Ξεπερνώντας μια περίοδο κρίσης με αποκορύφωμα την «Επίλεκτη», ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ επιστρέφει δριμύτερος και με τον Ράσελ Κρόου σε πρώτο πλάνο σκηνοθετεί τον «Μονομάχο» επαναφέροντας στην επικαιρότητα την «κινηματογραφική χλαμύδα»


Φανταστείτε την εξής εικόνα: στο κέντρο μιας σκονισμένης, ηλιόλουστης αρένας ένας μονομάχος στέκεται όρθιος επάνω σε έναν άλλον μονομάχο, τον ηττημένο αντίπαλό του. Το χέρι του είναι έτοιμο για το τελειωτικό χτύπημα αλλά το βλέμμα του είναι στραμμένο προς το μαινόμενο πλήθος στις εξέδρες. Το πλήθος διψά για αίμα και έχει αποφασίσει ότι ο πεσών δεν αξίζει να ζήσει. Ο αντίχειρας είναι στραμμένος προς τα κάτω.


Αυτή η μακάβρια εικόνα που αποκρυσταλλώνει την απανθρωπιά και τη βίαιη εκτόνωση στο απόγειό τους επαναλαμβανόταν κάποτε καθημερινά στην πιο αιματοβαμμένη αρένα του κόσμου, στο Κολοσσαίο της Ρώμης. Για την ακρίβεια, οι μονομαχίες μεταξύ αντρών και θηρίων αλλά κυρίως μεταξύ αντρών ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ψυχαγωγηθεί ο καταπιεσμένος λαός μιας λαμπρής αυτοκρατορίας που παρόμοιά της έμελλε να μην εμφανιστεί ξανά στον ρου της Ιστορίας.


Αυτή η εικόνα πολλά χρόνια αργότερα ενέπνευσε τον ζωγράφο του 19ου αιώνα Ζαν-Λεόν Ζερόμ να δημιουργήσει τον πίνακα «Pollice Verso». Και με τη σειρά του η θέα αυτού του πίνακα ήταν που έπεισε τον Ρίντλεϊ Σκοτ να αποφασίσει ότι η νεκρανάσταση σήμερα των ξεχασμένων ιστορικοεπικών ταινιών της Ρωμαϊκής Εποχής δεν ήταν τελικά και τόσο γελοία ως ιδέα. Διότι αυτό ακριβώς είχε φανταστεί όταν του πρότειναν για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει τον «Μονομάχο». Οχι. Οταν πρόκειται για μια σοβαρή παραγωγή του ύψους των 103 εκατ. δολαρίων, ο μεν σκηνοθέτης της, ένας από τους πλέον αξιόλογους εικονοπλάστες του κινηματογράφου, αποκτά την ευκαιρία να κάνει «θαύματα» και ο δε πρωταγωνιστής της, ο Ράσελ Κρόου, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτής της εποχής, ξέρει πως, αν δεν δημιουργήσει ρόλο με υπόσταση, θα πέσει θύμα του υπερθεάματος. Αν και η λέξη «θαύματα» ηχεί βαριά, το αποτέλεσμα για το οποίο μίλησαν και οι δύο καλλιτέχνες στο «Βήμα» τον περασμένο Απρίλιο και το οποίο από την περασμένη Παρασκευή κρίνεται στις ελληνικές αίθουσες υπήρξε κάθε άλλο παρά ελαφρύ.



Από κάποια χρονική περίοδο και ύστερα οι «ταινίες-χλαμύδα», γνωστές κυρίως στον κινηματογραφικό χώρο με το χαϊδευτικό «peplum», έγιναν ο περίγελος του σινεμά. Αιτία υπήρξε μια ανεπανάληπτη έξαρσή τους στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Τότε που η φαντασία δεκάδων τσαπατσούληδων σκηνοθετών (τα ονόματα των οποίων, αν ποτέ μαθεύτηκαν, σύντομα ξεχάστηκαν) κυριολεκτικά οργίαζε και η αταλαντοσύνη διαττόντων αστέρων «ηθοποιών» ­ από τον Στιβ Ριβς στην καλύτερη περίπτωση ως τον Κερκ Μόρις στη χειρότερη ­ υπήρξε κάτι παραπάνω από κραυγαλέα. Διόλου απίθανο ακόμη και οι πιο ελαστικοί ιστορικοί της εποχής να πάθαιναν σοκ όποτε άκουγαν ότι ο Ηρακλής μάχεται (για μία ακόμη φορά) στο σελιλόιντ. Και ποιος δεν θα πάθαινε σοκ όμως παρακολουθώντας τον δημοφιλέστερο κινηματογραφικά ήρωα της ελληνικής μυθολογίας σε μια ταινία η οποία αποπειράτο να συνδυάσει τις περιπέτειές του με τον Ομηρο και τη… Βίβλο; Ακόμη και ο τίτλος «Ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας και ο Σαμψών» θαρρείς πως υπήρξε τραγική απομίμηση του «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» που πιθανότατα γυριζόταν την ίδια ώρα σε κάποιον άλλον χώρο της αχανούς και παραγωγικότατης τότε Τσινετσιτά…


Από την άλλη μεριά, βεβαίως, αν και εντάσσεται σε διαφορετική ιστορικά εποχή (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), «ταινία-χλαμύδα» ήταν και ο «Μπεν Χουρ», που, εκτός από το ότι απέσπασε 11 βραβεία Οσκαρ, παραμένει μοντέλο στην επική περιπέτεια, ένας δεξιοτεχνικός συνδυασμός θεάματος – ψυχογραφήματος, με την έγκυρη σφραγίδα του κορυφαίου σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ. Ο «Σπάρτακος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ το ίδιο. Σήμανε μεν την ανεξαρτητοποίηση του σκηνοθέτη (και την παντοτινή φυγή του από το Χόλιγουντ), ανήκει δε στις ομορφότερες ταινίες της κατηγορίας του, εκείνες δηλαδή που προσωπικά πιστεύω ότι αποτελούν τον μοναδικό λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους.


Κάπου εδώ εισχωρεί ο «Μονομάχος» («Gladiator») που από την περασμένη Παρασκευή κάνει την πρεμιέρα του σε μεγάλο κύκλωμα αιθουσών και, εκτός από το ότι σηματοδοτεί την έναρξη της κινηματογραφικής σεζόν φθινόπωρο 2000 – άνοιξη 2001 στη χώρα μας, είναι επίσης η κατάλληλη ταινία για τη μυθοπλαστική «επανεξέταση» μιας ιστορικής περιόδου από την οποία ο κινηματογράφος θαρρείς ότι εδώ και χρόνια είχε πάρει «διαζύγιο».


Επανεξετάζοντας την Ιστορία


Η τραγική ιστορία του ρωμαίου στρατηγού Μάξιμου (προσώπου φανταστικού), ο οποίος από προστατευόμενος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για να ανεβεί στην εξουσία ο διεφθαρμένος Κόμμοδος, γιος του Αυρηλίου, είναι ένα λαμπρό, χορταστικό και αχαλίνωτα βίαιο ρωμαϊκό έπος που, παρ’ ότι δεν τηρεί απολύτως το ραντεβού του με την Ιστορία, δεν το κρύβει, δεν θέλει να αστειευθεί και κατορθώνει να επιβληθεί. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη σπάνια περίπτωση ενός εμβριθούς υπερθεάματος που κατορθώνει να «εξαγοράσει» τον θεατή αφήνοντάς τον αδιαμαρτύρητο μπροστά σε κάποιες ιστορικές ανακρίβειες.


Για τον σκηνοθέτη του «Μονομάχου», άλλωστε, τον Ρίντλεϊ Σκοτ, «η ιστορική τεκμηρίωση παραμένει ανοιχτή στην υπόθεση. Εφόσον βρισκόμαστε στο σημείο να επανεξετάζουμε την πρόσφατη ιστορία, ακόμη και των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, ένας Θεός ξέρει πόσο ακριβής με τα γεγονότα μπορεί να είναι κάποιος που ασχολείται με την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οταν μάλιστα έχουμε στο ίδιο «καζάνι» τις απόψεις τριών διαφορετικών σεναριογράφων, όπως έγινε στην περίπτωση του «Μονομάχου», αναγκαστικά θα πρέπει να «υποταχθούμε» στη λογική του σεναρίου. Η ταινία πάντως σε ό,τι έχει σχέση με την εικόνα, τα κτίρια, τα σκηνικά αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων παραμένει όσο το δυνατόν πιστή στην ιστορία».


Η σοβαρότητα θα είναι και το πρώτο πράγμα που παρατηρώ τόσο στον Σκοτ όσο και στον Ράσελ Κρόου, τον Μάξιμο του «Μονομάχου», όταν τους συναντώ μαζί τον περασμένο Απρίλιο στη Ρώμη για μια σύντομη συνομιλία με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας (που τελικά υπήρξε παντού εντυπωσιακή).


Ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν υπήρξε ποτέ αφελής. Ο 61χρονος βρετανός σκηνοθέτης θυμάται πως, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οργάνωνε το χάος του «Blade Runner», χωρίς τότε να το ομολογήσει, προαισθανόταν πως, ενώ αργότερα θα ένιωθε υπερήφανος για την καλλιτεχνική αρτιότητα της ταινίας, ταυτοχρόνως θα ήταν και «το μεγαλύτερο επιχειρηματικό ολίσθημά μου» (αυτή δυστυχώς υπήρξε πράγματι η μοίρα της ταινίας). Ο Σκοτ λοιπόν ήξερε ότι, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό του, ένα σχέδιο όπως αυτό του «Μονομάχου» αυτομάτως τον έκανε «κυβερνήτη ενός πλοίου σε επικίνδυνα νερά. Αν νομίζετε ότι το ιστορικοεπικό φιλμ έχει δοκιμαστεί στη σημερινή γενιά θεατών, κάνετε λάθος. Ενώ εγώ μεγάλωσα με τον «Σπάρτακο» και τον «Μπεν Χουρ», 40 χρόνια πίσω, σήμερα, στην αυγή του νέου μιλένιουμ, η ανυπαρξία αυτών των ταινιών είναι εντυπωσιακή». Αυτή όμως ήταν και η πρόκληση για τον σκηνοθέτη του «Αλιεν» και του «Θέλμα και Λουίζ», ο οποίος πίστεψε πως ­ γιατί όχι; ­ πιθανώς είχε πια έλθει η στιγμή για «να επισκεφθούμε και πάλι την πιο σημαντική περίοδο των τελευταίων δύο χιλιετιών: την κορύφωση και ταυτόχρονα την αρχή της παρακμής της ισχυρότερης στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης που γνώρισε ποτέ αυτός ο κόσμος». Διόλου παράξενο που, αν επί της ουσίας ο «Μονομάχος» θυμίζει κάποια ταινία, αυτή είναι «Η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» που γύρισε το 1964 ο Αντονι Μαν, όπως με ακρίβεια σημειώνει ο κινηματογραφικός κριτικός του περιοδικού «New Yorker» Αντονι Λέιν.


Ο Σκοτ και ο Κρόου δεν κρύβουν πάντως την αγωνία τους για το άνοιγμα της ταινίας στις αίθουσες και ιδιαίτερα ο Κρόου, προφανώς στρεσαρισμένος, ορισμένες στιγμές θα γίνει αδίκως επιθετικός με κάποια από τα υπόλοιπα μέλη του δημοσιογραφικού πάνελ. Ο Σκοτ, όμως, λιγότερο εκρηκτικός και με μακρύτερες σιωπές, όποτε αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να υπερασπίσει την ταινία του, χρησιμοποιεί μια μέθοδο-εφιάλτη για τους δημοσιογράφους: αντί να απαντά, υπεκφεύγει κάνοντας εκείνος ερωτήσεις. Ενα παράδειγμα:


­ Το Χόλιγουντ δεν είναι υπέρ των τραγικών φινάλε όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα της ταινίας. Τα τραγικά φινάλε σημαίνουν λιγότερα εισιτήρια. Τι πιστεύετε εσείς;


Ρίντλεϊ Σκοτ: «Εξαρτάται. Πώς νιώσατε εσείς για το τέλος της ταινίας;».


­ Το θεώρησα λογικό.


Ρίντλεϊ Σκοτ: «Γιατί το θεωρήσατε λογικό;».


­ Διότι από το πρώτο λεπτό της ταινίας…


Ρίντλεϊ Σκοτ: «Μόλις απαντήσατε στην ερώτησή σας. Το δράμα είναι μια γλώσσα με πολλές ιδιαιτερότητες. Ενα τραγικό φινάλε δεν μπορεί να έρθει ξαφνικά. Πρέπει κάπου να στηρίζεται. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει και να το περιμένουμε. Υπάρχουν όμως ίχνη που σταδιακά σε οδηγούν εκεί. Ενώ η ιστορία του «Μονομάχου» κυλά, βρίσκουμε ίχνη γύρω από έννοιες όπως αυτές της θνησιμότητας και της κατοικίας και ο ήρωας «κουβαλά» τις εικόνες λατρευτών ανθρώπων του που έχουν δολοφονηθεί και θέλει να πάρει την εκδίκησή του. Αν τα ενώσουμε όλα αυτά μαζί, βρισκόμαστε στον παράδεισο. Αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις».


«Αρχικά πάντως το φινάλε ήταν περισσότερο «αμερικανικό»» προσθέτει ο Κρόου. «Αλλά για φανταστείτε το: Ενας άνθρωπος που είδε την οικογένειά του να δολοφονείται, έχασε την περιουσία του και από σπουδαίος στρατηγός κατέληξε λαοφιλής μονομάχος, πού αλήθεια μπορεί να καταλήξει; Να ανοίξει πιτσαρία έξω από το Κολοσσαίο και να υπογράφει αυτόγραφα;».


«Η αλήθεια πάντως είναι ότι, όταν έρχεται το «τέλος της ημέρας», η ώρα της κρίσης, όποιος και αν είσαι, όσο και αν πιστεύεις πως η δουλειά σου αξίζει, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι μέλλει γενέσθαι» λέει ο Σκοτ χαϊδεύοντας το Montecristo πούρο του στο τασάκι όταν του ζητείται μια πρόβλεψη της εισπρακτικής κίνησης του «Μονομάχου». «Οσες δοκιμαστικές προβολές και να γίνουν ­ οι δικές μας είχαν επιτυχία ­, όσες δημοσκοπήσεις και να προηγηθούν, το ρίσκο παραμένει ρίσκο και η απορία λύνεται αφότου η ταινία αποκτήσει την πρώτη επαφή της με τον κόσμο που πλήρωσε για να τη δει».


Μία από τις μεγαλύτερες επαγγελματικές φοβίες του Φρανσουά Τρυφό ήταν ο θάνατος ενός ηθοποιού του προτού τελειώσει η διαδικασία των γυρισμάτων μιας ταινίας. Αυτή τη φοβία του ο γάλλος δημιουργός την εξέφρασε στην «Αμερικανική νύχτα» (1973), μια ταινία που παρουσιάζει πώς γυρίζεται μια άλλη ταινία. Τη θυμίζω στον Σκοτ για έναν λόγο: κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μονομάχου» ο σκηνοθέτης βίωσε τον χαμό ενός από τους ηθοποιούς του, του Ολιβερ Ριντ, που είχε έναν θορυβώδη θάνατο μέσα σε μπαρ της Μάλτας, έτσι όπως θορυβώδης υπήρξε η ζωή του. Αυτό που θέλω να μάθω από τον Σκοτ είναι ποια θεωρεί εκείνος μεγαλύτερη φοβία για έναν σκηνοθέτη.


Ρίντλεϊ Σκοτ: «Η μεγαλύτερη φοβία μου ενώ γυρίζω μια ταινία είναι να μην έχω τα υλικά εκείνα που χρειάζομαι για την πραγμάτωση μιας καλής ιστορίας. Προσωπικά δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ξεκινήσω μια ταινία φορτωμένος με τη σκέψη της πιθανότητας θανάτου ενός ηθοποιού. Από τότε όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σήμερα η παραγωγή μπορεί να «προστατεύσει» τόσο τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτήν όσο και το προϊόν της. Εμένα το μόνο που με απασχολεί είναι το αποτέλεσμα: Θα είναι καλό ή θα είναι κακό;» (μια ψηφιακή μορφή του Ολιβερ Ριντ, διάρκειας τριών λεπτών, χρησιμοποιήθηκε μετά τον θάνατό του για τις ανάγκες της ταινίας).


«Η αρένα μού ήταν οικεία»


Περίπου πριν από έναν χρόνο, προτού καν ο Ράσελ Κρόου τελειώσει τα γυρίσματα του «Insider», ανακοινώθηκε ότι στα επόμενα σχέδιά του συμπεριλαμβανόταν μια ιστορικοεπική περιπέτεια με φόντο την εποχή της ρωμαϊκής παντοκρατορίας και τον ίδιο στον ρόλο ενός μονομάχου. Προσωπικά η πρώτη σκέψη μου τότε δεν νομίζω να είχε πολλές διαφορές από εκείνες όσων είχαν «ακολουθήσει» την καριέρα του ιδιαιτέρως αγαπητού στην Ελλάδα ηθοποιού: Εφθασε ο καιρός για τον Κρόου, σκέφτηκα, να δείξει για πρώτη φορά τα δόντια του σε μια υπερπαραγωγή. Μια ταινία δράσης, ένα καλοκαιρινό «action movie», από εκείνα που φτιάχνονται για να κόψουν χιλιάδες εισιτήρια, τουλάχιστον στην Αμερική, και να διαμορφώσουν καριέρες χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις από το κοινό τους.


Παρ’ ότι ζωσμένος από αμφιβολίες ­ δεν ανήκω στους φαν του είδους της ταινίας ­, συνειδητοποίησα επίσης ότι ο «Μονομάχος» θα ήταν και το μεγάλο στοίχημα του Κρόου. Αν η ταινία καταποντιζόταν, θα ήταν πλέον αργά για τον 36χρονο ηθοποιό να γίνει όνομα με υψηλές εμπορικές προδιαγραφές στο Χόλιγουντ. Η πρόκληση λοιπόν ήταν επίσης μεγάλη και για τον Κρόου από τη στιγμή που ο Μελ Γκίμπσον αρνήθηκε στον Ρίντλεϊ Σκοτ να παίξει τον Μάξιμο θεωρώντας τον εαυτό του κάπως μεγάλο για τον ρόλο. Παρ’ ότι το «Insider» τον είχε οδηγήσει στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, δεν έπαυε να είναι μια εισπρακτική αποτυχία (στην Αμερική) ενώ πρώτο όνομα εκεί ήταν βέβαια ο Αλ Πατσίνο. Οσο για το «Λος Αντζελες Εμπιστευτικόν», την ταινία στην οποία ο Κρόου οφείλει τη γνωστοποίηση του ονόματός του, δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί προσωπική επιτυχία του.


Ο Ράσελ Κρόου, ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας, έχει βαριά φωνή (δεν κρύβει την εξίσου βαριά αυστραλέζικη προφορά του) και η παρουσία του θυμίζει κάτι από τους παλιούς σταρ του Χόλιγουντ. Και δεν διστάζει να γίνει απότομος.



Οταν κάποιος αναφέρεται στην υπερβολικά σοβαρή παρουσία του στην εφετινή απονομή των Οσκαρ για το «Insider», ο Κρόου θυμώνει: «Με συγχωρείτε που δεν φόρεσα τη στολή του κλόουν. Εκείνη την ώρα δεν υποκρινόμουν. Ημουν εγώ. Σας υπόσχομαι την επόμενη φορά να μη σας απογοητεύσω». Και όταν αργότερα μια κροάτισσα συνάδελφος κάνει το λάθος να εκφέρει κριτική άποψη για τον «Μονομάχο» λέγοντας ότι, «ενώ η ταινία «ανοίγει» ευρωπαϊκά σύντομα, εξελίσσεται αμερικανικά», της απαντά κοιτώντας την ψυχρά ότι είναι κακή δημοσιογράφος.


Το πρόσωπο του ηθοποιού παραμένει σοβαρό και αγέλαστο ακόμη και στις πιο κοινότοπες ερωτήσεις που ακούγονται, σαν αυτή φέρ’ ειπείν για τα κιλά που έχασε για λογαριασμό του «Μονομάχου» (ή τα παραπανίσια που αναγκάστηκε να πάρει για το «Insider»). «Η δίαιτά μου είναι εγκεφαλικά ελεγχόμενη ακόμη και τρώω τσίζμπεργκερ» λέει. Οταν αναφέρεται στον σωματικό κόπο του, μέσα από ατέλειωτες σκηνές μονομαχίες, ακουμπά μηχανικά τον αριστερό ώμο του λέγοντας ότι ξυπνώντας ένα πρωινό αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί διότι η θέση του ώμου του είχε… αλλάξει! «Ετσι λειτουργούν οι κινηματογραφικές επιχειρήσεις. Αν θες να δουλέψεις σε ένα ρεαλιστικό επίπεδο τον ρόλο σου, ο κόπος είναι μια αναγκαιότητα. Ελπίζεις απλώς να μη σου αφήσει κάποιο κουσούρι» (ισχυρίζεται ότι ξανάβαλε τον ώμο στη θέση του μόνος).


Ο Κρόου μεγάλωσε σε κινηματογραφικό περιβάλλον. Και οι δύο γονείς του γεννήθηκαν στη Νέα Ζηλανδία και υπήρξαν μέλη κινηματογραφικών και τηλεοπτικών συνεργείων στην Αυστραλία, όπου σύντομα μετακόμισαν μαζί του. Στις φλέβες του ηθοποιού, ο οποίος σήμερα προτιμά να μοιράζει τον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα στην Αυστραλία και στην τεράστια φάρμα του στην Ουαλλία, ρέει αίμα αγγλικό, σκωτσέζικο, ιταλικό, νορβηγικό, ουαλλικό και… μαορί.


Στα έξι του μόλις χρόνια ο Κρόου έπαιζε στην τηλεοπτική σειρά «Spy Force», ενώ μόλις τελείωσε το σχολείο αποφάσισε να γνωρίσει τη δύσκολη πλευρά της ζωής παίρνοντας επί έξι χρόνια τους δρόμους ως μέλος ροκ συγκροτημάτων. Σήμερα διατηρεί ο ίδιος ένα ανάλογο γκρουπ και δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. «Κάτι σκοπεύουμε να κάνουμε στο Οστιν του Τέξας μέσα στον Ιούλιο και τον Αύγουστο» θα πει κοφτά «αλλά θα μαθευτεί όταν θα έρθει η ώρα». Και όταν κάποιος κάνει το λάθος να τον ρωτήσει τι είδους μουσική παίζει, τον παραπέμπει στο διαδικτυακό site του γκρουπ (www. grantland. com) λέγοντας: «Από το να σας το περιγράψω καλύτερο είναι να το ανακαλύψετε μόνος σας. Δεν περιγράφω τη μουσική κάτω από τέτοιους όρους».


Οταν εγκατέλειψε τους δρόμους, ο Κρόου αποφάσισε ότι είχε έλθει η στιγμή να περάσει στο θέατρο. Επαιξε σε αρκετές παραστάσεις ­ ανάμεσά τους και το «Rocky Horror Picture Show» ­ και αργότερα ένιωσε έτοιμος για τον κινηματογράφο. Τότε οι ταινίες του δεν περνούσαν τα σύνορα της Αυστραλίας ή, και αν αυτό γινόταν, εμφανίζονταν σε φεστιβάλ και σύντομα ξεχνιόνταν. Το 1990 έπαιξε στο εξαιρετικό «The Crossing» του Τζορτζ Ογκιλβι, για το οποίο προτάθηκε για το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στην Αυστραλία. Εναν χρόνο μετά για «Τα μάτια του έρωτα» («Proof») θα το κερδίσει στην κατηγορία της β’ ανδρικής ερμηνείας. Τα «Μάτια», που διακρίθηκαν στις Κάννες το 1991 (κέρδισαν τη Χρυσή Κάμερα), ήταν ουσιαστικά η ταινία που του άνοιξε τις πόρτες για μια καριέρα με προοπτικές στον κινηματογράφο.


Αυτό που δεν περιμένω να ακούσω είναι ότι ο Κρόου είχε μελετήσει τη ρωμαϊκή ιστορία όταν ήταν ακόμη μαθητής στη Νέα Ζηλανδία και στην Αυστραλία. «Εξαρχής θεώρησα ότι η δουλειά μου στον «Μονομάχο» θα ήταν κάπως χαλαρή (χρησιμοποιεί την έκφραση cool) διότι γνώριζα το αντικείμενο. Είχα ­ ή τουλάχιστον έτσι πίστευα ­ μια οικειότητα με την αρένα του Κολοσσαίου. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι μια ιστορική περίοδος την οποία ανέκαθεν θαύμαζα. Υπήρξα βέβαια τυχερός διότι η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, πολύ ανεπτυγμένες κοινωνίες, πιστεύω ότι με βοήθησαν να μεγαλώσω με το μυαλό μου ανοιχτό σε πολλά πράγματα καθώς επίσης και με μια κλίση προς την περιπέτεια».


­ Στην ταινία ακούμε να λέγεται ότι καλός μονομάχος θεωρείται αυτός που διασκεδάζει το κοινό. Μπορεί να ισχύσει κάτι τέτοιο για έναν σκηνοθέτη ή έναν ηθοποιό; Μπορεί ένας ηθοποιός να συνδυάσει την τέχνη με την ψυχαγωγία της μάζας;


Ράσελ Κρόου: «Ως απάντηση θα ήθελα να χρησιμοποιήσω κάτι πολύ πρακτικό και λογικό που διάβασα σε ένα περιοδικό και το είπε ο Ρίντλεϊ, επομένως θα απαντήσω και γι’ αυτόν: Είναι αδύνατον να δουλέψεις σε μια ταινία που κοστίζει αδιανόητα ποσά, μιλάμε για δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, και το αποτέλεσμα να αφορά εσένα και καμιά ντουζίνα φίλους σου. Αν το κάνεις, δεν θα μείνεις για πολύ στη δουλειά αυτή. Οσον αφορά τους ηθοποιούς, όμως, τα πράγματα λειτουργούν κάπως διαφορετικά. Αν ένας ηθοποιός αποφασίσει να αναλωθεί στην ψυχαγωγία της μάζας και μόνο, η καριέρα του είναι προγραμματισμένη να λήξει σύντομα. Το θεμέλιο της δουλειάς σου πρέπει να είναι το προσωπικό πάθος σου, εκείνο δηλαδή που κανείς άλλος δεν έχει και ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσει. Επίσης δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάς ότι ο κινηματογράφος πρωταρχικώς είναι μια επιχείρηση. Στη δουλειά μας έχουμε ένα μότο που λέει «πού και πού πρέπει να κάνεις και μια ταινία για το στούντιο». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα κάνεις κάτι που μισείς. Δεν πρέπει να το μισείς διότι τότε δεν μπορείς να το κάνεις. Είναι αδύνατον να σηκώνεσαι κάθε ημέρα στις έξι επί τρεις μήνες και να ιδρώνεις ή να κρυώνεις ατέλειωτες ώρες αν πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις είναι σκουπίδι. Το αποτέλεσμα τώρα δεν μπορεί πάντα να είναι το ίδιο. Αλλες φορές θα είναι καλό, άλλες όχι και τόσο καλό και άλλες πολύ μακριά από τις αρχικές προσδοκίες σου. Οταν όμως αποφασίζεις να γίνεις ηθοποιός, δεν αποφασίζεις ότι θα πετύχεις κιόλας. Την απόφαση την παίρνεις 20 χρόνια πριν, όταν παίζεις μουσικό θέατρο και κανένας δεν δίνει δεκάρα για εσένα και για το τι κάνεις. Παίρνεις την απόφαση να γίνεις ένας καλλιτέχνης του οποίου η ζωή θα στηρίζεται στο πάθος και στην αλήθεια. Και μόνο αργότερα, αν είσαι τυχερός, πολύ τυχερός, βρίσκεις τον εαυτό σου στη Ρώμη, σε ένα τραπέζι όπως αυτό, και συζητάς με δημοσιογράφους για τη δουλειά σου με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους εικονοπλάστες του κινηματογράφου».