον προεδρικό θώκο είναι να συγκεντρώσει γύρω του τους εφιάλτες του, το κακό του γούστο, την αδυναμία ή το μίσος του, όλη την ενδόμυχη και κρυφή κακία που διαθέτει. Η πολιτική, στα χέρια του δικτάτορα ή των φίλων του δικτάτορα, μετατρέπεται σε ιδιωτικό ζήτημα, σεξουαλικό σχεδόν, όπου ο πρόεδρος, ο ανώτατος αρχηγός, ο ηγέτης, ο στρατάρχης, ο πολυαγαπημένος εραστής της πατρίδας, μεταμορφώνεται σε έναν σύζυγο που την κακοποιεί.

Μια ασυνήθιστη χώρα, όπως η Αϊτή, δεν θα μπορούσε παρά να έχει έναν ασυνήθιστο δικτάτορα. Εναν τύραννο εκ πρώτης όψεως τελείως αντίθετο με την εικόνα του λατινοαμερικανού δικτάτορα: δειλό, πάντα κρυμμένο πίσω από τεράστια γυαλιά· έναν άνθρωπο που μισούσε τους στρατιωτικούς και αγαπούσε τα βιβλία. Ασκούσε, όμως, χωρίς ενδοιασμούς ή όρια, μια βάναυση και καταστρεπτική εξουσία, στηριγμένη εξ ολοκλήρου στον τρόμο.

Καλλιεργημένοι φτωχοί
Οσα κι αν γίνουν γνωστά σήμερα για τον τρόμο και το αίμα που χύθηκε μάταια, δεν θα κατορθώσουν να πείσουν τους Αϊτινούς ότι δεν κατοικούν σε μια υποδειγματική ουτοπία, στη χώρα που δίδαξε στον κόσμο ότι μπορεί να είναι κάποιος μαύρος και συγχρόνως να είναι ελεύθερος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αϊτή υπήρξε η πρώτη χώρα στον κόσμο που κατάργησε τη δουλεία και η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής που έγινε ανεξάρτητη. Στην Αϊτή- στην οποία το 80% των κατοίκων είναι αναλφάβητοι- οι λέξεις και οι ιδέες έχουν μεγαλύτερη αξία από τις πράξεις. Είναι δύσκολο να βρεις μηχανικούς ή τεχνικούς στο νησί, είναι όμως σχεδόν αδύνατον να μην πέσεις πάνω σε μια πληθώρα δικηγόρων, οικονομολόγων, ακαδημαϊκών, συγγραφέων, γλωσσολόγων και ιδεολόγων κάθε κατηγορίας.

Αυτή την περίσσεια ιδεών και την έλλειψη ψωμιού, την υπερηφάνεια που υπάρχει ανάμεικτη με τη στέρηση, είχε την ασυνήθιστη ικανότητα να τα εκμεταλλευτεί ο επαρχιώτης γιατρουδάκος. Καλλιεργημένος, αλλά και βάρβαρος, κωφός και τυφλός σε οτιδήποτε άλλο πλην της εξουσίας, ο Φρανσουά Ντυβαλιέ ήθελε να πιστεύει πως θα έμενε στην Ιστορία όχι τόσο για τα (ανύπαρκτα) επιτεύγματα της διακυβέρνησής του όσο ως ο μεγάλος ιδεολόγος του 20ού αιώνα. Ετσι, την ημέρα της κηδείας του, το βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός ηγέτη του Τρίτου Κόσμου», ανοικτό πλάι στη σορό του, αποσκοπούσε στο να δείξει στον κόσμο πως, παρότι ο στοχαστής είχε πεθάνει, οι σκέψεις του παρέμεναν ζωντανές.

Ο νέγρος που παρίστανε τον μιγά
Ποτέ δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς ένας άνθρωπος αρχίζει να μην έχει καθόλου αρχές. Ο Φρανσουά Ντυβαλιέ (1907- 1971) ήταν γιος ενός ταπεινού καθηγητή του Πορτ-ο-Πρενς. Η εξαιρετικά σκούρα απόχρωση του δέρματός του – σε μια χώρα στην οποία ανέκαθεν κυβερνούσε η ελίτ των μιγάδων- του υποσχόταν ένα μέλλον αθλιότητας και ανωνυμίας. Πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας κοντά στο κυβερνητικό μέγαρο, το οποίο κοσμούσε ένας τεράστιος, λευκός θόλος και όπου εναλλάσσονταν κατά καιρούς διάφοροι ένοπλοι, οι οποίοι καταδίωκαν τους προηγούμενους ενόπλους.

Οι λευκοί- και πιο συγκεκριμένα οι Αμερικανοί- ήταν εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο για να μπορέσει ο Ντυβαλιέ να έχει κάποιο μέλλον. Η στρατιωτική εισβολή των Αμερικανών συνοδευόταν από μια θρησκευτική αποστολή. Οι ξιφολόγχες και η Βίβλος φρόντισαν ώστε το νησί να ζήσει για μερικά χρόνια ένα είδος ευημερίας· αντίτιμο για τη σιωπή και την εκμετάλλευση. Οι Αμερικανοί κατασκεύασαν σιδηρόδρομο, πολυτελή ξενοδοχεία, σχολεία και σπίτια με μπάνιο. Η αμερικανική παρουσία στάθηκε ικανή να προσφέρει σχετική οικονομική σταθερότητα στη χώρα, ενώ ταυτοχρόνως πυροδοτούσε ένα ισχυρό εθνικιστικό αίσθημα εναντίον της. Ο σιωπηλός Ντυβαλιέ έλαβε μέρος στο νέο κίνημα. Το έκανε, όπως συνήθιζε, «μασκαρεμένος» με το ψευδώνυμο Αμπντ αλ Ραχμάν- το όνομα του γιατρού από την Ανδαλουσία που τον καιρό της μουσουλμανικής Ισπανίας ίδρυσε την ιατρική σχολή της Κόρδοβας.

Οι αντιιμπεριαλιστικές ρητορείες του και ο στομφώδης λυρισμός του δεν διέφεραν σε τίποτε από την υπόλοιπη εθνικιστική λογοτεχνία της εποχής. Δεν προσπαθούσε να είναι πρωτότυπος, ούτε μοναδικός, αλλά παρ΄ όλα αυτά ήταν. Διότι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εθνικιστές φοιτητές, οι κραυγές τού Ντυβαλιέ για επιστροφή στις αφρικανικές ρίζες, για δικαίωση της «νεγροσύνης» και απόρριψη της ανάμειξης των φυλών δεν ήταν μόνο λόγια. Ο Ντυβαλιέ δεν ήταν σαν τους άλλους διανοούμενους της Αϊτής, ένας μιγάς που παρίστανε τον νέγρο, αλλά ένας νέγρος που παρίστανε τον μιγά. Ενας νέγρος σίγουρος για τον εαυτό του, σιωπηλός, ο οποίος μαζί με το μητρικό γάλα είχε ρουφήξει και το βουντού, τον φόβο του μαστιγίου και την περιφρόνηση για τη φυλή του.

Επιστροφή στις ρίζες τού βουντού
Με την καθοδήγηση του ερασιτέχνη ανθρωπολόγου Λόριμερ Ντένις έκανε ένα ταξίδι στο εσωτερικό της χώρας σε αναζήτηση ιερέων και τελετουργιών, ένα ταξίδιπου για τον Ντυβαλιέ αποτέλεσε επιστροφή στις ίδιες τις ρίζες τού βουντού· στην πηγή. Εναν τρόπο να βγάλει από πάνω του το κοστούμι τού πολιτισμένου, την ιατρική, τα γαλλικά, για να γνωρίσει τον ίδιο τον πυρήνα του, τα ίδια τα σκοτάδια της ψυχής του. Ενώ ασχολείτο με αυτή την ανθρωπολογική εργασία, ο Ντυβαλιέ συνειδητοποίησε ότι αυτά που για τους πανεπιστημιακούς κύκλους ήταν μειονεκτήματα- το χρώμα του, η δειλία του, το περιορισμένο εύρος των ιδεών τουήταν για τον λαό σημάδι της δύναμής του· ενός πεπρωμένου τόσο μεγάλου όσο η κυριαρχία του τρόμου. Ετσι, ανάμεσα στα παραμορφωμένα σώματα και στις στραγγαλισμένες κότες, ανακάλυψε ότι το μαύρο κοστούμι και η σιωπηλή παρουσία του θύμιζαν τον Βαρόνο Σάββατο, ένα είδος ντόπιου Χάροντα, το πνεύμα των νεκροταφείων.

Ξαφνικά, η λαϊκή κυβέρνηση του Ντιμαρσέ Εστιμέ τον διόρισε υπουργό Υγείας και Εργασίας. Δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, άρχισε όμως να γίνεται λόγος γι΄ αυτόν. Οι Αμερικανοί τον τοποθέτησαν επικεφαλής μιας αποστολής για την καταπολέμηση των επιδημιών. Δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, αλλά συνέχισε να γίνεται λόγος για τον μικροσκοπικό, μετριόφρονα και σιωπηλό γιατρό, που συνέλεγε τελετουργικά αγάλματα, συνέθετε τραγούδια στην κρεολική γλώσσα και ζητούσε να μην τον φωνάζουν πλέον Φρανσουά, αλλά να τον αποκαλούν «Πάπα Ντοκ».

«Πάπα Ντοκ», σφαγές και δολοπλοκίες

Ο «Πάπα Ντοκ» σε τελετή, περιτριγυρισμένος από υπουργούς του και στρατιωτικούς, στην Αϊτή το 1962. Του άρεσε πολύ να καθυστερεί σε όλα του τα ραντεβού, όπως και να αφήνει τους αμερικανούς πρεσβευτές να τείνουν το χέρι πρώτοι σε χειραψία (GΕΤΤΥ ΙΜΑGΕS/ ΙDΕΑL ΙΜΑGΕ)

Τέλος, έθεσε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 1957, γεγονός που ακόμη και οι ίδιοι οι φίλοι του θεώρησαν τραβηγμένο. Ηταν ο λιγότερο δημοφιλής υποψήφιος, ο μόνος που δεν φαινόταν να διαθέτει ούτε εμπειρία ούτε ιδιαίτερη υποστήριξη για την υποψηφιότητά του. Αυτή όμως η έλλειψη λάμψης, το μυστήριο με το οποίο περιέβαλλε τις ομιλίες του, στις οποίες ισχυριζόταν ένα πράγμα και συγχρόνως το αντίθετό του, ήταν ακριβώς οι άσοι που έκρυβε στο μανίκι του. Υστερα από μια σειρά σφαγές και δολοπλοκίες, με τις οποίες έβγαλε από τη μέση όλους τους αντιπάλους του, δεν εξέπληξε κανέναν το γεγονός ότι ο Ντυβαλιέ κέρδισε τις πρώτες ελεύθερες και αντιπροσωπευτικές εκλογές στην Αϊτή.

Κανείς δεν κατάλαβε πώς ή πότε αυτός ο μετριοπαθής και ιδεολόγος κύριος, ο οποίος φαινόταν ότι δεν θα παραμείνει και πολύ στην εξουσία, μεταμορφώθηκε σε παντοδύναμο τύραννο, αρχηγό ενός ατελείωτου δικτύου πληροφοριοδοτών και μπράβων που έσπαζαν κόκαλα. Το πρόγραμμά του για την αποκατάσταση των νέγρων, ενάντια στους μιγάδες, είχε αποτέλεσμα να αναλάβει μια ελίτ νέγρων- αποτελούμενη από προσωπικούς του φίλους- τον έλεγχο των επιχειρήσεων που εγκατέλειπαν οι μιγάδες. Οι εκφοβισμοί και οι εκβιασμοί έγιναν, σε σύντομο διάστημα, το μόνο μέσον κοινωνικής ανέλιξης, το οποίο προωθούσε ανοιχτά η εκτελεστική εξουσία. Η εκπαίδευση και η Υγεία, αντιθέτως, θεωρούνταν ευρωπαϊκού τύπου δραστηριότητες που απομάκρυναν τον λαό από τις ρίζες του. Το βουντού έπαψε να είναι παράνομο, ενώ ο καθολικισμός θεωρήθηκε ανατρεπτικός.

Τοντόν Μακούτ και καπνισμένες κάννες
Οκτώ πολίτες, μεταξύ των οποίων και δύο σερίφηδες από τη Φλόριντα, παραλίγο να επιτύχουν την ανατροπή του Ντυβαλιέ το 1958. Ο κοντούλης γιατρός αντέδρασε γεμίζοντας τους κήπους του μεγάρου του με αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες. Την ίδια εποχή, η προσωπική του φρουρά έπαψε να φοράει κουκούλες και επετράπη στον λαό να τους αποκαλεί Τοντόν Μακούτ (Μπαμπούλες). Η Αϊτή, με αυτό τον ντροπαλό, αλλά σκληρό πατέρα, και τους εξωστρεφείς «θείους», οι οποίοι ήταν συνεχώς με το δάκτυλο στη σκανδάλη, μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη οικογένεια στην οποία η δουλοπρέπεια ή η απόλυτη αφοσίωση στον αρχηγό δεν ήταν αρκετές για να εξασφαλίσουν ότι θα γλιτώσει κανείς από τα μέχρι θανάτου βασανιστήρια στο φρούριο Φορ Ντιμάνς.

Στην πραγματικότητα κανείς δεν έχει δολοφονήσει περισσότερους φίλους και οπαδούς από τον Φρανσουά Ντυβαλιέ. Ούτε η ίδια του η οικογένεια δεν ξέφυγε από την οργή του. Αν χόρευε κάποιος πολύ σφικτά με κάποια από τις κόρες του ή αν ήταν απλώς κουνιάδος του ισόβιου προέδρου, θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει μια θέση στα μπουντρούμια της δικτατορίας. Αν μιλούσε κάποιος πολύ – ή ελάχιστα-, αρκούσε για να γίνει υποψήφιος για ξεκαθάρισμα. Ενας επιχειρηματίας που τόλμησε να φωνάξει σε έναν υπασπιστή του Ντυβαλιέ που οδηγούσε άσχημα «Νομίζεις ότι είναι δικός σου ο δρόμος;» κατηγορήθηκε για υπονόμευση, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε. Ο δρόμος ήταν βέβαιο ότι ανήκε στον Τοντόν Μακούτ. Ο Ντυβαλιέ δεν υπήρξε λογικός ούτε στην τέχνη των φόνων. Για να γίνει κανείς Τοντόν Μακούτ αρκούσε να αυτοανακηρυχθεί. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε πραγματικό χάος, δεδομένου ότι οι διαταγές του ενός ακύρωναν τις διαταγές του άλλου. Προορισμός τους ήταν να πολεμούν ενάντια στον ίδιο τον στρατό της χώρας- που ποτέ δεν συμπάθησε τον «Πάπα Ντοκ»-, ενώ η «στολή» τους ήταν μαύρα γυαλιά και όπλα μεγάλου βεληνεκούς, με κάννες που πάντα κάπνιζαν. Ενας από αυτούς, ο ιερέας του βουντού Ζακαρί Ντελβά, έκανε βόλτες σε μια μαύρη Ρολς Ρόις, από την οποία ακούγονταν οι συγχορδίες του εθνικού ύμνου, ενώ κανείς δεν τόλμησε να πει ότι, βάσει του Συντάγματος, μόνον ο Πρόεδρος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και δεν είχε καμία σημασία, γιατί ήταν απλώς θέμα χρόνου ή διάθεσης του «Πάπα Ντοκ» να βγάλει από τη μέση και τους ίδιους τους Τοντόν Μακούτ, με αφορμή κάποια απόπειρα εναντίον του, που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μόνος του. Κάποιοι από αυτούς υπέστησαν την ασυνήθιστη τιμή να τους βασανίσει προσωπικά ο Πρόεδρος, στα υπόγεια του προεδρικού μεγάρου.

Μάο και Ατατούρκ των τροπικών!

Υπάρχουν φήμες- διότι κανείς δεν επέζησε από την ξενάγηση στις κατακόμβες του προεδρικού μεγάρου- ότι οι τοίχοι στις αίθουσες βασανιστηρίων ήταν βαμμένοι καφέ για να μην ξεχωρίζει και πολύ το αίμα. Οι φήμες έλεγαν ακόμα ότι εκεί ο Πρόεδρος ανάσταινε τους νεκρούς. Για τον σκοπό αυτό είχε προσπαθήσει να αρπάξει, στη μέση της νεκρώσιμης τελετής, το πτώμα του παλαιού αντιπάλου του Κλεμάν Ζουμέλ, ενώ είχε ζητήσει να του παραδώσουν μέσα σε έναν κάδο γεμάτο πάγο το κεφάλι του συνωμότη Μπλισέ Φιλοζενές, το οποίο ρωτούσε επί μία ολόκληρη ώρα μέσα στις τουαλέτες του αεροδρομίου να του πει τα ονόματα των επόμενων προδοτών.

Του άρεσε να καθυστερεί σε όλα του τα ραντεβού. Του προξενούσε μεγάλη χαρά να αφήνει τον δομινικανό δικτάτορα Ραφαέλ Λεόνιδας Τρουχίλιο να περιμένει μέσα στον καυτό ήλιο των τροπικών. Του άρεσε να αφήνει τους αμερικανούς πρεσβευτές με το χέρι τεντωμένο σε χαιρετισμό και απέδιδε στις δικές του απόκρυφες δυνάμεις τον θάνατο του παλαιού του εχθρού Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Σύγκρινε τον εαυτό του με τον Μάο Τσε Τουνγκ, τον Ατατούρκ και τον Πατρίς Λουμούμπα. Πέτυχε ωστόσο περισσότερα από αυτούς, διότι, παρά τις αηδιαστικές σφαγές του, οι ΗΠΑ και διάφορες χώρες του σοβιετικού μπλοκ χρηματοδοτούσαν τις σπατάλες του και ουδέποτε τόλμησαν να διακόψουν τις σχέσεις τους με αυτό το τέρας με τη γλυκιά φωνή.

Εξωτερική πολιτική στην παράνοια
Ο τρόπος που άσκησε διεθνή πολιτική αποτελεί το καλύτερο δείγμα της παρανοϊκής άποψής του, της απιστίας, των φοβιών και των ιδιοτροπιών του. Ηταν ο καλύτερος φίλος του Τρουχίλιο, παρά το ότι τον περιφρονούσε βαθιά. Υποστήριξε τον Μπατίστα, αλλά ήταν από τους πρώτους που εξέφρασαν δημόσια τη χαρά τους για την κατάκτηση της εξουσίας από τον Κάστρο. Υποκρίθηκε ότι διέκοψε τις σχέσεις του με την επαναστατική Κούβα, αλλά εξακολούθησε να διατηρεί προξενείο στη χώρα, καθώς και κατασκόπους.

Οι σχέσεις με τις άλλες λατινοαμερικανικές χώρες διαταράσσονταν συχνά από τρομοκρατημένους που έτρεχαν πανικόβλητοι προς τα κάγκελα κάποιας πρεσβείας αναζητώντας καταφύγιο. Ούτε οι τουρίστες, ή οι αμερικανοί επιστήμονες, γλίτωσαν από τον ζήλο των Τοντόν Μακούτ. Ο συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν, ο οποίος υπήρξε θύμα αυτών των περιοδικών επιδρομών, περιγράφει στο βιβλίο του «Οι θεατρίνοι» εκείνες τις νύχτες, όταν ο Ντυβαλιέ διέταζε να κόψουν το ρεύμα, ώστε να μπορέσουν τα «κοράκια» του να πέσουν ατιμωρητί επί δικαίων και αδίκων, ζωντανών ή νεκρών, ανεξαρτήτως διαβατηρίου, κατάστασης, φύλου ή ηλικίας.

Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες απελάσεις πρεσβευτών ή τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων, αργά ή γρήγορα όλες οι χώρες παρουσίαζαν και πάλι τα διαπιστευτήριά τους στον αθάνατο γέρο. «Η δική μας δεν είναι μια γαλλική, γερμανική ή αμερικανική δημοκρατία, ούτε καν λατινοαμερικανική. Είναι δημοκρατία αφρικανική» εξηγούσε ο Ντυβαλιέ με τον ληθαργικό και λεπτό τόνο φωνής που χρησιμοποιούσε στις σπάνιες συνεντεύξεις που έδινε. Σε μια επίδειξη γενναιοφροσύνης προς την Αφρική, επέτρεψε να φύγουν οι μισοί αϊτινοί επιστήμονες για το Κονγκό και τη Γουινέα, αφήνοντας την ίδια του τη χώρα χωρίς επιστήμονες. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ακολουθήσει το φιλόδοξο σχέδιο να οικοδομήσει μια δική του Μπραζίλια, που θα έπαιρνε το όνομα Ντυβαλιεβίλ, ένα σχέδιο που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ενώ η πόλη μετατράπηκε σε τόπο διαμονής ζητιάνων. Υπήρξε όμως η δικαιολογία για να στηθεί ένα πολύπλοκο δίκτυο φόρων και εκβιασμών, οι οποίοι δεν βοήθησαν την πόλη πρότυπο να υψωθεί πάνω από το επίπεδο της γης, βοήθησαν όμως στον πλουτισμό των κατασκευαστών, των εργολάβων και των χρηματοδοτών της.

Ο θάνατος του προέδρου-Θεού
Επειτα από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες εναντίον του, ο Ντυβαλιέ δήλωσε: «Τώρα είμαι ένα πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση» και επέτρεψε να τον ονομάσουν ισόβιο Πρόεδρο. Είχε πλέον ξεχαστεί ακόμη και η επίφαση συνταγματικότητας, που ήταν οι εκλογές, στις οποίες είχε βάλει να τυπώσουν το όνομά του και μόνον αυτό, σε όλα τα ψηφοδέλτια. Ενώ οι απόπειρες για εισβολή διαδέχονταν η μία την άλλη- μια από αυτές χρηματοδοτούμενη από την προκαταβολή για την παραχώρηση των δικαιωμάτων στο τηλεοπτικό κανάλι CΒS- ο Ντυβαλιέ ενίσχυε τον αποκρυφισμό που υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της κυβέρνησής του. «Είμαι η γη των προγόνων» έλεγε αργόσυρτα, σαν υπνωτισμένος, αφήνοντας να φανεί ότι τον έχουν καταλάβει τα πνεύματα. Ή έβαζε να γράψουν στους τοίχους του υπουργείου Οικονομικών: «Οι άνθρωποι μιλούν και δεν ενεργούν, ο Θεός δεν μιλάει και ενεργεί, ο Φρανσουά Ντυβαλιέ είναι Θεός». Στην Αϊτή, αυτό το «μισό νησί»- το υπόλοιπο μισό το καταλαμβάνει ο Αγιος Δομίνικος- που παρέπαιε, ελάχιστοι αμφέβαλλαν ότι ο αρχηγός του κράτους ήταν αθάνατος. Ωστόσο, μια σειρά από καρδιακές προσβολές θύμισε στον γιατρό ότι ο θάνατος παρέμενε ένα ενδεχόμενο και γι΄ αυτόν.

Για να εξασφαλίσει τη διαδοχή του κατέφυγε στον γιο του, έναν παχύσαρκο και δειλό έφηβο 19 ετών, που τον έκαναν ό,τι ήθελαν η μητέρα και οι αδελφές του. Ο νεαρός, για να υπερασπιστεί μία από αυτές- την πανίσχυρη Μαρί Ντενίζ- από τις κρίσεις παράνοιας του γιατρού, έκλεισε τον πατέρα του επί τρεις ώρες σε ένα δωμάτιο, πετυχαίνοντας, προς έκπληξη όλων, να τον ηρεμήσει. Αφού όρισε διάδοχο τον γιο του και αφού είχε κατ΄ επανάληψη νικήσει τους εχθρούς του, ο Φρανσουά Ντυβαλιέ κατάφερε, ως εκ θαύματος, να πεθάνει στο κρεβάτι του στις 21 Απριλίου του 1971. Το σώμα του εκτέθηκε δημοσίως επί δύο ολόκληρες ημέρες, για να βεβαιωθεί ο λαός της Αϊτής ότι όντως είχε πεθάνει. Το πρωί όμως της κηδείας ένας δυνατός άνεμος σήκωσε ένα σύννεφο σκόνης. Μέσα σε αυτό, το πλήθος «διέκρινε τον ίδιο τον γιατρό να δραπετεύει από το σώμα του».

Ο διάδοχος στην πίστα

Ο Φρανσουά Ντυβαλιέ τον Νοέμβριο του 1967. Κυκλοφορούσε έχοντας «μαύρα γυαλιά» γύρω του, την προσωπική του φρουρά, τους Τοντόν Μακούτ (Μπαμπούλες) (GΕΤΤΥ ΙΜΑGΕS/ ΙDΕΑL ΙΜΑGΕ)

Αν ο Φρανσουά Ντυβαλιέ υπήρξε ή θέλησε να είναι διανοούμενος, ο μικρότερος γιος του και διάδοχός του, ο Ζαν-Κλοντ, ξεχώριζε ανέκαθεν για την αμορφωσιά του και την αδυναμία συγκέντρωσής του. Παρά την πατρική βοήθεια, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του σε κανέναν τομέα και ανέβηκε στην εξουσία γνωρίζοντας πολύ περισσότερα για τα αγωνιστικά αυτοκίνητα παρά για την οικονομία, την πολιτική, την ιστορία, τη λογοτεχνία ή τις χειρωνακτικές εργασίες. Για αυτό το να βρίσκεται στην εξουσία σήμαινε πάνω από όλα να μπορεί να κλείνει το αεροδρόμιο, ώστε να μπορεί να οδηγήσει τα διάφορα πολυτελή αυτοκίνητά του στη μοναδική ασφαλτοστρωμένη πίστα της Αϊτής. Μια άλλη απασχόλησή του ήταν να επισκέπτεται αιφνιδιαστικά μια συνοικία και να πετάει στον αέρα δέσμες δολαρίων, για να βλέπει τον λαό να πέφτει στο έδαφος κυνηγώντας κάποιο χαρτονόμισμα.

Σημαδεμένος από τις κρίσεις οργής του πατέρα του και μεγαλωμένος έχοντας πάντα «μαύρα γυαλιά» γύρω του, ο «Μπέιμπι Ντοκ» είχε μάθει να παριστάνει τον χειραγωγήσιμο. Ηξερε όμωςο πατέρας του τον είχε διδάξει- να κόβει στο τέλος το λαρύγγι ή να βγάζει τα έντερα όσων πίστευαν ότι μπορούσαν να τον ελέγξουν. Μόνον οι γυναίκες- οι αδελφές του και η μητέρα του- τον εξουσίαζαν. Τις υπάκουε τυφλά, αλλά συγχρόνως φρόντιζε να κατευθύνει κάποιες επιδρομές δολοφονίας εναντίον τους και εναντίον των φίλων τους. Ο τρόμος ήταν, στο κάτω κάτω, το μόνο αγαθό που μοιράζονταν ισότιμα όλοι οι κάτοικοι της χώρας.

Παρά την εμφανή ανικανότητά του και παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του του είχε μια έτοιμη κυβέρνηση και ένα ολόκληρο πρόγραμμα, ο «Μπέιμπι Ντοκ» είχε την ιδέα να σώσει την Αϊτή. Το μυαλό του ήταν γεμάτο με ευρωπαϊκές ιδέες, διέθετε την εκπαίδευση που είχε αποκτήσει από τις αμερικανικές ταινίες και θέλησε να κάνει τον μοντέρνο, θέτοντας διαμιάς τέλος σε όλη την αφρικανική ρητορεία του πατέρα του. Εγκαθίδρυσε ένα είδος διακυβέρνησης που το ονόμασε «εποχή της οικονομικής επανάστασης» και βασιζόταν στην προσπάθεια να αποκαταστήσει με κάθε μέσον τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και να επιτύχει να βάλει κάποια τάξη στο χρέος της Αϊτής.

Το βασίλειο του «Μπέιμπι Ντοκ»

Ο «Μπέιμπι Ντοκ» σε συνέντευξη Τύπου στο Πορτ-ο-Πρενς. Για να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, τη μιγάδα Μισέλ Μπένετ, χρειάστηκε να χωρίσει την πρώτη του σύζυγο, καθαρόαιμη μαύρη, στρέφοντας εναντίον του όλους τους ιερείς βουντού που είχαν υπηρετήσει υπό τον πατέρα του (CΟRΒΙS/ ΑΡΕΙRΟΝ)

Ο εκσυγχρονισμός είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω οπισθοχώρηση της χώρας. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι μοναδικές εξαγωγές της Αϊτής ήταν το αίμα για τα αμερικανικά νοσοκομεία και οι σκλάβοι για τις δομινικανές φυτείες. Επιπλέον, οι δικοί του Τοντόν Μακούτ, πιο νέοι και λιγότερο αποκρυφιστές από αυτούς του πατέρα του, αντιμάχονταν τους παλαιούς. Οι απόπειρες που έκανε για άνοιγμα του Τύπου πυροδότησαν την οργή των αντιπάλων, οι οποίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τους άμβωνες της καθολικής Εκκλησίας για να την εκφράσουν.

Απολύτως εξαρτημένος από τα αμερικανικά κεφάλαια, όσο κυβερνούσε ο Τζίμι Κάρτερ ο «Μπέιμπι Ντοκ» ήταν σχετικά ήπιος δικτάτορας, όταν όμως ανέβηκε στην εξουσία ο Ρόναλντ Ρίγκαν θεώρησε ότι είχε και πάλι την άδεια να σκοτώνει. Το βασίλειο του τρόμου ξαναζωντάνεψε, χωρίς όμως την αφρικανική λάμψη του «Πάπα Ντοκ» έγινε μπανάλ. Ο «Μπέιμπι Ντοκ», έρμαιο στα χέρια της μητέρας και των αδερφάδων του, δεν έπαψε ποτέ να είναι παιδί· και στα παιδιά επιτρέπονται τα πάντα, εκτός από τον γάμο. Ο «Μπέιμπι Ντοκ» διέπραξε αυτή την ασέβεια. Παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, τη Μισέλ Μπένετ, μιγάδα, κόρη εμπόρων, μέλος της τάξης και της φυλής που οι Ντυβαλιέ είχαν επί δεκαετίες μισήσει και διδάξει και τους άλλους να μισούν. Για να την παντρευτεί χρειάστηκε να χωρίσει την πρώτη του σύζυγο, καθαρόαιμη μαύρη, στρέφοντας εναντίον του όλους τους ιερείς βουντού που είχαν υπηρετήσει τον πατέρα του.

Οι γυναίκες του και η μεγάλη έξοδος
Η μητέρα και οι αδελφές του ισόβιου Προέδρου μίσησαν με την πρώτη ματιά τη Μισέλ, μια γυναίκα που ξόδευε περιουσίες σε παλτά βιζόν, τελείως άχρηστα σε μια χώρα στην οποία η θερμοκρασία ποτέ δεν κατεβαίνει κάτω από τους 30 βαθμούς. Εκανε επίσης συλλογή παπουτσιών και συλλογή εχθρών.

Χωρίς στιβαρή κυβέρνηση, στη σκιά της μητέρας και των αδελφών του, και με εμφανή την παρουσία των μιγάδων του παρελθόντος στις επιχειρήσεις, η εξέγερση ήταν κοντά πια. Το 1986, ύστερα από μήνες απεργιών, πυροβολισμών και αδιάκοπων βασανιστηρίων, η αντιπολίτευση κατάφερε να τρομάξει το γιγάντιο μωρό. Ο Ζαν-Κλοντ Ντυβαλιέ που σίγουρα δεν διέθετε τίποτε από την πάστα του ήρωα, εγκατέλειψε κρυφά το νησί ένα πρωινό του Φεβρουαρίου. Δεν είχε στις βαλίτσες του ούτε ρούχα ούτε προσωπικά αντικείμενα, αλλά 120 εκατομμύρια δολάρια της κεντρικής τράπεζας της Αϊτής.

Προσπάθησε να ζήσει έτσι όπως το ονειρευόταν πάντα: ταξιδεύοντας από παραλία σε παραλία στην Κυανή Ακτή, με μια βίλα στις Κάννες και μια Φεράρι. Ωστόσο οι γυναίκες, το μεγάλο πρόβλημα στη ζωή του Ντυβαλιέ του τα πήραν όλα για άλλη μία φορά. Η Μισέλ, έπειτα από ένα πολύκροτο διαζύγιο, άφησε τον πρώην- πλέονσύζυγό της χρεοκοπημένο.

60.000 φόνοι στην Αϊτή
Χαμένος στη Ριβιέρα, ο παχύσαρκος πρώην Πρόεδρος επέζησε με τα έσοδα που του απέφεραν οι σπάνιες συνεντεύξεις που παραχωρούσε. Στις αρχές του 2004 μια ομάδα Αϊτινών τού ζήτησε να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος. Κυνηγημένος από τους πιστωτές του και υποφέροντας από κρίσεις μελαγχολίας, ο «Μπέιμπι Ντοκ» δέχθηκε.

Προς έκπληξη των ξένων παρατηρητών, η επιστροφή του δεν έδειξε να τρομάζει όλους τους Αϊτινούς. Στις άθλιες συνοικίες του Πορτ-ο-Πρενς άκουγες να μιλούν με κάποια νοσταλγία για τον «Μπέιμπι Ντοκ». Οι 60.000 φόνοι όμως που είχαν διαπράξει αυτός και ο πατέρας του, και η πιθανότητα να δικαστεί γι΄ αυτούς στην Αϊτή, ή ακόμα και στη Γαλλία (ο «Μπέιμπι Ντοκ» δεν επέτυχε ποτέ να του δοθεί πολιτικό άσυλο), τον έπεισαν να εξαφανιστεί και πάλι. Οπως τόσες φορές αυτά τα χρόνια, άφησε απλήρωτο τον λογαριασμό του τηλεφώνου, και έγινε και πάλι ο ανώνυμος μετανάστης που κοιτάζει τις Φεράρι και τις Αλφα Ρομέο- που θα μπορούσαν να είναι δικές του- στον χώρο στάθμευσης ενός σουπερμάρκετ.