Δρασκελίζει τις βουνοπλαγιές και χάνεται στα σκοτάδια του δάσους. Οι αναστεναγμοί των δέντρων αιφνιδιάζουν τα όνειρά του και ταράζουν τον ύπνο του. Πάνω στη ράχη των ελαφιών χορεύει με τα ξωτικά. Σαν φτερό επιπλέει στην παλίρροια της Ιστορίας. Με παραμύθια και ψέματα χτίζει τις πυραμίδες του. Οι επιθυμίες του σκαρφαλώνουν στον ουρανό και ξεσηκώνουν τα σύννεφα.


Στο μέτωπό του συναντώνται όλες οι άκρες του κόσμου. Κάθε κύτταρο του σώματός του αναβλύζει από αλλόκοτες σκέψεις, φανταστικές αναμνήσεις, ανεξήγητες προσδοκίες.


Οι απογοητεύσεις, οι ήττες βαραίνουν τα βλέφαρά του, το πάθος του όμως αρνείται να σκουριάσει. Η μάχη του με τη φθορά του χρόνου αδιάκοπη.


Στο πρίσμα του μυαλού του διαθλάται το αίνιγμα της ύπαρξης. Πόσα δεν έκανε, πόσα δεν είπε, πόσα δεν σκέφτηκε: ο πόνος του ανολοκλήρωτου καταδιώκει την ψυχή του. Να γίνει ήρωας θέλησε, να γίνει αυτοκράτορας. Να εκπληρώσει και να ενσαρκώσει όλα αυτά για τα οποία είναι ικανός ο άνθρωπος. Το ότι δεν τα κατάφερε τον γεμίζει θλίψη: ένα νανούρισμα η παρηγοριά του.


Ο Πέερ έχει τη δυνατότητα να γίνει το παν ή να μη γίνει τίποτε. Να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας ή να χαθεί για πάντα μέσα σε αυτόν. Το γελοίο και το θείο, το σημαντικό και το ασήμαντο ενυπάρχουν οριακά σε κάθε του πράξη, σε κάθε του απόφαση, σε κάθε του απόπειρα να ανακαλύψει και να ορίσει αυτό που αποκαλεί «ο γκυντιανός εαυτός μου».


Το αγωνιώδες ταξίδι του είναι το ταξίδι κάθε ανθρώπου προς την ολοκλήρωση της φύσης του: ένα ταξίδι γεμάτο λάθη, πισωγυρίσματα και ανεκπλήρωτες επιθυμίες αλλά και ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτεια, γνώση, συγκίνηση και πάθος. Η συγκλονιστική ένταση με την οποία αναδύεται αυτή η τόσο ανθρώπινη διάσταση του ήρωα προσδίδει στη μορφή του μια αύρα σχεδόν ιερή: ιερή όσο και το μυστήριο της ύπαρξης.


Πώς είναι δυνατόν να κοιτάζει κανείς τον Πέερ Γκυντ και να βλέπει μία ακόμη γραφική φιγούρα, βγαλμένη από εκείνον τον σωρό των εκατοντάδων που συνωστίζονται στις απανταχού φαρσοκωμωδίες;


Στο πρώτο μέρος σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής δεν αφήνουν καμία αμφιβολία σχετικά με το «πρόβλημα» του ήρωα: ο κακόμοιρος ο Πέερ, μαθαίνουμε, είναι διανοητικά καθυστερημένος. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος κάνει ό,τι μπορεί για να μας πείσει ότι ο Πέερ είναι ένας υπερκινητικός φαντασιόπληκτος, ο ζαβός του χωριού, που προκαλεί με τη συμπεριφορά του την κοροϊδία και την περιφρόνηση των συχωριανών του. Η σύγχυση του ιψενικού ήρωα δεν είναι σε καμία περίπτωση προϊόν αναποφασιστικότητας: είναι η δημιουργική σύγχυση ενός ανθρώπου που τα θέλει όλα – ή και τίποτε – και όχι ενός ανθρώπου που δεν ξέρει τι θέλει και τι του γίνεται.


Στο δεύτερο μέρος τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή, αν και εξίσου διαστρεβλωτική. Εδώ ο «ηλικιωμένος» Πέερ διαγράφεται ως θλιβερή καρικατούρα, ένας μισάνθρωπος, ένας παλιοτσιγκούνης. Οι αποκαλυπτικές συνομιλίες του Πέερ με την ψυχή του αποδίδονται ως ανούσιο παραλήρημα ενός κακόμοιρου γεροξεκούτη. Η κρίσιμη συνάντηση του τέλους με τον χύτη κουμπιών, ο οποίος έρχεται να του αναγγείλει ότι δεν έκανε και τίποτε σπουδαίο στη ζωή του, βρίσκει τον ηθοποιό να αντιδρά όπως θα αντιδρούσε ο Σκρουτζ του Ντίκενς αν κάποιος επιχειρούσε να αρπάξει το σεντούκι με τις λίρες του.


Ο Πέερ μπορεί να σκοντάφτει και να σέρνεται αλλά την επόμενη στιγμή κατακτά τις κορυφές. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν είναι μονοσήμαντος, ούτε περιφέρεται αποπνέοντας όλη αυτή τη μιζέρια: η λάμψη της φαντασίας και του πνεύματός του δεν σβήνει ποτέ, ακόμη και στις χειρότερες στιγμές του.


Αυτή η συνεχής αντιπαράθεση – μια αντιπαράθεση που παίρνει τόσο τη μορφή πάλης όσο και τη μορφή ερωτοτροπίας – μεταξύ των αντίθετων όψεων των πραγμάτων βρίσκεται στον πυρήνα του ήρωα αλλά και ολόκληρου του έργου: το πραγματικό αναδύεται ως η άλλη όψη του φανταστικού, το παραμύθι δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του εφιάλτη.


Πόσο περιορισμένης αντιληπτικής ικανότητας πρέπει να είναι συνεπώς ένας σκηνοθέτης προκειμένου να μετατρέψει τον «Πέερ Γκυντ», ένα από τα πιο υπέροχα έργα που έχουν γραφτεί ποτέ, σε ένα στείρο, ηθικοπλαστικού χαρακτήρα κατασκεύασμα – κάτι σαν χριστιανική παραβολή, με τον Διάβολο να εκφοβίζει τον αμαρτωλό για τα κρίματά του, ώστε να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους. Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ – αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει – οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του χύτη κουμπιών.