«Μου αρέσουν οι ομάδες που αντέχουν»



Από το 1979, οπότε και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Δραματική Σχολή, η Κάτια Γέρου παραμένει ως και σήμερα στο Θέατρο Τέχνης. Πιστή και αφοσιωμένη συνειδητά. Διανύοντας εποχές θριάμβου και περιόδους έντονης κρίσης. Δουλεύοντας πλάι στον Κάρολο Κουν και στον Γιώργο Λαζάνη, έχοντας απαρνηθεί για πολλά χρόνια κινηματογράφο και τηλεόραση, με μοναδική διαδρομή αυτή μεταξύ της Φρυνίχου και του Υπογείου. Δεν έφυγε, δεν μετάνιωσε, δεν κουράστηκε. H συνάντησή μας είχε ορισθεί στο Υπόγειο αμέσως μετά την πρόβα για την παράσταση «H Πολωνέζα του Ογκίνσκι» του Νικολάι Κολιάντα που κάνει πρεμιέρα στις 10 Φεβρουαρίου. Μεταφερθήκαμε στο μικρό γραφειάκι του Καρόλου Κουν. Αναψε το πρώτο από τα πολλά τσιγάρα που θα ακολουθούσαν και άρχισε να αφηγείται το θεατρικό ταξίδι της ως σήμερα.


– Δηλώνετε σταθερή σε όλες τις φάσεις του Θεάτρου Τέχνης, ακόμη και στις πολύ δύσκολες. Τι είναι αυτό που σας κρατά εδώ τόσες δεκαετίες;


«Κι εγώ έχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Καταρχήν ήταν μια παρόρμηση που με οδηγούσε μόνη της. Ηθελα να είμαι στο Θέατρο Τέχνης. Μετά επεξεργάστηκα την ιδέα για ποιο λόγο παραμένω και προσπάθησα κι εγώ να το εξηγήσω. Εμένα αυτός ο χώρος ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια μου εμπνέει ένα δέος, μια τεράστια εκτίμηση. Είναι η καθημερινότητά του, η κάθε φορά καθημερινότητά του και όχι μόνο το ένδοξο παρελθόν. Αυτή η δουλειά είναι τόσο διαφορετική απ’ ό,τι νομίζει κανείς, η έμπνευση, το τάλαντο ή δεν ξέρω πώς το λέει ο καθένας. Είναι τόσο χειρωνακτική και αυτό την αγιάζει με κάποιον τρόπο. Δίνει στους ανθρώπους που δουλεύουν σε έναν τέτοιο χώρο μια συγκέντρωση που είναι δύσκολο να τη βρει κανείς με άλλους τρόπους. Επιπλέον μου αρέσουν οι ομάδες που αντέχουν».


– Ωστόσο, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή που να σας γεννήθηκε η επιθυμία να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας κάπου αλλού; Ούτε καν με την αποχώρηση ιστορικών στελεχών;


«Ειδικά εκείνη την εποχή όχι, γιατί ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Κατά καιρούς ναι. Επιθύμησα να δουλέψω με άλλους ανθρώπους. Αλλά ξέρετε τι γίνεται… H ιδιομορφία στο Θέατρο Τέχνης είναι ότι συναντάς, δουλεύεις με άλλους ανθρώπους, δεν είναι ένας περιορισμένος πυρήνας τριών ανθρώπων. Εχουν περάσει και σκηνοθέτες και ηθοποιοί. Δεν επιθύμησα να φύγω. H κάθε επιλογή έχει τα κόστη της».


– Στην παρούσα φάση το Θέατρο Τέχνης κάνει μια έντονη προσπάθεια ανάκαμψης, η οποία ωστόσο γεννά κάποια ερωτηματικά. Δεδομένου ότι αυτό που χαρακτηρίζει το εν λόγω θέατρο είναι ένα ιδεολογικό στίγμα, σας ρωτώ αν αυτό είναι σαφές σήμερα. Ποιο είναι το στίγμα του Θεάτρου Τέχνης εν έτει 2006;


«Για πολλά χρόνια το ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης ήταν ρεπερτόριο που δεν είχε σίγουρη την προσέλευση του κοινού. Δεν σκεφτόμαστε ποτέ αν θα δουλέψει. Ο,τι εθεωρείτο άξιο να ανέβει ανέβαινε και ανέβαινε καλό θέατρο. Είχε ιδεολογία, επομένως και αισθητική και το περιεχόμενο έδινε και μια φόρμα. H διαφορετικότητα του ρεπερτορίου έδινε και μια διαφορετικότητα στην αισθητική του. Επίσης στο Θέατρο Τέχνης είχαν και έχουν βήμα πολλοί νέοι καλλιτέχνες όλων των ειδικοτήτων. Οταν πρέπει να γίνει κάτι πιο εντυπωσιακό για να επιχειρηθεί ανάκαμψη πρέπει να γίνει γιατί δεν μπορεί κανείς να τα προσπελάσει αυτά, ειδικά σήμερα και ειδικά εν όψει ενός χρέους που υπάρχει και προσπαθούμε να μην υπάρχει. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεται κανείς αυτό. Και νομίζω ότι ο Διαγόρας Χρονόπουλος κάνει πραγματικά καλή δουλειά».


– Θα ήθελα ωστόσο να μου ξεκαθαρίσετε πού διαφοροποιείται σήμερα το Θέατρο Τέχνης στο σύνολο του θεατρικού κόσμου εκτός από το φυτώριό του;


«Υπάρχει ένα υπόβαθρο και μια παράδοση 60 χρόνων στο ευρωπαϊκό θέατρο και την αφοσίωση στην τέχνη σου. Αυτό που θα ήθελα και θα ευχόμουν να συμβαίνει στο Θέατρο Τέχνης είναι όχι το πώς θα είναι διαφορετικό αλλά να αποτελεί μία ακόμη φωνή επί της ουσίας».


– Εχοντας μεγαλώσει καλλιτεχνικά σε έναν χώρο που απαγόρευε τις «παράπλευρες» καλλιτεχνικές δραστηριότητες, νιώσατε ότι καταπιεστήκατε ή ότι χάσατε έδαφος;


«Στην πρώτη φάση της απαγόρευσης, επειδή λάτρευα το σινεμά περισσότερο και από το θέατρο ως θεατής, στεναχωριόμουν που αν υπήρχε κάποια περίπτωση να κάνω κάτι δεν θα το έκανα, όπως και έγινε. Από εκεί και πέρα ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του. H ελευθερία βέβαια ευτυχώς που ήλθε γιατί και οικονομικά δεν μπορεί να ζήσει κανείς μόνο από το θέατρο».


– Ελευθερία που φέτος σας φέρνει για πρώτη φορά στην καριέρα σας στην τηλεόραση!


«Πρώτη φορά έκανα τηλεόραση, ήταν σαν ταμπού. Ελεγα δεν θα κάνω ποτέ. H ζωή τα έφερε έτσι και έπρεπε να δουλέψω. Είχα αντικειμενική δυσκολία αλλά όταν προέκυψε η πρόταση από ανθρώπους που αγαπούσα και εκτιμούσα, από εκεί και πέρα ήταν μια πολύ καλή εμπειρία».


– Μιλήστε μου λίγο για την παράσταση του έργου του Κολιάντα…


«Εχει μια βαλκάνια τρέλα που δεν φαίνεται στην πρώτη ανάγνωση. Ετερόκλητοι άνθρωποι συναντώνται σε ένα μοσχοβίτικο διαμέρισμα. H απόλυτη ανέχεια γεννά σκληρότητα, έλλειψη κατανόησης στη διαφορετικότητα. Είναι μετατσεχοφικό έργο. Οι ήρωες δεν έχουν δυνατότητα να μιλήσουν για ένα μέλλον που θα έλθει. Δεν έχουν δικαίωμα στο όνειρο και όσοι τολμούν τιμωρούνται και τσακίζονται ανεπανόρθωτα».


H παράσταση «H Πολωνέζα του Ογκίνσκι» του Νικολάι Κολιάντα ανεβαίνει στις 10 Φεβρουαρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Κάτια Γέρου, Γιώργος Γλάστρας, Δημήτρης Καραβιώτης, Ολγα Δαμάνη κ.ά.