Ο «γλυκός κύκνος του Εϊβον» έσβησε στις 23 Απριλίου 1616. Ομως ο θάνατός του μόνο επαλήθευσε αυτό που ο ίδιος λέει σε ένα από τα πιο γνωστά σονέτα του για την ποίηση ως μέσο διαιώνισης μιας ομορφιάς: «Οσο ζουν οι άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν / σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν» (μετ. Δ. Καψάλη). Η ποίησή του έμελλε να του χαρίσει μια μακρά και λαμπρή μεταθανάτια ζωή που κανείς τότε, εκτός ίσως από τον συνάδελφό του Μπεν Τζόνσον, δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει. Εφέτος συμπληρώνονται 400 χρόνια μεταθανάτιας προσφοράς του στον πολιτισμό και πολλές χώρες, με πρώτη τη γενέτειρά του Αγγλία, συμμετέχουν στον εορτασμό της επετείου. Στη χώρα μας ο εορτασμός άρχισε την άνοιξη του 2016 με ποικίλες εκδηλώσεις και συνεχίζεται ακόμα. Διεθνές συνέδριο με θέμα «Η σχέση του Σαίξπηρ με την κλασική και σύγχρονη Ελλάδα», που οργανώνει το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, θα διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη στις 22 Οκτωβρίου.
Ενισχυμένος έναντι άλλων κλασικών στον 21ο αιώνα


Ο 21ος αιώνας βρήκε τον Σαίξπηρ ενισχυμένο έναντι άλλων κλασικών, αφού κατέχει πλέον την πρώτη θέση στη διεθνή σκηνή και βιβλιογραφία, ξεπερνώντας κάθε άλλο συγγραφέα στο θεατρικό και ερευνητικό έργο που έχει εμπνεύσει. Την τελευταία δεκαπενταετία πολλές χώρες έχουν ιδρύσει σαιξπηρικές εταιρείες, σε βαθμό μάλιστα που να παρακινήσουν τους Αγγλους να ιδρύσουν το 2002 τη δική τους Βρετανική Σαιξπηρική Εταιρεία! Η εθνική ταυτότητα του βάρδου δεν ήταν πλέον δεδομένη και ευδιάκριτη.
Στις μη αγγλόφωνες χώρες, ακόμα και εντός της Ευρώπης, η πρόσληψή του δεν ήταν ίδια. Σε ορισμένες (όπως στη Γερμανία και στην Ιταλία) ενσωματώθηκε πλήρως στις εθνικές κουλτούρες, ενώ αντίθετα σε άλλες χώρες, κυρίως μη ευρωπαϊκές, ο άγγλος ποιητής κατείχε μια άβολη θέση.
Δεν απέκτησε ποτέ την ελληνική «ιθαγένεια»


Στην Ελλάδα ο Σαίξπηρ βίωσε πολλές μεταπτώσεις, ενώ εν τέλει δεν ενσωματώθηκε στην ελληνική κουλτούρα. Σχόλια όπως «γιατί χρειαζόμαστε τον Σαίξπηρ αφού έχουμε τους δικούς μας κλασικούς» ακούγονται λιγότερο συχνά σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Φανερώνουν, ωστόσο, έναν υποφώσκοντα εθνικισμό στη στάση των Ελλήνων απέναντι σε μεγάλες φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του θεάτρου. Ο Σαίξπηρ δεν εισήχθη ποτέ ουσιαστικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ για πολλά χρόνια οι μεταφράσεις των έργων του δεν συμβάδιζαν με την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Στο ελληνικό θέατρο η παρουσία του Σαίξπηρ ήταν πάντα αισθητή. Ομως παρά τα πολλά χρόνια της παραμονής του στο ελληνικό σανίδι, ο άγγλος ποιητής δεν απέκτησε ποτέ την ελληνική ιθαγένεια: δεν έχει δημιουργηθεί κάποια θεατρική παράδοση γύρω του, ούτε έχει αποκτήσει ο ελληνικός λαός οικειότητα με το έργο του.
Οι λόγοι της μη «ιθαγενοποίησης» του Σαίξπηρ στην Ελλάδα είναι σύνθετοι και ιστορικά ταξικοί. Σχετίζονται με το γεγονός ότι από την ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου στις αρχές του 20ού αιώνα ως την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ο οικουμενικός βάρδος θεωρούνταν προνόμιο των μορφωμένων και της αθηναϊκής ελίτ, η οποία έτεινε να δημιουργεί μια κοσμική ατμόσφαιρα γύρω από παραστάσεις των έργων του (ειδικά στο Εθνικό Θέατρο). Κατά καιρούς, γίνονταν προσπάθειες να φτάσει ο Σαίξπηρ στις λαϊκές μάζες (το Ονειρο και η Τρικυμία του Κουν με τους μαθητές του στο Κολλέγιο Αθηνών στη δεκαετία του 1930, ο Ιούλιος Καίσαρας των Ενωμένων Καλλιτεχνών και η Τρικυμία του Τάκη Μουζενίδη το 1945 κ.ά.). Ομως οι προσπάθειες αυτές αποδείχτηκαν αποσπασματικές αφού δεν ξεπέρασαν το στάδιο του προσωρινού πειραματισμού. Συχνά σκόνταφταν στις απαιτητικές ανάγκες των σαιξπηρικών έργων (αριθμός ηθοποιών, ειδική εκπαίδευση, χρόνος προετοιμασίας, αυξημένο κόστος), αλλά όχι μόνο.
Η αναβίωση του αττικού δράματος και η ίδρυση των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στον χώρο του θεάτρου και επηρεάζουν την ενασχόληση των Ελλήνων με τον Σαίξπηρ.
Η κατακόρυφη αύξηση στην παραγωγή αρχαίου ελληνικού δράματος που παρατηρείται μετά το 1955 συνδέεται με τη γενικότερη πολιτιστική ανοικοδόμηση της χώρας και εκφράζει την επίσημη πολιτική για την παραγωγή ενός ελληνικού πολιτισμικού προϊόντος, το οποίο θα διατίθεται για ευρεία κατανάλωση στα μεγάλα, πέτρινα θέατρα της αρχαιότητας και, αν δυνατόν, θα εξάγεται στο εξωτερικό. Ο άγγλος δραματουργός έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Τα έργα του εξακολουθούν να ανεβαίνουν τακτικά στο Εθνικό (περίπου ένα έργο ανά έτος, όπως πριν) αλλά με λιγότερες νέες παραγωγές, ενώ παρουσιάζει σημαντική κάμψη στο ελεύθερο θέατρο στις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Είναι εμφανές ότι δεν επενδύονται δυνάμεις στη δική του «αναβίωση». Η εγκατάλειψή του από τον Κουν μετά το 1973 είναι και συμβολική. Δημιουργείται η αίσθηση ότι ο βάρδος είναι μεν οικουμενικός αλλά κατά βάθος Αγγλος. Οι ρίζες του δεν ταιριάζουν στα ελληνικά χώματα και πάντως απαιτούν πολύ κόπο και χρήμα για να αποδώσουν καρπούς.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Σαίξπηρ δεν είχε πλησιάσει τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας, αν εξαιρέσουμε την παράσταση του Οθέλλου από το ΚΘΒΕ στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων το καλοκαίρι του 1964. Για πολλά χρόνια, οι άνθρωποι που καθόριζαν την πολιτιστική πολιτική της Ελλάδα, όπως εκφράζονταν από τις διοικήσεις των φεστιβάλ και των κρατικών θεάτρων, είχαν τοποθετήσει τον Σαίξπηρ σε ένα οικουμενικό υπερπέραν, κρατώντας τον έτσι σε απόσταση από τα μεγάλα πλήθη και από τα μνημεία της ελληνικής κληρονομιάς. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα ο Σαίξπηρ δεν είχε ανέβει στην Επίδαυρο.
Η τάση για την απελευθέρωση του Σαίξπηρ


Η τάση για την απελευθέρωση του Σαίξπηρ (πρόδρομος της οποίας υπήρξε ο Κάρολος Κουν) άρχισε να γενικεύεται από το 1975 και ύστερα, με τη δημιουργία νέων θεάτρων από νέους καλλιτέχνες, όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος και το Αμφι-Θέατρο. Στη δεκαετία του ογδόντα, ειδικά στην οκταετία της παραμονής της Μελίνας Μερκούρη στο υπουργείο Πολιτισμού (1981-1989) αλλά και στα αμέσως επόμενα χρόνια, δημιουργήθηκαν πολλά νέα πειραματικά θεατρικά σχήματα. Το Θέατρο του Νότου, που ιδρύθηκε από τον Γιάννη Χουβαρδά το 1991, έδωσε στον πνευματικό κόσμο τον συνδυασμό τόλμης και ποιότητας που δεν μπορούσαν τότε να δώσουν οι κρατικές σκηνές ή τα διάφορα ΔΗΠΕΘΕ. Το Θέατρο του Νότου ανέβασε αρκετά έργα του Σαίξπηρ και άλλαξε ριζικά τον τρόπο που εμφανιζόταν ο άγγλος ποιητής πάνω στην ελληνική σκηνή. Ολα πλέον ήταν δυνατά χωρίς τον φόβο βεβήλωσης του σαιξπηρικού κειμένου.
Ταυτόχρονα, εμπλουτίστηκε ο ποιητικός λόγος του Σαίξπηρ στα ελληνικά με νέες μεταφράσεις από ποιητές-μεταφραστές ή ανθρώπους του θεάτρου (Χειμωνάς, Καψάλης, Δημητριάδης, Χατζόπουλος, Πασχάλης, κ.ά.) καθώς και μια νέα σειρά των απάντων από τον Ερρίκο Μπελιέ.
Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η απελευθέρωση του Σαίξπηρ και στην Ελλάδα έχει συντελεστεί πλήρως. Δεν λείπουν οι καλές παραστάσεις των έργων του. Στα χέρια ικανών καλλιτεχνών μπορούν μάλιστα να μιλήσουν απευθείας στους Ελληνες, όπως έγινε με την παράσταση του Βασιλιά Ληρ στο ΚΘΒΕ το 2009 (σκην. Στάθη Λιβαθινού). Εναν χρόνο μετά το ανελέητο κάψιμο της Αθήνας, η παράσταση ήρθε να τοποθετήσει τα λάθη, τον πόνο και την οδύνη του γηραιού Βασιλιά (Νικήτας Τσακίρογλου) σε έναν κόσμο βίας, σύγχυσης, εξουσιομανίας και καταπάτησης των ανθρώπινων αξιών –σε έναν κόσμο όπου η τραγωδία του ανθρώπου είναι η τάση του για αυτοκαταστροφή, που μπορεί και να μην έχει όρια.
Αυτό που λείπει στην Ελλάδα είναι η παιδεία που αποκτάται μέσα από τη μελέτη ή την απλή ανάγνωση των έργων του Σαίξπηρ σε διάφορα επίπεδα και κυρίως στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όταν ακόμα τα παιδιά διαμορφώνουν την άποψή τους για την κοινωνία και τον κόσμο. Σε αυτό το επίπεδο, όμως, το θέμα της εξοικείωσης των παιδιών με ξένους κλασικούς συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ συνδέεται με το γενικότερο θέμα της παιδείας στην Ελλάδα και ξεφεύγει των περιθωρίων αυτού του άρθρου.
Το διεθνές συνέδριο «Η σχέση του Σαίξπηρ με την κλασική και σύγχρονη Ελλάδα», που οργανώνει το Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα διεξαχθεί στις 22 Οκτωβρίου 2016 στο Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών ΑΠΘ (Αγίου Δημητρίου 158Α). Πληροφορίες: http://www.enl.auth.gr/hakespeare%26greece/index.html

Η κυρία Τίνα Κροντήρη είναι καθηγήτρια της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου της Αγγλικής Αναγέννησης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ