«Αν περισσότεροι πολιτικοί γνώριζαν ποίηση και περισσότεροι ποιητές γνώριζαν πολιτική, είμαι πεπεισμένος ότι ο κόσμος μας θα ήταν λίγο καλύτερος». Με αυτή τη ρητορική κορύφωση ολοκλήρωνε ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι την ομιλία του προς τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ τον Ιούνιο του 1956. Αν η πεποίθηση του αμερικανού προέδρου είναι σωστή, τότε η ελληνική κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έχει τις προϋποθέσεις να κάνει τον κόσμο –αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τους Ελληνες –κάπως καλύτερο μετρώντας στο Υπουργικό Συμβούλιό της τέσσερις ποιητές: τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά (γενν. 1950), τον αναπληρωτή υπουργό Παιδείας Τάσο Κουράκη (γενν. 1948), την αναπληρώτρια υπουργό Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη (γενν. 1954) και τον αναπληρωτή υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Πανούση (γενν. 1949).
Αν ο Τηλέμαχος Χυτήρης του ΠαΣοΚ ήταν μοναχικός λύκος της ποίησης στα υπουργικά έδρανα της πρόσφατης ιστορίας μας, στο Κοινοβούλιο δεν ήταν μόνος. Συναδέλφους στην ποίηση είχε τον Φώτη Κουβέλη της ΔΗΜΑΡ και τη Λιάνα Κανέλλη του ΚΚΕ, με δυο-τρεις συλλογές ο καθένας τους. Πρόγονοί τους ποιητές-πολιτικοί ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Αλέξανδρος Παναγούλης και ο ακαδημαϊκός Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, που έμεινε στην Ιστορία ως πολιτικός-ποιητής με το χλευαστικό προσωνύμιο «Γαργάλατας». Επιφανέστερες περιπτώσεις αυτού του διφυούς ποιητικού-πολιτικού όντος είναι οι Επτανήσιοι: ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, πρώτος βουλευτής Λευκάδας μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Διονύσιος Ρώμας. Στον κατάλογο χωρούν ο Ανδρέας Ρηγόπουλος και ο Γιάννης Κουτσοχέρας από την Αχαΐα, ο σπαρτιάτης δημοτικιστής και ιδρυτής του Εργατικού Κέντρου Αθηνών Αγις Θέρος, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Ασημάκης Πανσέληνος. Είναι όμως η πρώτη φορά που τέσσερις ποιητές συναντώνται στο ίδιο κυβερνητικό σχήμα.
Συνομήλικοι και συνοδοιπόροι


Συνομήλικοι οι τέσσερις, μεγάλωσαν στην ίδια φέτα ελληνικής ιστορίας, με γνωστότερο στο ευρύ κοινό για τις ποιητικές του ανησυχίες τον Τάσο Κουράκη. Το ποίημά του «Ανδρόγυνο»: «Ενώναμε τα αιδοία μας καταργώντας την εσοχή της και την εξοχή μου / κατακτώντας την παλινόρθωση του ανδρόγυνου / όπου ο άνδρας αποκτά αιδοίο χωρίς εξοχή και η γυναίκα εσοχή με / πλήρωση / Ετσι που ο άνδρας γράφεται πλέον με Αλφα κεφαλαίο και η γυναίκα με / Θήτα κεφαλαίο» από τη συλλογή ΙΕΡΩΤΙΚΟΝ (Ιανός, 2009) γίνεται κατά καιρούς viral και στόχος σκωπτικών δημοσιευμάτων και έκανε νέο γύρο στο Διαδίκτυο με την πρόσφατη υπουργοποίηση του συγγραφέα.
Από το Ιχνηλατώντας το παρόν (Παρατηρητής, 1995), περνώντας στα Η λίμνη Βικτορία (Παρατηρητής, 1997) και Λέξεις λάμνουν αεί θάλλουν (Ινδικτος, 2002), η ποίηση του Κουράκη, υπαρξιακή και ηδονική, άλλοτε συμπιέζεται σε σύντομες κρυπτικές στροφές και άλλοτε τεντώνεται σε πεζά ποιήματα και εκτενείς ποιητικούς διαλόγους. Η κοινωνική και πολιτική θεματολογία αμβλύνεται στη διάθλασή της σε πολλαπλά κάτοπτρα, ακόμη και στην πολιτικότερη συλλογή του, το 67% (Ιανός, 2012).
Η Νάντια Βαλαβάνη, ευυπόληπτη μεταφράστρια και μελετήτρια του Μπρεχτ, έχει κυκλοφορήσει τις συλλογές Τέλος εποχής (Καστανιώτης, 1991), Στην πόλη της μακριάς προσμονής (Δελφίνι, 1994) και τον τόμο Η μεγάλη εποχή (Ταξιδευτής, 2009), με πέντε ανέκδοτα ποιήματα και επιλογή ποιημάτων από τα προηγούμενα βιβλία. Τις μεγάλες αφηγηματικές ποιητικές συνθέσεις της στίζουν αποφθεγματικά επιγράμματα: «Αυτό που έλειπε απ’ τη συμβίωσή μας / ήταν κάποια στοιχεία ανεντιμότητας / Ετσι όμως δεν πληρούσε απ’ την αρχή / προδιαγραφές μακροβιότητας / είπε, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε». Εμπνευσμένα από καθημερινά γεγονότα, την οικογενειακή ζωή, από διαβάσματα και παραστάσεις, από ταξίδια, αναφέρονται πρόδηλα ή υπόγεια στους κοινωνικούς αγώνες («Λαύριο 1977-79»), στην αγωνιστική συστράτευση («Τα πρόσωπα των συντρόφων»), στις εξελίξεις στο κόμμα («4ο Συνέδριο»).
Κοινωνική και πολιτική είναι η ποίηση των δύο outsiders, του Νίκου Κοτζιά και του Γιάννη Πανούση, που ανάμεσα στους τίτλους της επιστημονικής εργογραφίας τους ανακαλύπτουμε και από μία όψιμη ποιητική συλλογή.
Γραμμένα σε αεροπλάνα και αεροδρόμια, τα ποιήματα της συλλογής Μονοπάτια (Καστανιώτης, 2000) του Νίκου Κοτζιά είναι νοσταλγικά, μελαγχολικά, για έρωτες που τέλειωσαν, όνειρα που μένουν ανεκπλήρωτα, συντρόφους που χάθηκαν. Ορισμένα παραπέμπουν ρητώς στην επικαιρότητα («Εκλογές 2000»). η μερίδα του λέοντος αφιερώνεται όμως στους συντρόφους («Στα παιδιά της ΚΝΕ»), στον Νίκο Πουλαντζά και τον Λουί Αλτουσέρ («Πολυλογία της σιωπής»: «Αγκαλιά ο Νίκος / Με όλα του τα βιβλία / Πήδηξε στο κενό, / Εκεί, στα έγκατα της σιωπής»), στους απόντες της πάλαι ποτέ «παρέας και συντροφιάς».
Στο Μοιρόγραφτο (2014) του Γιάννη Πανούση οι στίχοι είναι σύντομοι, κοφτοί. Οι τίτλοι, μονολεκτικοί, αμφισβητούνται συχνά με ερωτηματικό («Ευλογία;», «Νέμεσις;», «Ισοπαλία;», «Γάτος;»). Ενδοσκόπηση, μια προσπάθεια ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τον εαυτό, η αποκρυστάλλωση της πολιτικής ταυτότητας και η δημόσια κατάθεση των πολιτικών και ποιητικών αναζητήσεων («Ο στίβος», «Δήλωση», «Κι όμως»), η ματιά στην κοινωνία: «Αυτός ζει / με την εικονική πραγματικότητα της οθόνης / Αυτή ζει με την εικόνα της Παναγίας / στο προσκέφαλό της / Τα παιδιά τους ζουν / με τις εικόνες της βίας του δρόμου / Ουδείς βρίσκει χρόνο και λόγο / για να δει την εικόνα του / στον καθρέφτη».
Ποίηση vs πολιτικής


Δύο νεανικά ποιήματα του Μπαράκ Ομπάμα σε φοιτητικά περιοδικά συζητήθηκαν αρκετά στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ ντε Βιλπέν εμφανίζεται με την ιδιότητα του ποιητή, ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι είναι πολύ επιδέξιος στα χαϊκού και ο νυν πρόεδρος της Ιρλανδίας Μάικλ Χίγκινς έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα οι ποιητές-πολιτικοί γίνονται ακόμη εύκολος στόχος φτηνής λοιδορίας.

«Ως δύο είδη λόγου ο πολιτικός και ο ποιητικός λόγος είναι δύο
τρόποι εξ ορισμού πολέμιοι. Η ποίηση είναι, από τη φύση της, υποκειμενικός, αντιεξουσιαστικός λόγος, σε αντίθεση με τον πολιτικό λόγο που είναι δημόσιος λόγος εξουσίας. Η γλώσσα της ποίησης είναι το «άλλο» της γλώσσας, ενώ η γλώσσα της πολιτικής μια πιο «πεζή» μορφή επικοινωνίας» σχολιάζει στο «Βήμα» η Μαρία Κακαβούλια, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ρητορικής, Αφηγηματολογίας και Υφολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, «και οι δύο αυτοί λόγοι έχουν στόχο και δραστικότητα (πειθώ), χρησιμοποιούν ρητορικά σχήματα (μεταφορά, μετωνυμία, επανάληψη, αντίθεση, ειρωνεία, λογοπαίγνια κ.ά.). Η μεταφορά στους στίχους του Μ. Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / να μην τις παίρνει ο άνεμος» μας θυμίζει ότι πολλές φορές η ποίηση λειτούργησε πιο «πολιτικά» από οποιαδήποτε πολιτική ρητορική».
Οι ποιητές, οι διδάκτορες, η Αριστερά


Τέσσερα είναι τα μέλη της τρέχουσας κυβέρνησης που έχουν εκδώσει ποιητικά βιβλία. Οσοι έχουν γράψει και δημοσιεύσει σε κάποια στιγμή της ζωής τους στίχους είναι πιθανότατα πολύ περισσότεροι. «Η σχέση αγάπης με την ποίηση χρονολογείται από τότε που μπορώ να θυμηθώ ότι είχα συνείδηση των συναισθημάτων μου» προλογίζει τη συλλογή του ο Νίκος Κοτζιάς, γενικεύοντας ότι αυτό «είναι ίδιον όλων των εργατών του πνεύματος που συντάχθηκαν με το ριζοσπαστικά καινούργιο, με το κίνημα ανατροπής του υπάρχοντος». Πιθανόν να μην πέφτει έξω. Περιλαμβάνοντας στη σύνθεσή της περισσότερους ποιητές και περισσότερους διδάκτορες –14 συνολικά –από προηγούμενες κυβερνήσεις, ετούτη η κυβέρνηση αποδεικνύει αληθή την αντίληψη που θέλει την Αριστερά, παρά την πολιτική ήττα της μετά τον Εμφύλιο, να έχει την ηγεμονία στον χώρο του λεγόμενου «συμβολικού κεφαλαίου» της χώρας, στον χώρο της διανόησης και της τέχνης. Πρότυπα υπάρχουν, οι ποιητές-πολιτικοί του Κομμουνιστικού Κινήματος: Στάλιν, Μάο, Χο Τσι Μινχ, Τσε Γκεβάρα…

«Η δημιουργική χρήση της γλώσσας αποτελεί αναμφίβολα το σημείο τομής μεταξύ του πολιτικού και του ποιητικού λόγου»
εξηγεί ο Διονύσης Γούτσος, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Δεν είναι τυχαίο ότι ο κορυφαίος αναλυτής του ύφους Ρόμαν Γιάκομπσον χρησιμοποιεί το σύνθημα της εκστρατείας του Αϊζενχάουερ «I like Ike» για να δείξει τη συνάφεια των γλωσσικών στρατηγικών του πολιτικού λόγου με εκείνες της λογοτεχνίας και επομένως την παρουσία λογοτεχνικότητας σε πολλά είδη του λόγου. Μεταφορές (η ελπίδα έρχεται), ρυθμικά και ρητορικά σχήματα όπως το σχήμα των τριών (εθνική ανεξαρτησία – λαϊκή κυριαρχία – κοινωνική απελευθέρωση) ή ο παραλληλισμός (το ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία) αποτελούν την πρώτη ύλη του δημόσιου λόγου της πολιτικής. Η ποίηση, ωστόσο, και σε αντίθεση με όσα μαθαίνουμε στο σχολείο, δεν επιδιώκει να μεταδώσει ένα μήνυμα αλλά στρέφει την προσοχή μας στην ίδια τη λειτουργία της γλώσσας και στην τέρψη που αισθανόμαστε από αυτήν, μάλλον για να μας ξενίσει και να αλλάξει τη ματιά μας για τα πράγματα παρά για να μας πείσει ή να μας προσηλυτίσει».
Τρία χρόνια μετά τον θρυλικό πολιτικό JFK, τον Δεκέμβριο του 1959, ο Ιταλός Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, ένας ποιητής αυτός, παραλαμβάνοντας το Νομπέλ Λογοτεχνίας στη Στοκχόλμη, στην ομιλία του «Ο ποιητής και ο πολιτικός» υποστήριζε ότι η κάστα των ποιητών βρίσκεται διαρκώς, σε όλες τις κουλτούρες, σε ανταγωνισμό με την κάστα των πολιτικών και μια συμφωνία μεταξύ τους είναι αδύνατη «διότι τον ποιητή ενδιαφέρουν ζητήματα εσωτερικής τάξης του ανθρώπου ενώ τον πολιτικό ενδιαφέρει η επιβολή μιας τάξης». Θα διατηρήσουν οι βάρδοι της νέας κυβέρνησης την ανατρεπτική ματιά και την εγρήγορση του ποιητή παίρνοντας στα χέρια την εξουσία ως πολιτικοί; Μένει να φανεί. Με τα λόγια του Γιάννη Πανούση: «Οσο κι αν το πέρασμα / από την «καθηγητική έδρα» στα πολιτικά έδρανα / σου δημιουργεί μια σύγχυση ρόλων / εξακολουθώ ν’ αγαπάω αυτούς που αγαπούσα / και εξακολουθώ να μη με συγκινούν / αυτοί / αυτά που δεν με συγκινούσαν. / Ελπίζω το μέλλον να μη με διαψεύσει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ