Παρατεταγμένες σε αυστηρές οριζόντιες και κάθετες γραμμές, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο μεταξύ τους, καταλαμβάνουν όλο το κομμάτι της παραλίας έως το σημείο όπου το κύμα «γλείφει» την άμμο. Οι πιο απλές είναι φτιαγμένες από σίδερο και πλαστικοποιημένο πανί ή από πλαστικό. Οι πολυτελείς είναι ξύλινες και διαθέτουν αναπαυτικές μαξιλάρες. Σε οποιαδήποτε μορφή η ξαπλώστρα συνιστά πλέον τον πορθητή της ελληνικής παραλίας, ασκεί απόλυτη κυριαρχία σε κάθε οργανωμένη ακτή. Ομοιομορφία και ομογενοποίηση από τη Μύκονο έως την Πάτμο και από την Κέρκυρα και τη Χαλκιδική έως τις ακτές της Πελοποννήσου. Στοιχισμένα καρεκλάκια και ομπρέλες που αποτελούν τα τελευταία χρόνια στοιχείο κοινωνικής καταξίωσης: ο ισχυρότερος έχει ρεζερβέ στην πρώτη σειρά για όλη τη σεζόν, προπληρωμένο συνήθως, και ο ανυποψίαστος επισκέπτης στην καλύτερη περίπτωση θα στριμωχθεί σχεδόν παράλληλα με τον δρόμο στην τελευταία σειρά. Και η παραλία; Αγνοείται. Κανένα τετραγωνικό άμμου δεν μένει ελεύθερο, κανένας βράχος δεν παραμένει στη θέση του προκειμένου να διαμορφωθεί η πίστα που θα φιλοξενήσει τους λουόμενους.

Γιατί η οργανωμένη παραλία ακολουθεί πλέον πιστά τους νόμους της νυχτερινής πίστας. Και εδώ, όπως στα μπουζούκια, θα συναντήσεις τον αντίστοιχο μετρ, τα πρώτα τραπέζια πίστα, τον ειδικό κώδικα ενδυματολογίας, τις παραγγελιές, μουσική και φυσικά άφθονο ποτό και φαγητό. Σαμπανιέρες με κρασιά και σαμπάνιες, μοχίτο –μέχρι να περάσει η μόδα τους και να γλιτώσει την αποψίλωση ο άμοιρος δυόσμος -, παγωμένες μπίρες, ποικιλίες φρούτων και γλυκών, ακόμη και σούσι (!) σερβίρονται από το προσωπικό του καταστήματος της παραλίας με γοργούς ρυθμούς. Φυσικά δεν απουσιάζει ο παραδοσιακός φρέντο για τους κυρίους και τα smoothies για τις καλλίγραμμες λουόμενες, με το καλαμάκι να γίνεται «ορός». Στις πιο ακριβές δεν χρειάζεται καν να σηκωθείς ή να κουνήσεις διακριτικά το χέρι για να σε δει ο σερβιτόρος αφού υπάρχει κουμπί ειδοποίησης στον πάσσαλο της ομπρέλας…

Ο ανταγωνισμός ξεκινά από τη θέση στην παραλιακή πίστα και συνεχίζεται ακάθεκτος στην εμφάνιση. Οι πρώτες σειρές πληρώνονται ακριβότερα και είναι διαθέσιμες για ξεχωριστούς πελάτες, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση ή σηκώθηκαν αχάραγα προκειμένου να προλάβουν ή στις πλέον δημοφιλείς και δυσπρόσιτες είναι αυτοί που κάνουν τον μεγαλύτερο λογαριασμό και είναι οικονομικά ισχυροί. Σώματα γυαλισμένα από λάδι με υποκατάστατο καρύδας, γυαλιά-καθρέφτες, τατουάζ σε μέγεθος τοιχογραφίας, μπερδεμένα extensions και απαραιτήτως ταμπλέτες και κινητά ανά χείρας για την παραγωγή των selfies και το check in συνθέτουν το ανθρώπινο παζλ. Κορίτσια που τρεκλίζουν πάνω σε δυσθεώρητες πλατφόρμες, με τα κρόσσια των κιμονό τους –που εφέτος κατέκλυσαν την αγορά –να μπερδεύονται στις άκρες της ξαπλώστρας, ανταγωνισμός για το πιο αποκαλυπτικό μπικίνι και ανάλυση σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής των σχέσεων μεταξύ των μελών των τηλεοπτικών πάνελ και προβλέψεις για το μέλλον των παρουσιαστών. Ολιγόλεπτες βουτιές ίσα-ίσα για να ξεπλυθεί το αντηλιακό και να ανανεωθεί στη συνέχεια, με τα γυαλιά σταθερά στο πρόσωπο, γιατί το μαλλί αν βραχεί θα απογοητεύσει τα πλήθη. Αυτή είναι η κοινωνία της ξαπλώστρας. Εκεί θα κρυφτούν και οι παπαράτσι για να απαθανατίσουν τις βουτιές των εγχώριων σελέμπριτις, οι οποίοι δυσανασχετούν στη συνέχεια κατά το «τράβα με κι ας κλαίω». Γιατί, κακά τα ψέματα, όποιος επιλέγει οργανωμένη παραλία σε δημοφιλή προορισμό γνωρίζει καλά τον κώδικα. Κάπως έτσι γέμισαν οι σελίδες των περιοδικών από τον Κάμπο της Πάτμου, από την περίφημη Ψαρού, το Καλό Λιβάδι και από το Jackie ‘O Super Paradise της Μυκόνου, από τις αντίστοιχες παραλίες της Χαλκιδικής, από το Νikki Beach στο Πόρτο Χέλι και φυσικά από τις ανταγωνιστικές της παραλιακής: Αστέρας Βουλιαγμένης, Αστέρας Γλυφάδας, South Coast κ.ά.
Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου
Σε αυτές τις παραλίες δεν υπάρχουν κουβαδάκια ούτε πιτσιρίκια που φτιάχνουν αμμοκατασκευές και προσπαθούν με τα φτυαράκια τους να δημιουργήσουν τα κάστρα των ονείρων τους. Οι ψάθες δεν έχουν θέση και οι πετσέτες των παιδικών μας χρόνων που γίνονταν κουβάρι προκειμένου να βολευτούμε λίγο στα βράχια θεωρούνται απαγορευμένο είδος. Η παραλία που χαζεύαμε και αποτυπώναμε κάθε γωνιά της έχει κρυφτεί κάτω από τον παράδοξο πλέον οικισμό της εποχής. Οι βουτιές χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν από αυτό το αργό περπάτημα που σταματά εκεί που το σώμα καλύπτεται περίπου ως μισό μέτρο για να αρχίσει η κουβέντα. Η άμμος δεν χαράζεται πια με τα δάχτυλα αλλά από ξύλινα και πλαστικά πόδια. Ο ορίζοντας είναι δυσδιάκριτος και κρύβεται κάπου ανάμεσα στο πανί ή στην ψεύτικη φυλλωσιά της ομπρελοπαρέλασης. Και η θάλασσα είναι παντού ίδια, γιατί μόνο το νερό μπορείς να δεις και το γαλάζιο του. Το υπόλοιπο, το κομμάτι της γης που δίνει τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα, που αποκαλύπτει την ομορφιά και πότε μάχεται και πότε αγκαλιάζεται με το κύμα, λειτουργεί πια υπό στέγαστρο. Και το βράδυ, όταν οι πλατφόρμες θα μετακομίσουν από τα βότσαλα στα καλντερίμια και τα μοχίτο θα καταναλωθούν στα σοκάκια και στα κλαμπ, λουκέτα και αλυσίδες θα τοποθετηθούν πάνω στα μπράτσα των καρεκλών για να μην κλαπούν. Χώρος για beach party με φωτιές και αυτοσχέδια μπάρμπεκιου; Ούτε γι’ αστείο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ