Σταύρος Ζουμπουλάκης
Υπό το φως του μυθιστορήματος
Εκδόσεις Πόλις.
σελ. 213, τιμή 14 ευρώ

Από τους πολυάριθμους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαβάσουμε τη λογοτεχνία, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης διαλέγει τον δρόμο των ιδεών και δη των εβραϊκών και των χριστιανικών ιδεών. Η οπτική του δεν είναι ακαδημαϊκή (πώς αποτυπώνονται εν γένει ο εβραϊσμός και ο χριστιανισμός στη λογοτεχνία), αλλά πολύ ειδική και συγκεκριμένη: τι συμβαίνει με τον εβραϊσμό και τον χριστιανισμό σε συγγραφείς και μυθιστορήματα που διατηρούν δεσμούς ταυτότητας μαζί τους. Και πάλι, όμως, ο Ζουμπουλάκης δεν θέλει να μιλήσει για μυθιστορήματα που εμφορούνται από τις εβραϊκές και τις χριστιανικές πεποιθήσεις, διαλαλώντας την ιδεολογία και την ευφορία της πίστης τους, αλλά για το έργο μυθιστοριογράφων οι οποίοι θέτουν το ζήτημα της πίστης στις υπαρκτικές του διαστάσεις. Γιατί η πίστη δεν αντιπροσωπεύει μια τυποκρατική προσήλωση, τη δέσμευση σ’ ένα πεδίο αφηρημένων κανόνων, αλλά μια συνεχή αναρώτηση: μιαν αδιάκοπη αγωνία, όπως την έχει αναδείξει ο Κίρκεγκωρ, για τις προϋποθέσεις που μπορεί να εγγυηθούν την αλήθεια και την ισχύ της σχέσης με τον Θεό.

Η πίστη είναι μεγάλη δύναμη και ταυτοχρόνως ασίγαστη φωτιά ικανή να κατακάψει τους ανθρώπους που παλεύουν στους κόλπους της. Και σε τέτοιους ανθρώπους (συγγραφείς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες) εστιάζει την προσοχή του ο Ζουμπουλάκης: σε πρόσωπα τα οποία ανάλωσαν τη ζωή τους στον αγώνα να εγκαταστήσουν τον Θεό στη συνείδηση και στην καρδιά τους. Ο Ντοστογέφσκι θα αναζητήσει το αγαθό, όταν βγει από τον δικό του, τόσο αυστηρά οριοθετημένο κόσμο, στη φαιδρότητα του Δον Κιχώτη. Ο Γιόζεφ Ροτ θα χαρίσει, ύστερα από αλλεπάλληλες δοκιμασίες και βασανισμούς, στον Ιώβ του το θαύμα, με τη διαφορά πως δεν θα τον αφήσει να μακροημερεύσει και να το χαρεί όπως ο βιβλικός Ιώβ. Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ θα βάλει τους ήρωές του να συγκρουστούν με τον Σατανά, επιτρέποντας στο Κακό να κυριαρχήσει παρά τις πολλαπλές αντιστάσεις. Και ο Φίλιπ Ροθ θα αναδείξει το δράμα των Εβραίων να αποτελούν παντού και πάντοτε μιαν απεχθή εξαίρεση. Από την άλλη μεριά, ο Γκράχαμ Γκρην θα ανεβάσει στον σταυρό δίπλα στον Χριστό έναν πέρα για πέρα αμαρτωλό ιερέα για να του προσφέρει τη λύτρωση ενώ η Φλάνερι Ο’ Κόνορ θα προσευχηθεί στον Θεό να της δώσει τη χάρη να γράψει μυθιστόρημα ακόμα κι αν το μυθιστόρημα είναι με την εγκοσμιότητά του μια ως εξ ορισμού ακάθαρτη τέχνη. Οσο για τη Μέριλιν Ρόμπινσον, θα εικονογραφήσει την αδυναμία αποδοχής της θεϊκής πατρότητας χωρίς να σφραγίσει ποτέ τις πύλες του Οίκου του Πατρός.
Τοποθετημένη σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η λογοτεχνία αποσύρεται εκ των πραγμάτων από την επικράτεια των ιδεών, για να αποκαλύψει τον οντολογικό της πυρήνα. Κι αυτό δεν σημαίνει βεβαίως κάποια υπέρτερη, μεταφυσική ουσία, αλλά μια ανοιχτή διαμάχη της ύπαρξης με τη μοίρα της, σε μια αιώνια (αν και όχι ακριβώς νιτσεϊκή) επανάληψη, όπου η πίστη θα πρέπει να ξεκινήσει κάθε φορά από την αρχή τη μάχη για τη διάσωσή της. Εκείνο ωστόσο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι κάτι άλλο: η ικανότητα του Ζουμπουλάκη να φτάσει διά μέσου της λογοτεχνίας σε θεμελιώδη θεολογικά ερωτήματα χωρίς να κλονίσει ούτε κατά διάνοιαν την ανθρωπολογική της βάση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ