Luc Boltanski, Arnaud Esquerre
Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς
Μετάφραση – επίμετρο Χαριτίνη Καρακωστάκη.
Εκδόσεις Πόλις, 2015, τιμή 9 ευρώ

«Σήμερα απέχουμε πολύ από την πολιτική κανονικότητα» διαπιστώνει ο Λικ Μπολτανσκί από τις πρώτες ήδη σελίδες του λεπτού αλλά ιδιαίτερα μεστού σε αναλυτική ικανότητα βιβλίου που συνυπογράφει με τον συνεργάτη του Αρνό Εσκέρ. Γράφοντας λίγο προτού το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν κατακτήσει την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές με ποσοστό 24,68%, ο 75χρονος διακεκριμένος γάλλος κοινωνιολόγος, μαθητής του Πιερ Μπουρντιέ, βλέπει την πολιτική πραγματικότητα στη χώρα του να τελεί υπό ιδιάζουσα κατάσταση –τόσο ιδιάζουσα που δύναται να θεωρηθεί «κατάσταση εξαίρεσης»: σήμερα «την πρωτοβουλία την έχει εξ ολοκλήρου μια γοητευμένη ή εμβρόντητη με τα άκρα της Δεξιά». Ακρα τα οποία, αφού πέτυχαν την επανασύνδεση με τους εννοιολογικούς τόπους, το λεξιλόγιο και τις αντιδημοκρατικές εκφοβιστικές χίμαιρες των προπολεμικών εξτρεμιστών του γαλλικού συντηρητισμού, είδαν τον λόγο τους να διαπερνά το σύνολο σχεδόν της δημόσιας σφαίρας. Φαινόμενο που οι συγγραφείς εύστοχα αποκαλούν στον τίτλο τους «Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς».

Η καταγωγή της Ακροδεξιάς


Η γενεαλογία του Εθνικού Μετώπου που υπαινικτικά συνθέτουν οι Μπολτανσκί και Εσκέρ παρακάμπτει τη φιλελεύθερη, μετριοπαθή Δεξιά που κληροδότησε μεταπολεμικά στη Γαλλία ο Σαρλ ντε Γκωλ. Στον πυρήνα της ιδεολογίας και του λόγου του Μετώπου ανιχνεύουν τη ριζοσπαστική Δεξιά του Μεσοπολέμου, όπως αυτή εκφράστηκε μέσω της πολυπληθούς οργάνωσης Action Française, ενός συνασπισμού καθολικών, μοναρχικών, εθνικιστών, αντιδραστικών, φασιζόντων στοιχείων, από την οποία εν καιρώ θα προέρχονταν σημαντικοί πυλώνες του φιλοναζιστικού καθεστώτος του Βισί το καλοκαίρι του 1940. Πρόκειται για καίρια επισήμανση, μια και συχνά η πορεία του Εθνικού Μετώπου φαντάζει ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της κατ’ εξοχήν ανεκτικής, δημοκρατικής, αριστερής κοινωνίας την οποία εγκαθίδρυσε η Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο η καθολική συντηρητική Γαλλία υπήρξε μετά την Παλινόρθωση των Βουρβόνων, το 1814, μια εξίσου ισχυρή συνιστώσα της ιστορίας της χώρας, ορατή στην πολιτική σκηνή, στην παραγωγή ιδεών, στον διάχυτο αντισημιτισμό που εκφράστηκε με τη συμβολική ρήξη της υπόθεσης Ντρέιφους. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ας σημειωθεί, οι οργανώσεις του αστερισμού της Ακρας Δεξιάς, από την Action Française ως την Croix-de-feu, αριθμούσαν εκατομμύρια μέλη.
Οι τρεις διευρύνσεις του λόγου


Οπως η μεσοπολεμική επαναστατική Δεξιά, το Εθνικό Μέτωπο παρουσιάζεται σήμερα ως μια «ούτε-Δεξιά-ούτε-Αριστερά», με γλώσσα και ρητορική δάνειες και από τις δύο: «λαός», «δημοκρατία», «αξίες», «ισότητα ευκαιριών», «κοινωνική δικαιοσύνη». Ο «λαός» δεν είναι πια η αγροτική Γαλλία αλλά οι μικροαστοί και τα υπολείμματα της εργατικής τάξης, η «ηθική» οτιδήποτε σχετίζεται με τον «λαό». Και οι δύο έννοιες λοξοκοιτούν προς την κατεύθυνση της εσωτερικής ασφάλειας προκειμένου να διαμορφώσουν τον αντιθετικό «Αλλο» του «λαού» –έναν εσμό αστών νέων υψηλότερης μόρφωσης, καταδικασμένων από τις συνθήκες ύφεσης στην εργασιακή επισφάλεια, μεταναστών χωρίς χαρτιά, Αράβων, κατοίκων των «προαστίων», σεξουαλικά αποκλινόντων. Αυτό το «περιθώριο» είναι το ιδεολόγημα που επιφέρει την πρώτη διεύρυνση του πεδίου απήχησης του δεξιού λόγου συνδέοντας μια παραδοσιακή καθολική Δεξιά-πρόμαχο της σεξουαλικής αντεπανάστασης με μια Δεξιά-κήρυκα μιας εθνικολαϊκής Επανάστασης.
Ακολουθεί η εκμετάλλευση της έννοιας της ταυτότητας. Οι Μπολτανσκί και Εσκέρ δείχνουν πώς η επιστράτευση της υπεράσπισης της «γης και των νεκρών», κατά το σχήμα του εθνικιστή διανοουμένου Μορίς Μπαρές (1862-1923), με φόβητρο τη μουσουλμανική κοινότητα, συντελείται με άξονα τον κίνδυνο της «μεγάλης αντικατάστασης» των γηγενών από τους επήλυδες κατακτητές. Παράλληλα το Εθνικό Μέτωπο επανεισάγει τον αντισημιτισμό της Action Française δίνοντάς του αντισυστημική χροιά και επιδιώκοντας αφενός να παραπλανήσει μέρος του μουσουλμανικού στοιχείου με μια επίφαση κοινού εδάφους, αφετέρου να ελκύσει μια πλευρά της αντισυστημικής Αριστεράς. Εδώ οι συγγραφείς διαβλέπουν την τρίτη διεύρυνση, στο πάλαι ποτέ προνομιακό πεδίο της Αριστεράς, με δούρειο ίππο τα ζητήματα του ξένου ανταγωνισμού και της Ευρώπης. Χάρη σε αυτά γεφυρώνεται η χαώδης ενίοτε απόσταση ανάμεσα σε «κοινωνικές ομάδες που διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τον πλούτο, τον τρόπο ζωής και τα ενδιαφέροντα, αισθάνονται όμως την ίδια εχθρότητα και απέναντι στον «ξένο» και στους «ξένους», μακρινούς ή κοντινούς –και αυτή η εχθρότητα είναι ικανή να καταργήσει ως διά μαγείας τις αντιθέσεις τους». Τέτοια ενδεικτική συμπαράταξη είναι αυτή του παλιού προλεταριάτου, το οποίο πλήτετται από την ανεργία, με μια «τοπική μπουρζουαζία», μια «τάξη κληρονόμων» που εκμεταλλεύεται επενδύσεις σε περιοχές αστικού εξευγενισμού ή πολυτελούς τουρισμού. Η Ευρώπη των Βρυξελλών, φορέας του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης για τους πρώτους, ανεπιθύμητων ρυθμιστικών παρεμβάσεων για τους τελευταίους, είναι ο κοινός εχθρός.
Στη Γαλλία οι Μπολτανσκί και Εσκέρ βλέπουν σύσσωμο το πολιτικό φάσμα να μετατοπίζεται: η φιλελεύθερη Δεξιά προς έναν ακροδεξιό λόγο «αξιών», η σοσιαλιστική Αριστερά προς το κενό που αφήνει η φυγή της Κεντροδεξιάς, η Ακρα Αριστερά, στερημένη ιδεολογίας, ανάλυσης και περιεχομένου, προς την «άκριτη αποδοχή της γνώμης του εκλογικού σώματος», το οποίο «σχεδόν ανεπαίσθητα, σχεδόν αθώα, σχεδόν ασυναίσθητα» υποχωρεί ολοένα δεξιότερα. Αρκεί η έκκλησή τους στην Αριστερά για άσκηση κριτικού λόγου για τον νεοφιλελευθερισμό και την κυριαρχία του, την κοινοτοπία και την παγίδα του υποτιθέμενου «αυτονόητου» ώστε να αντιστραφεί η πορεία; Ο απόηχος της επίθεσης στη «Charlie Hebdo» μοιάζει να τους δικαιώνει εν μέρει. Χωρίς καινοτόμες πολιτικές απαντήσεις ωστόσο η ανακύκλωση της τρέχουσας ατζέντας στον δημόσιο λόγο θα ευνοεί μακροπρόθεσμα μόνο τη Μαρίν Λεπέν.
Οι ελληνικές προεκτάσεις
Το κείμενο των γάλλων κοινωνιολόγων προξενεί συνειρμούς και με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Η προφανής διασύνδεση έχει να κάνει με τη ρητή ή υπόρρητη αποδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας στη δημόσια σφαίρα. Το ΛΑΟΣ όχι μόνο ενσάρκωσε την «κανονικοποίηση» του ακραίου πολιτικού λόγου, βρέθηκε προσωρινά στην εξουσία ως μέρος της κυβέρνησης Παπαδήμου. Οσο για τη Χρυσή Αυγή, ευδιάκριτες φωνές δημοσιογράφων αναφέρθηκαν στη δυνατότητα συμμαχίας με μια «πιο σοβαρή» εκδοχή της και δημοφιλείς καλλιτέχνες του πενταγράμμου εκδήλωσαν τη συμφωνία τους με τις θέσεις της.
Μια λιγότερο προφανής, ίσως, αναγωγή άπτεται της οξυδερκούς επισήμανσης των Μπολτανσκί και Εσκέρ αναφορικά με τα ζητήματα των «ξένων» και της Ευρώπης ως συγκολλητικού στοιχείου ετερόκλητων συμμαχιών. Η κυβερνητική σύμπτωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ με τη λαϊκιστική Δεξιά των ΑΝΕΛ δεν προκύπτει ασφαλώς σε επίπεδο πολιτικής συγγένειας ή προγραμματικής συμφωνίας, αλλά στο σημείο ενός λόγου περί «εθνικής υπερηφάνειας» ο οποίος υπόκειται της αντιμνημονιακής ρητορείας. Στη θέση του ξένου παράγοντα τοποθετείται η τρόικα, ενώ στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής τακτικής προκρίνεται η επιλεκτική γλωσσική αντιπαράθεση με εκφάνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε με συμβολικούς όρους από το λεξιλόγιο της εθνικής μνήμης («Κούγκι») είτε με την προσφυγή στην έννοια μιας άλλης Ευρώπης, της «Ευρώπης των λαών». Σε αυτό το υπόβαθρο η προβληματική άλλοτε κοινοβουλευτική συμπόρευση δύο απομακρυσμένων χώρων φαίνεται σήμερα να εξασφαλίζει την επιδοκιμασία της εκλογικής τους βάσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ