Μια ομαδική έκθεση αναλαμβάνει κάτι μάλλον δύσκολο: να χαράξει πορείες και να επισημάνει εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα σε έργα ελλήνων καλλιτεχνών από διαφορετικές γενιές. Ο ιδιοκτήτης της γκαλερί και επιμελητής της έκθεσης Παντελής Αραπίνης έχει συγκεντρώσει έργα αδιαμφισβήτητα υψηλής ποιότητας- αν και όχι όλα κορυφαία. Θα συναντήσει κανείς, για παράδειγμα, τη σειρά φωτογραφιών «Νew Υork Εaster Ρarade» της Νelly΄s, από το 1953· ένα έργο από το 1965 του Γιάννη Κουνέλλη και κάποιες από τις διάσημες πόλαροϊντ από το 1971 του Λουκά Σαμαρά· ασεμπλάζ και έργα σε φωτοευαίσθητο καμβά από τους σεβάσμιους- αν και μόνο στην Ελλάδα- πρωτοπόρους των δεκαετιών 1960 και 1970 Νίκο Κεσσανλή και Βλάση Κανιάρη· ακόμη και ένα σχέδιο από το 1966 και μια κατασκευή από το 1982 του Αλέξη Ακριθάκη, μιας θρυλικής φυσιογνωμίας, ασεβούς στην τέχνη και στη ζωή. Τέτοια έργα παρουσιάζονται πλάι σε αυτά ορισμένων καλλιτεχνών στην ακμή της σταδιοδρομίας τους, όπως ο γλύπτης Σάββας Χριστοδουλίδης, ο φωτογράφος Νίκος Μάρκου και ο ζωγράφος Χρήστος Χαρίσης, καθώς και σε έργα νεοτέρων, όπως ο Κωστής Βελώνης, γλύπτης που πρόσφατα συμμετείχε στις Μπιενάλε της Λυών και των Βρυξελλών, και η Γεωργία Σαγρή, περφόρμερ, το έργο της οποίας στην τελευταία Αrt Unlimited της Βασιλείας δημιούργησε ευμεγέθεις ουρές.

Η έκθεση είναι πολύ καλή, κυρίως αν κάποιος αναζητεί μια σύντομη επισκόπηση της τέχνης ελλήνων καλλιτεχνών από τη δεκαετία του 1950 και όχι τόσο μια ακριβή επιμελητική δήλωση. Ο στόχος εδώ είναι, ωστόσο, πολύ πιο φιλόδοξος: παραπέμποντας στην ιστορική πλέον έκθεση του 1996 «Νέο είναι καθετί ενδιαφέρον», από τη συλλογή Δάκη Ιωάννου, αυτή η ομαδική έκθεση εξετάζει, όπως υποδεικνύεται από τον τίτλο της «Τι είναι νέο και ενδιαφέρον;», πώς κατασκευάζονται οι τεχνοϊστορικές αφηγήσεις και ποια σχέση έχει η κατασκευή τους με την πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές μεταλλαγές των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα. Τον στόχο αυτόν τον πετυχαίνει ως έναν βαθμό, θέτοντας το ερώτημα, θα έλεγε κανείς, σε όσα αφτιά είναι πρόθυμα, αλλά όχι με αρκετή ισχύ ώστε να προσελκύσει τα μη υποψιασμένα. Απάντηση δεν υπάρχει, εν μέρει από πρόθεση αλλά και, αν μη τι άλλο, επειδή πρόκειται για ένα εξαιρετικά βαρύ καθήκον για μια γκαλερί- έστω και μία που βρίσκεται στην αιχμή του στοχασμού για τη σύγχρονη τέχνη την τελευταία εικοσαετία.

Η έκθεση, ωστόσο, θίγει τουλάχιστον δύο ζητήματα, τα οποία την καθιστούν ακόμη πιο σημαντική από ό,τι αρχικά μοιάζει. Πρώτον, υπάρχει αναμφίβολη ανάγκη να οικοδομηθούν αφηγήσεις- ιστορίες για το τι έγινε τις περασμένες δεκαετίες, ποιες μορφές και ποιες ιδέες προτάθηκαν και τι αποκαλύπτουν για τη συλλογική μας μοίρα. Υπάρχουν λίγα, ελάχιστα βιβλία που βοηθούν σε κάτι τέτοιο, σχεδόν κανένα διαθέσιμο στο διεθνές κοινό, κυρίως μονογραφίες και κατάλογοι εκθέσεων, όμως σχεδόν κανένας από όσους επιμελητές, κριτικούς ή ιστορικούς καυχώνται ότι «ήταν εκεί» τις ένδοξες εποχές δεν έχει καθήσει να τα γράψει, να δημιουργήσει μια στερεή βάση για τις επόμενες γενιές, να αντιπαρατεθεί έντονα με το εθνικό παράδειγμα (το οποίο με την «Ελιά» και το «Αρχαίο φως» εξακολουθεί να ρυθμίζει τη σχέση με την τέχνη για ένα ευρύτατο κοινό) και να δεχθεί με συγκρότηση τις επίσης συγκροτημένες αντιρρήσεις των συγχρόνων του αλλά και των νεοτέρων, «ζωηρών» ανθρώπων που ξεχύνονται σε μια νέα, ολοζώντανη σκηνή.

Δεύτερον, το γεγονός ότι μια γκαλερί αναλαμβάνει ένα τέτοιο καθήκον, με μια δήλωση ότι επιδιώκει την «ιστορική συνέχεια», όπως εμφανίζεται στο κείμενο του καταλόγου, απογυμνώνει μία ακόμη βαθύτερη παθολογία: καθώς άκουσα τις προάλλες στο ραδιόφωνο, δίχως δυστυχώς να μπορώ να θυμηθώ ποιος το είπε, οι αδύναμοι θεσμοί δημιουργούν ανάγκη για ισχυρές προσωπικότητες. Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης χρειάστηκε σχεδόν δέκα χρόνια για να βρει μια καλή προσωρινή στέγη, ενώ η μόνιμη ήταν έρμαιο της αντιμετώπισης πολιτικών, εργολάβων και κάποιων αρμοδίων οι οποίοι, φαίνεται, προτιμούν τις επιτροπές από την τέχνη. Και η παρατήρηση αυτή δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί καθόλου ως έλλειμμα θεσμικής κριτικής- αυτό είναι ολωσδιόλου άλλο θέμα. Πρόκειται απλώς για την προφανή συνειδητοποίηση ότι στον βαθμό που οι θεσμοί εκπροσωπούν τις «επίσημες», συλλογικές ταυτότητες, όλοι διαμορφώνουμε τις δικές μας ταυτότητες και αφήνουμε το στίγμα μας σε μια διαλεκτική σχέση με αυτούς- είτε «μαζί τους» είτε «εναντίον τους». Η απουσία θεσμών καθιστά τόσο τις προσδοκίες όσο και τις ενστάσεις μας, αν όχι δίχως νόημα, τότε σίγουρα αναπόδοτες.

ΑΔ,Παλλάδος 3,Ψυρρή,τηλ.210 3228.785,www.adgallery.gr. Ως τις 26 Ιανουαρίου.

zenakos@dolnet.gr

www.artfully-on-saturday.blogspot.com