Είναι σίγουρα παρήγορο η ελληνική ροκ σκηνή να κυκλοφορεί καλά άλμπουμ. Και είναι σίγουρα πολύ καλύτερο τα άλμπουμ που κυκλοφορεί να έχουν ανταπόκριση στην αλλοδαπή. Ξεφεύγουν δηλαδή από τον μίζερο χαρακτηρισμό «για ελληνικό καλό», τη στιγμή που πολλές είναι οι χώρες οι οποίες έχουν αναδείξει επιτυχημένα σχήματα απέναντι στους κολοσσούς της ποπ και ροκ μουσικής Βρετανία και ΗΠΑ. Οι Sigmatropic είναι το συγκρότημα- μόνο με τους Last Drive είχα αισθανθεί ανάλογα και με τους Μary and the Βoy πιο πρόσφατα- που αν έκρυβες τα βιογραφικά των μελών του κανένας δεν θα αντιλαμβανόταν ότι είναι
Ελληνες. Παίζουν άρτια ροκ μουσική με πολύ καλές παραγωγές, πειραματίζονται αρκούντως με την ηλεκτρονική μουσική, τα μπλουζ και τη φολκ μπαλάντα και διαθέτουν τον Ακη Μπογιατζή, ο οποίος έχει όραμα, γράφει εξαιρετικούς, πολλές φορές σκοτεινούς, στίχους στα αγγλικά και φυσικά είχαν την οξυδέρκεια να συνεργαστούν με μια ομάδα εξαιρετικών και γνωστών μουσικών της αλλοδαπής ώστε να κάνουν το μεγάλο βήμα. Πρόκειται φυσικά για το άλμπουμ «Δεκαέξι Χαϊκού και Αλλες Ιστορίες», μελοποίηση του έργου του Σεφέρη, το οποίο στην αγγλική εκδοχή του είχε ως καλεσμένους μεταξύ πολλών άλλων την Κάρλα
Τόργκερσον των Walkabouts, την Cat Ρower,
τον Μαρκ Εϊντζελ, τον Αλεχάντρο Εσκοβέντο, τον
Λι Ρινάλντο των Sonic Υouth, τη Λαετίσια Σαντιέ
των Stereolab, τον Τζέιμς Σκλαβούνος από τους Βad Seeds του Νικ Κέιβ αλλά και τον «πολύ» Ρόμπερτ Γουάιατ. Σήμερα επανέρχονται το ίδιο ενδιαφέροντες με το άλμπουμ «Dark Οutside» και πάλι με εξαιρετικές συμμετοχές, κυρίως όμως πιο προσανατολισμένοι από ποτέ για τον δρόμο τον οποίο θα ακολουθήσουν, αλλά και με διθυραμβικές κριτικές από τον διεθνή Τύπο. Συνάντησα τον Ακη Μπογιατζή εν μέσω της περιοδείας τους στην Ελλάδα και μιλήσαμε σχετικά.

– Μιλάμε πλέον για διεθνή στάνταρ;

«Τα “Δεκαέξι Χαϊκού” μάς έδωσαν μια ώθηση την οποία πιθανότατα δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μόνοι μας. Οι συνεργασίες ήταν καταλυτικές για τη σχέση μας με το εξωτερικό. Ας μη γελιόμαστε, όλοι αναζητούν κάτι γνωστό και οικείο για να ανοίξουν μια νέα πόρτα. Οταν λοιπόν έχεις χτυπήσει την πόρτα σε καλλιτέχνες όπως ο Ρόμπερτ Γουάιατ και αυτοί απαντούν θετικά είναι λογικό ένα κοινό να αναρωτηθεί πώς ηχεί αυτή η δουλειά».

– Ηξεραν οι καλλιτέχνες περί τίνος επρόκειτο;

«Κάποιοι ναι, κάποιοι όχι· όταν όμως διάβασαν τα ποιήματα οι περισσότεροι έκαναν την έρευνά τους και μάλιστα κάποιοι από αυτούς εμφανίστηκαν και αρκετά διαβασμένοι περί τον Σεφέρη». – Μετά τον Σεφέρη πόσο εύκολο ήταν να γράψεις δικούς σου στίχους,όπως συνέβη με το «Dark Οutside»;

«Πολύ δύσκολο. Με τάραξε τόσο όμως που τελικώς με βοήθησε, αφού χρειάστηκε να ψάξω πολύ βαθιά ώστε να αντλήσω υλικό για τη νέα δουλειά. Αλλωστε με διευκόλυνε ιδιαίτερα το γεγονός ότι τρία από τα τραγούδια έχουν στίχους του συνεργάτη της Κάρλα από τους Walkabouts Μάικλ Γουίλετ και ένα, το “Μaggie and Μilly and Μolly and Μay” είναι μελοποίηση του ποιήματος τουΕ.Ε. Cummings».

– Νιώθεις ότι δουλεύεις πλέον σε ένα διεθνές επίπεδο;

«Σε ό,τι κάνω πλέον έχω στο μυαλό μου και την ξένη αγορά και ιδιαίτερα το αμερικανικό κοινό και τον αμερικανικό Τύπο, που αντιμετώπισε το προηγούμενο άλμπουμ με ενθουσιασμό. Οσο για το “Dark Οutside” τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα».

– Αυτό πώς μεταφράζεται στη δουλειά σου;

«Το πρώτο είναι η γλώσσα, δεν ξέρω αν θα επιμείνω στα αγγλικά, πιθανότατα στο μέλλον να εμπλακεί και μια άλλη γλώσσα στους στίχους μας, όμως η ελληνική γλώσσα με αυτή τη μουσική δεν ταιριάζει. Εμένα τουλάχιστον μου δημιουργεί ένα πρόβλημα, δυσκολεύομαι να την εντάξω στον ελληνικό στίχο».

– Δεν λειτουργεί δηλαδή και στα υπόλοιπα συγκροτήματα ο ελληνικός στίχος;

«Αν τον δεις ως ποίηση όχι και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απαράδεκτος. Ποίηση μπορείς να δεις στα ρεμπέτικα, στον Χατζιδάκι, όχι όμως στο ελληνικό ροκ». – Πότε είσαι ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα;

«Το πρώτο είναι το τραγούδι, όπου αυτολογοκρίνομαι πολύ και φέρνω τον εαυτό μου στη θέση του ιδανικού ακροατή και προσπαθώ να καταλάβω αν θα του αρέσει και σίγουρα να αρέσει σε εμένα και να ηχεί σωστά μέσα μου όταν παίζω τα τραγούδια του εκάστοτε άλμπουμ στις συναυλίες. Το δεύτερο είναι οι στίχοι οι οποίοι πρέπει να έχουν κάτι να πουν και το τρίτο οι φωνές για τις οποίες δεν με ενδιαφέρει απαραίτητα να είναι άρτιες τεχνικά όσο το να πιστεύουν τα όσα ερμηνεύουν».

– Το ζήτημα της παραγωγής πόσο σημαντικό είναι; «Στο “Dark Οutside” είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με τον Ιαν Κέιπλ, γνωστό από τις παραγωγές του για τους Shriekback, Τricky και Τindersticks, ο οποίος ακούμπησε τα νύχια του απαλά στα τραγούδια κυρίως στο επίπεδο της μίξης και αυτό που προέταξε ήταν να μας προσδώσει έναν πιο ροκ, πιο “βρώμικο” ήχο. Δεν ξέρω γιατί δεν συμβαίνει στην Ελλάδα κάτι τέτοιο».

– Το γεγονός ότι τραγουδούν άλλοι τραγούδια σας αποτελεί αδυναμία ή γενναιοδωρία;

«Θα έλεγα αδυναμία, γιατί όταν ακούω ότι κάποιος άλλος ερμηνεύει καλύτερα ένα τραγούδι μου δεν μπορώ να επιμείνω. Από την άλλη είναι σίγουρα κολακευτικό να τραγουδά κάποιος που εκτιμάς τα δικά σου τραγούδια».

– Υπάρχει ελληνικό ροκ, εσείς νιώθετε να ανήκετε σε αυτό;

«Δεν ξέρω τι είναι το ελληνικό ροκ. Εγώ απλώς ξέρω περί ροκ που παίζεται από Ελληνες και εκεί αναγνωρίζω κάποιες κατηγορίες πιο ποπ, πιο πειραματικές, όπως οι Μary and the Βoy, άλλοι που κάνουν μοντέρνο ροκ με ηλεκτρονικές αναφορές, βάζω και τους εαυτούς μας μέσα, και φυσικά υπάρχει και ο διαχωρισμός που αφορά τη γλώσσα. Είναι περίεργη και επικίνδυνη ταμπέλα το ελληνικό ροκ».

– Οι επιρροές σου ποιες ήταν όταν ξεκίνησες;

«Αρχικά ήρωές μου ήταν ο Ντέιβιντ Μπάουι, ο Λου Ριντ και καθυστερημένα άκουσα τους Velvet Underground. Στη συνέχεια βρέθηκα κατά τύχη στο Μarquee Club του Λονδίνου, άκουσα ένα άσημο πανκ συγκρότημα και τα πάντα άλλαξαν για εμένα. Πούλησα τους δίσκους μου, πολλούς από αυτούς τους ξαναγόρασα, και μου έγινε εμμονή η δημιουργία ενός συγκροτήματος».

– Συναυλίες στο εξωτερικό θα γίνουν;

«Δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί πρέπει να υπάρξει μια μεγαλύτερη ζήτηση για περισσότερες από μία συναυλίες, αφού η μία είναι οικονομικά ασύμφορη. Οταν όμως συμβεί θα είναι πολύ υπολογισμένη κίνηση, όσο πιο σοβαρή γίνεται».

– Ζεις από τη μουσική; «Οχι, είμαι καθηγητής Χημείας στα ΤΕΙ Αθήνας. Μου δόθηκε η ευκαιρία στο παρελθόν αλλά δεν το επέλεξα. Είναι δύσκολο για ένα αγγλόφωνο ροκ συγκρότημα να ζήσει από τη μουσική του. Τα ελληνικά, όσο κι αν περισσότεροι άνθρωποι πλέον γνωρίζουν καλά αγγλικά, συνεχίζουν να μιλούν πιο άμεσα σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Επίσης για να ζεις από τη μουσική πρέπει να έχεις μια δισκογραφική συνέπεια χωρίς κενά, γιατί αλλιώς ξεκινάς και πάλι από την αρχή».