Στα ίχνη των αρχαίων Μακεδόνων





Στην αρχή τα σπίτια τους ήταν κατασκευασμένα από πηλό και καλάμια, ύστερα άρχισαν να χρησιμοποιούν την πέτρα της περιοχής για τα πρώτα λίθινα κτίσματα, και αυτά αργότερα έδωσαν τη θέση τους σε μεγάλα οικοδομήματα και οικιστικά σύνολα. Στους πρόποδες του Βερμίου, σε μια ημιορεινή περιοχή με πανοραμική θέα προς τα Πιέρια όρη, οι άνθρωποι βρήκαν ήδη από τη Νεολιθική εποχή έναν τόπο ιδανικό για κατοίκηση. Τέτοιο ώστε να μη μετακινηθούν από αυτόν για αιώνες, καθώς το φυσικό περιβάλλον με την πλούσια βλάστηση και την αφθονία των υδάτων προσέφερε ανέκαθεν όλες τις δυνατότητες για την εξασφάλιση της επιβίωσης μεγάλων ομάδων πληθυσμού. Στη Λευκόπετρα της Ημαθίας η ζωή δεν σταμάτησε ποτέ από την 4η χιλιετία π.Χ. ως τα ρωμαϊκά χρόνια. Για να συνεχισθεί όμως και στη βυζαντινή εποχή, με μια μικρή μόνο μετατόπιση της κατοίκησης. «Ενας δυναμικός οικισμός με αυτάρκη αγροτική οικονομία και πλούσια εργαστηριακή παραγωγή», όπως τον χαρακτηρίζει η αρχαιολόγος κυρία Λιάνα Στεφανή, η οποία διεξήγαγε τις ανασκαφές της ΙΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ήταν αυτός που ήρθε στο φως στη Λευκόπετρα. Πρόκειται για ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών για τις ανάγκες κατασκευής της Εγνατίας οδού και τα αποτελέσματά τους, ο εντοπισμός δηλαδή άγνωστων ως σήμερα αρχαιολογικών θέσεων, αλλάζουν τα δεδομένα της περιοχής, φέρνοντας τους αρχαιολόγους μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα.


Δύο υψώματα με ένα πλάτωμα και μία ρεματιά ανάμεσά τους συνθέτουν το φυσικό ανάγλυφο όπου αποκαλύφθηκε ο οικισμός της Καλλίπετρας, στην περιοχή Λευκόπετρα. Στα 12 στρέμματα όπου διενεργήθηκε η έρευνα (από τα περίπου 30 που καταλαμβάνει ο οικισμός), η κατοίκηση εμφανίζεται συνεχής, με τα οικοδομικά κατάλοιπα των διαφόρων εποχών να πατούν κυριολεκτικά το ένα επάνω στο άλλο και με την εξέλιξη, από την άνθηση ως την καταστροφή, να καταγράφεται με σαφήνεια μέσα από τα ευρήματα. Ειδώλια και λατρευτικά αντικείμενα, αγγεία, κοσμήματα, νομίσματα, επιγραφές, εργαλεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης ανάμεσα σε κτίρια και δρόμους, εργαστήρια και λουτρά αναδεικνύουν μια ανθούσα κοινωνία σε έναν τόπο ο οποίος ως την ώρα της ανασκαφής δεν υπήρχε καν στον αρχαιολογικό χάρτη.


«Μια έρημη αρχαιολογικά περιοχή ήταν για όλους η Λευκόπετρα. Γιατί εκτός από το διάσημο για τη Μακεδονία ρωμαϊκό ιερό της Μητρός των Θεών Αυτόχθονος, που αποκαλύφθηκε το 1965 σε απόσταση 700 μέτρων από τον οικισμό, το οποίο όμως εθεωρείτο μεμονωμένο, η περιοχή ήταν τελείως άγνωστη» λέει η κυρία Στεφανή.


Στα τέλη της Νεολιθικής εποχής ανήκουν τα παλαιότερα ευρήματα των ανασκαφών, που συνεχίζονται κατά τη Μέση και την Υστερη Εποχή του Χαλκού με οικοδομικά κατάλοιπα οικιών από πηλό και καλάμια και κατασκευές για την παρασκευή της τροφής. Στο τέλος αυτής της περιόδου στη θέση των πολλών μικρών εγκαταστάσεων εμφανίζεται ένας εκτεταμένος οικισμός, πιθανώς από τη συνένωσή τους, και τα ευρήματα πλέον είναι πολλά: λίθινα εργαλεία, υφαντικά βάρη και αγγεία.


Ενας δρόμος κατασκευασμένος από βότσαλα και όστρακα είναι η καλύτερα σωζόμενη κατασκευή της Εποχής του Σιδήρου ενώ από την άφθονη κεραμική αυτής της εποχής ξεχωρίζουν δύο αγγεία, το ένα με εγχάρακτη διακόσμηση και το άλλο ασκοειδές, τα οποία χρονολογούνται γύρω στον 10ο αι. π.Χ. Κατά τον 8ο και τον 7ο αι. π.Χ. η κατοίκηση συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στα ευρήματα τώρα συγκαταλέγονται μεταλλικά αντικείμενα, όπως πόρπες, χάντρες, περίαπτα και σιδερένια εργαλεία, καθώς και αγγεία με γεωμετρική διακόσμηση.


Διάρκεια στον χρόνο


Ο οικισμός των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων όμως είναι σίγουρα ο πλέον ενδιαφέρων, όπως προκύπτει από τα επτά τουλάχιστον κτίρια, εντυπωσιακών διαστάσεων, που εντοπίστηκαν. Πρόκειται για οικίες, οι οποίες κατοικήθηκαν για πολλά χρόνια, από τα τέλη του 6ου ως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και προστατεύονταν από αντιπλημμυρικά έργα. Πολλά υφαντικά βάρη, σιδερένια όπλα, εργαλεία και χάλκινα κυρίως κοσμήματα συλλέχθηκαν κατά την έρευνά τους, ενώ τα πολυτιμότερα ευρήματα ήταν ένα αργυρό ψέλλιο και ένα χρυσό φυλλόσχημο ενώτιο. Αφθονη ήταν εξάλλου η κεραμική, η ντόπια (εντοπίστηκαν επίσης τρεις κεραμικοί κλίβανοι αλλά και ένα χωνευτήρι χαλκού) και η εισηγμένη, που τεκμηριώνει τις επαφές με τη Νότια Ελλάδα. Τέλος τα νομίσματα από την εποχή του Αμύντα Γ, του Περδίκκα Γ και του Φιλίππου Β είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας. «Ο οικισμός αυτός ήταν θεμελιωμένος σε σταθερές οικονομικές και κοινωνικές βάσεις, ώστε όχι μόνο να αποκτάει ογκώδη οικοδομήματα και έργα δημόσιου χαρακτήρα αλλά και να αναπτύσσεται με μια εντυπωσιακή διάρκεια στον χρόνο» λέει η κυρία Στεφανή.


Ενας σεισμός πιθανόν κατέστρεψε αυτά τα κτίρια στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μερικά χρόνια όμως αργότερα ένας νέος δυναμικός οικισμός οικοδομείται, ώσπου να καταστραφεί και αυτός με τη σειρά του στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Από την ελληνιστική αυτή περίοδο προέρχονται τα περισσότερα ευρήματα, παρ’ ότι η ανασκαφή δεν έφθασε καν στον πυρήνα του οικισμού, ο οποίος θα πρέπει να βρισκόταν στον λόφο, όπου εξάλλου κάποια ίχνη αφήνουν την υποψία ύπαρξης οχυρού.


Πολύτιμο σφράγισμα


Στους χώρους που ανασκάφηκαν οι μαρτυρίες για τη ζωή των ανθρώπων είναι πλούσιες: εστίες, φούρνοι, πλατφόρμες και θρανία, ένας πήλινος λουτήρας και λίθινες κατασκευές που λειτουργούσαν ως μύλοι, αργαλειοί με τις αγνύθες τους και περισσότερα από 200 ολόκληρα αγγεία, αριθμός που θα υπερδιπλασιαστεί μετά τη συγκόλληση και των υπολοίπων. Ακόμη, ξεπερνούν τα 100 τα νομίσματα, εκ των οποίων τα 16 ανήκουν σε θησαυρό, πολυάριθμα είναι τα σιδερένια εργαλεία, τα χάλκινα και οστέινα αντικείμενα, καθώς και τα κοσμήματα και τέλος μεγάλος είναι ο αριθμός των ειδωλίων, που ταυτίζονται με την Αφροδίτη και την Κυβέλη. Μερικά μάλιστα βρέθηκαν μαζί με άλλα τελετουργικά αντικείμενα, βωμίσκους και θυμιατήρια σε πήλινα θρανία κοντά σε τοίχους. Εξαιρετικό εύρημα από τον ίδιο χώρο είναι και ένα σφράγισμα με την επιγραφή «Πολιταρχών Βεροίας», η οποία υποδηλώνει πιθανόν την εξάρτηση του οικισμού από την πόλη της Βέροιας.


Πυρκαϊά, που άρχισε από το εσωτερικό του, κατέστρεψε το ελληνιστικό συγκρότημα, η ζωή όμως στην περιοχή δεν σταμάτησε, αλλά κατοικήθηκε και πάλι στα ρωμαϊκά χρόνια ως και τον 4ο αι. μ.Χ. Ενα ρωμαϊκό συγκρότημα λουτρών και εργαστηρίων μάλιστα, που ανασκάφηκε στη δυτική πλευρά του ρέματος, θεωρείται ότι συνδέεται με την εξυπηρέτηση του ιερού της Μητρός των Θεών Αυτόχθονος. Εδώ ο συστηματικός καθαρισμός του χώρου είχε αναπάντεχα αποτελέσματα, αφού αποκάλυψε ότι ο ναός είχε και έναν μεγάλο οπισθόδομο, διαστάσεων 8,22 Χ 5,90 μέτρων, ενώ πλήθος άλλων ευρημάτων, μεταξύ των οποίων επιγραφές, βρέθηκαν κατά τον καθαρισμό.


Ποιος όμως μπορεί να ήταν αυτός ο οικισμός; «Εχουμε από τις αρχαίες πηγές κάποια ονόματα κωμών της Ημαθίας αλλά κάθε απόπειρα ταύτισης είναι δύσκολη» λέει η κυρία Στεφανή. Προς το παρόν τουλάχιστον.


Θησαυροί νομισμάτων


Παντελώς άγνωστη αρχαιολογικά ήταν και η περιοχή της Μικρής Σάντας του Νομού Ημαθίας, όπου όμως ο επιστημονικός έλεγχος – με αφορμή πάντοτε την κατασκευή της Εγνατίας οδού – πρόσθεσε στον χάρτη τρεις νέους αρχαιολογικούς χώρους. Στον πρώτο εξ αυτών, στη θέση Γαλανόβρυση, και συγκεκριμένα στα τρία καλά σωζόμενα οικοδομήματα που ανασκάφηκαν, τρεις μικροί θησαυροί νομισμάτων ήρθαν στο φως. Ο αποθησαυρισμός των νομισμάτων, τα οποία είναι της εποχής του Φιλίππου Β και του Αλέξανδρου Γ (όλα χάλκινα πλην ενός αργυρού του Φιλίππου Β), χρονολογείται από το τρίτο και το δεύτερο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και φανερώνουν και τον πλούτο των κατόχων τους, αφού δείχνουν ότι οι οικονομικές δραστηριότητές τους ήταν αρκετά προσοδοφόρες ώστε να τους δίνουν τη δυνατότητα συγκέντρωσης οικονομικού περισσεύματος. Βεβαίως όμως οι θησαυροί υποδηλώνουν και την ανασφάλεια των κατοίκων, όχι αδικαιολόγητη, αφού δεν επέστρεψαν ποτέ για να βρουν τους θαμμένους θησαυρούς τους. Οπως επιβεβαιώνει πάντως η κυρία Στεφανή «Η σπουδαιότητα των αρχαιοτήτων που ήρθαν στο φως στη Γαλανόβρυση έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτουν πτυχές της καθημερινής ζωής σφριγηλών κοινοτήτων της περιφέρειας όπως δεν μας ήταν ως σήμερα γνωστές, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη περιοχή της Μακεδονίας».


Η δεύτερη αρχαιολογική θέση είναι μια κτηνοτροφική εγκατάσταση στην περιοχή με την ονομασία Αράπης (τέλη του 4ου αι. π.Χ. – μέσα του 3ου αι. π.Χ.). Η τρίτη όμως αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντική, καθώς σε μια έκταση 20 στρεμμάτων στη θέση Κρυονέρι η έρευνα, η οποία συνεχίζεται, έχει φέρει στο φως αρχαιότητες από τους προϊστορικούς χρόνους ως την όψιμη αρχαιότητα με νεκροταφείο της υστερορωμαΐκής εποχής (3ος – 4ος αι. μ.Χ.). Οικισμός οχυρωμένος και εδώ με αντιπλημμυρικά έργα, με πολλά εργαστήρια διαφόρων εποχών, και ανάμεσα στα πλούσια κινητά ευρήματα, χάλκινα και αργυρά νομίσματα διαφόρων εποχών, πήλινα ειδώλια, αγγεία και πολλά μεταλλικά αντικείμενα. «Το συμπέρασμα είναι» λέει η κυρία Στεφανή «ότι οι Μακεδόνες της περιφέρειας δεν αρκέστηκαν στην απλή οικονομία της επιβίωσης αλλά προχώρησαν στη μεταποίηση των πρώτων υλών της κτηνοτροφίας και στην αποθήκευση». Μια δυναμική Μακεδονία της περιφέρειας, άγνωστη ως σήμερα, έχει φανερωθεί μέσα από αυτές τις ανασκαφές και είναι βέβαιο πλέον ότι το μέλλον επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις. Επί του παρόντος όμως η συνέχιση του έργου και η ανάδειξη των αρχαιοτήτων, όπου αυτό είναι δυνατό, είναι η προτεραιότητα.