Μια σπάνια ευκαιρία να δει κανείς έργα που δεν παρουσιάζονται συχνά προσφέρει η έκθεση «Mαγικός Ρεαλισμός: Τέχνη στη Γερμανία της Βαϊμάρης 1919-1933» η οποία φιλοξενείται στην Tate Modern του Λονδίνου ως τον Ιούλιο του 2019. Περιλαμβάνει δάνεια από τη συλλογή Γιώργου Οικονόμου αλλά και εμβληματικά έργα της ίδιας της πινακοθήκης που εκτίθενται εντός του πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκαν και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά πριν από 100, περίπου, χρόνια.
Παρ’ όλο που ο όρος «μαγικός ρεαλισμός» σήμερα συνδέεται περισσότερο με τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον καλλιτέχνη και κριτικό Φραντς Ρο, ο οποίος τον εφηύρε το 1925 προκειμένου να περιγράψει τη στροφή από την τέχνη της εξπρεσιονιστικής εποχής προς την ψυχρή αλήθεια και την ταραγμένη εικόνα. Μέσα από το πρίσμα του αυξανόμενου πολιτικού εξτρεμισμού, ο νέος αυτός ρεαλισμός ήρθε ως αντανάκλαση μιας ρέουσας κοινωνικής εμπειρίας αλλά και ενός εσωτερικού κόσμου που συνδύαζε το συναίσθημα και τη μαγεία.

Οτο Ντιξ και Τζορτζ Γκρος: πορείες παράλληλες

Στην έκθεση βρίσκει κανείς έργα αρκετών δημιουργών της περιόδου, όμως οι διασημότεροι θεωρούνται οι Οτο Ντιξ και Τζορτζ Γκρος. Τόσο ο Ντιξ (1891-1969) όσο και ο Γκρος (1893-1959) υπήρξαν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Νέας Αντικειμενικότητας, καλλιτεχνικής τάσης η οποία προέκυψε από τον εξπρεσιονισμό.
Ζωγράφος και χαράκτης ο πρώτος, έγινε γνωστός για τις ιδιαίτερα ρεαλιστικές απεικονίσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της κτηνωδίας του πολέμου. Επηρεάστηκε βαθιά απ’ όσα βίωσε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο –στον οποίο κατατάχθηκε με ενθουσιασμό αρχικά –και αργότερα ο ίδιος θα περιέγραφε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη του: την περιπλάνηση ανάμεσα σε κατεστραμμένα σπίτια. Οι τραυματικές του εμπειρίες αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για αρκετά έργα του, μεταξύ των οποίων ένα λεύκωμα 50 χαρακτικών με τίτλο «Ο Πόλεμος» («Der Krieg») που κυκλοφόρησε στα 1924.
Ο Ντιξ γνωρίστηκε με τον Γκρος –ο οποίος ήταν γνωστός για τις καρικατούρες της ζωής στο Βερολίνο κατά τη δεκαετία του ’20 τις οποίες δημιούργησε –το 1920 και επηρεασμένος από τον ντανταϊσμό άρχισε να συμπεριλαμβάνει στοιχεία κολάζ στα έργα του, μερικά εκ των οποίων παρουσιάστηκαν στην πρώτη Ντανταϊστική Εκθεση στο Βερολίνο.
Το 1925 τόσο ο Ντιξ όσο και ο Γκρος συμμετείχαν στην έκθεση της «Νέας Αντικειμενικότητας» από κοινού με πολλούς ακόμα καλλιτέχνες. Η εν λόγω τάση προήλθε μεν από τον εξπρεσιονισμό, όμως σε αντίθεση με αυτόν χαρακτηριζόταν από καθαρές γραμμές και έναν ρεαλισμό προσαρμοσμένο στις ανάγκες της, ο οποίος διευκόλυνε τη διατύπωση του κοινωνικοπολιτικού μηνύματος το οποίο ήθελε να μεταφέρει ο καλλιτέχνης. Τόσο ο Ντιξ όσο και ο Γκρος ασκούσαν έντονη κριτική στη γερμανική κοινωνία της εποχής, με συχνές αναφορές σε κάποια θέματα, μεταξύ των οποίων το σεξουαλικό έγκλημα που ήταν σε άνοδο στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι δυο τους έστρεφαν την προσοχή στη σκοτεινή όψη της ζωής, απεικονίζοντας χωρίς έλεος την πορνεία, τη βία, τα γηρατειά και τον θάνατο.
Με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία οι δρόμοι των δύο χώρισαν. Εντονα αντιφασίστας, ο Γκρος εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1932 για τις ΗΠΑ, μια χρονιά προτού ο Χίτλερ γίνει καγκελάριος. Από μικρός άλλωστε έτρεφε ρομαντικό ενθουσιασμό για την Αμερική, εξ ου είχε αλλάξει και το βαφτιστικό –γερμανικό –όνομά του Γκέοργκ σε Τζορτζ. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προσκλήθηκε να διδάξει στην Ενωση Φοιτητών Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης, κάτι το οποίο θα έκανε για όλα τα υπόλοιπα χρόνια ως το 1955, οπότε και αποφάσισε να επιστρέψει στο Βερολίνο, παρ’ όλο που από το 1938 ήταν πλέον αμερικανός πολίτης. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα πεθάνει εκεί εξαιτίας μιας πτώσης από τις σκάλες που του προκάλεσε θανατηφόρα τραύματα…
Ο Ντιξ, αντιθέτως, παρέμεινε στη Γερμανία και κατά τη χιτλερική περίοδο. Οταν οι Ναζί πήραν την εξουσία το 1933, προχώρησαν στην «εκκαθάριση» της γερμανικής τέχνης και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «εκφυλισμένος καλλιτέχνης» και απολύθηκε από τη θέση του διδάσκοντα στην Ακαδημία της Δρέσδης. Οι πίνακές του «Το χαράκωμα» και «Ανάπηροι πολέμου» συμπεριλήφθηκαν στην «Εκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης» που διοργάνωσαν οι Ναζί στο Μόναχο το 1937 για να δυσφημήσουν τη μοντέρνα τέχνη και αργότερα κάηκαν. Προκειμένου να συνεχίσει να ζωγραφίζει, αναγκάστηκε να δεσμευθεί ότι πλέον τα έργα του θα απεικόνιζαν μόνο τοπία σε συντηρητικό ύφος. Παρ’ όλα αυτά ζωγράφισε και κάποιες αλληγορίες που ασκούσαν κριτική στα ιδανικά των Ναζί. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στη Δρέσδη και το έργο του την περίοδο αυτή επικεντρώθηκε κυρίως στα πορτρέτα, στις θρησκευτικές αλληγορίες, τις οποίες είχε δουλέψει και κατά τη δεκαετία του ’30, αλλά και σε απεικονίσεις των μεταπολεμικών συμφορών. Πέθανε το 1969 έχοντας βραβευθεί τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Γερμανία. Ενας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του νεοπραγματισμού και της κοινωνικής κριτικής στα χρόνια του Μεσοπολέμου, δεν θεωρήθηκε τυχαία ένας από τους τολμηρότερους χρονογράφους της εποχής του…

Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται

O Οτο Ντιξ και ο Τζορτζ Γκρος είναι μεν οι σταρ της έκθεσης «Μαγικός Ρεαλισμός: Τέχνη στη Γερμανία της Βαϊμάρης 1919-1933», δεν είναι όμως οι μόνοι καλλιτέχνες των οποίων έργα τη διανθίζουν. Ο Βερολινέζος Aλμπερτ Μπιρκλ (1900-1986) σχημάτισε έναν θρησκευτικό και κοινωνικοκριτικό ρεαλισμό με νέες αντικειμενικές πτυχές που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά της καρικατούρας, ιδιαίτερα στα πολύ προσωπικά πρόσωπά του. Από τη Δρέσδη, ο Κόνραντ Φελιξμίλερ (1897-1977), ο οποίος μάλιστα υπήρξε δάσκαλος του Ντιξ, ήταν εξπρεσιονιστής ζωγράφος και τυπογράφος, γνωστός για το πολύχρωμο, γραφικό τοπίο και το πορτρέτο του. Μαζί με τον Oτο Σούμπερτ και τον Ντιξ ο Φελιξμίλερ βοήθησε να ιδρυθεί ο γερμανικός εκφραστικός όμιλος Dresden Secession.
Οταν τον Ιανουάριο του 1933 οι ναζιστές ήρθαν στην εξουσία, ο Χανς Γκρούντιγκ (1901-1958) βρέθηκε προ αδιεξόδου γιατί το καθεστώς χαρακτήρισε τα έργα του «εκφυλισμένη τέχνη». Εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, ποτέ δεν γινόταν έκθεση των έργων του, ενώ οκτώ κατασχέθηκαν σε δημόσιες συλλογές.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, η καλλιτέχνις Γκέρτρουντ Γιοχάνα Λουίζ Μάμεν, γνωστή ως Ζαν Μάμεν (1890-1976), κέρδισε φήμη ως «χρονογράφος της ζωής στην πόλη». Με τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις τους, οι ακουαρέλες και τα σχέδιά της συνέβαλαν στην ανάπτυξη της αστικής τέχνης, αλλά η Μάμεν άφησε πολύ περισσότερα: το έργο της εκφράζει γραφικά τις πολιτικές και καλλιτεχνικές αναταραχές του 20ού αιώνα.
Ως ζωγράφος, ο Βιεννέζος Σέργιος Πάουζερ (1896-1970) απολάμβανε την αναγνώριση των συγχρόνων του και ήταν ένας πολύ περιζήτητος καλλιτέχνης που μπορούσε να κερδίσει το ψωμί του με τη δουλειά του. Δεν υπήρξε ποτέ επαναστατικός· ήταν μάλλον ένας «τζέντλεμαν της βιεννέζικης τάξης», ο οποίος στους πίνακές του προσπάθησε να καταγράψει τις διαθέσεις και την ατμόσφαιρα.
Τέλος, ο Γιόζεφ Εμπερτζ (1880-1942), από το Μόναχο, ειδικεύθηκε στην εικονογράφηση και στον σχεδιασμό ψηφιδωτών και γυάλινων παραθύρων, με έντονη εστίαση στα θρησκευτικά θέματα, ενώ ο ζωγράφος και γραφίστας Αύγουστος Χαϊτμίλερ (1873-1935), από το Ανόβερο, υπήρξε ιδιαίτερα γνωστός για τα πορτρέτα του με προσωπικότητες από την πολιτική και τον πολιτισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ