Ντέϊβιντ Πλαντ
Ο αγνός εραστής, μια εξομολόγηση
Μετάφραση Ηλίας Μαγκλίνης.
Εκδόσεις Εστία, 2014,
σελ. 158, τιμή 14 ευρώ

«Τα πρώτα ελληνικά που έμαθα ήταν να σε αποκαλώ «myLove» στη δική σου γλώσσα: Α γ α π ή μ ο υ». Δύο άντρες συναντιούνται στο γλεντζέδικο Λονδίνο των μέσων της δεκαετίας του 1960. Ο 28χρονος Νίκος Στάγκος, γεννημένος στην Αθήνα, γιος ποντίου πατέρα και κωνσταντινουπολίτισσας μητέρας, και ο 25χρονος Αμερικανός Ντέιβιντ Πλαντ. Το ίδιο βράδυ γίνονται εραστές. Είναι το πρώτο βράδυ της υπόλοιπης συντροφικής ζωής τους, που διακόπτεται με τον θάνατο του Στάγκου από καρκίνο το 2004.

Ποιητής, από τους πρωτεργάτες του πρωτοποριακού περιοδικούΠάλι(1964-1966) μαζί με τονΝάνο Βαλαωρίτη, τηΜαντώ Αραβαντινού, τονΓιώργο Μακρή, τον Πάνο Κουτρουμπούση και άλλους, ο Στάγκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936 και μεγάλωσε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, σε μια αστική οικογένεια. Εμαθε μικρός να αγαπά τις γάτες, που τον συντρόφευαν και στο σπίτι του στο Λονδίνο, και μυήθηκε στις μαρξιστικές ιδέες από την κομμουνίστρια υπηρέτρια του σπιτιού. Μετά τον πόλεμο, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών στο Ψυχικό –το οποίο είχε σχεδιάσει ο πατέρας του -, σπούδασε σε πανεπιστήμια της Αμερικής –μεταξύ των οποίων το Χάρβαρντ –και ύστερα από μια σύντομη παραμονή στην Αθήνα εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο όπου εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων.
Υπεύθυνος της σειράς ποίησης για πολλά χρόνια στις εκδόσειςPenguin, μετακινήθηκε στη δεκαετία του 1970, όταν ο οίκος έγινε πολύ εμπορικός για τα δικά του κριτήρια, στις εκδόσειςThamesandHudson, όπου επιμελήθηκε βιβλία τέχνης. Καταξιωμένος στο εκδοτικό κατεστημένο της βρετανικής πρωτεύουσας, προώθησε τη μετάφραση του μυθιστορήματοςΤο τρίτο στεφάνι τουΚώστα Ταχτσή και ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Αγγλία. Τα δικά του ποιητικά κείμενα και σύντομα πεζά, ορισμένα δημοσιευμένα σε περιοδικά και τα περισσότερα ανέκδοτα, συγκεντρώθηκαν στους τόμουςΠοιήματα, 1966-1976(1976) καιΤα οικεία περιβάλλοντα των λέξεων(1981) από τις εκδόσεις Κέδρος.
Κάτοικος Εξαρχείων


Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Στάγκου, ο Ντέιβιντ Πλαντ, πλέον κάτοικος Εξαρχείων, ζει μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα, για να βρίσκεται κοντά στο Β’ Νεκροταφείο και να φροντίζει τον τάφο του αγαπημένου του. Μυθιστοριογράφος, ποιητής και κριτικός, συνεργάτης τουΝewYorker, τουParisReviewofBooks και άλλων επιφανών αμερικανικών φιλολογικών εντύπων και δάσκαλος δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά τον μικρό τόμο Ο αγνός εραστής, μια εξομολόγηση (Εστία, 2014), ως άτυπο μνημόσυνο στη μνήμη του «αγνού εραστή» Νίκου Στάγκου.
Γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, το κείμενο απευθύνεται στον εκλιπόντα και μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις του αυτοβιογραφικού υλικού επιχειρεί να τον βιογραφήσει, να διηγηθεί την ιστορία της σχέσης τους και να κρατήσει στη μνήμη επεισόδια της κοινής ζωής τους. Στις τελευταίες σελίδες, καταγράφει την πορεία προς τον θάνατο, προσπαθεί να διαχειριστεί το βίωμα της απώλειας και περιγράφει την ψαύση του παρελθόντος με την ελπίδα ανακάλυψης στοιχείων που θα βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση της ζωής:«Ηταν μια βασανιστική οδύνη, τα χέρια και τα πόδια μου κατέρρεαν από το βάρος της κι εγώ σε ρωτούσα πώς ήταν δυνατόν να μη βρίσκεσαι εκεί να απαλύνεις μια τόσο βαθιά οδύνη».
Ο Πλαντ παρουσιάζει τη ζωή στο ελληνικό τους σπίτι στο Λονδίνο, πάντα εξοπλισμένο με ελιές, λάδι και φασκόμηλο, την κοινωνική τους δραστηριότητα, τις εκδρομές και τα δείπνα με τους ποιητές Γ. Χ. Οντεν και Στίβεν Σπέντερ, τον ιστορικό Στίβεν Ράνσιμανκαι άλλους διανοουμένους και καλλιτέχνες της εποχής, την κοσμοπολίτικη ζωή στην Ιταλία, το Πάσχα στην Αθήνα και τα καλοκαίρια στην Πάρο, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς σκοτεινές γωνιές:«Νεαρός ακόμα, η πρώτη φορά που σε απάτησα ήταν με έναν νέο που γνώρισα μέσα στο λεωφορείο καθώς γύριζα στο σπίτι, εσύ ήσουν στο γραφείο μακριά απ’ το σπίτι».
Μια ελεγεία, στην οποία, μέσα από θραύσματα αναμνήσεων και ακουσμάτων, γίνονται χειροπιαστά τα πρόσωπα, η καθημερινότητα στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου, η ατμόσφαιρα του ζωηρού Λονδίνου των 60s, η ζωή στο διαφορετικό, γκέι περιβάλλον, η οικοδόμηση ταυτότητας στον ξένο τόπο, η αναζήτηση του ωραίου, του ιδανικού, του αγνού, η κατάκτηση της ευτυχίας, το εύθραυστο της ευδαιμονίας. Σε αυτόν τον κόσμο, για τον αμερικανό λάτρη της αρχαιότητας ο έλληνας εραστής μυθοποιείται λόγω καταγωγής και γίνεται το κλειδί για την κατανόηση της ελληνικότητας:«Εσύ έβρισκες την κλασική Ελλάδα μέσα από τρόπους που μόνον εσύ, ένας Ελληνας, μπορεί, έτσι όπως δεν θα μπορούσε να το κάνει ένας ξένος».
Υιοθετώντας τρόπους της παράδοσης των μεγάλων αμερικανών πεζογράφων του 20ού αιώνα, ο Πλαντ διακινεί τη συγκίνηση υπόγεια, με την εκφραστική τεχνική της κάμερας: «Για την κηδεία σου ταξιδέψαμε μαζί στο αεροπλάνο προς Αθήνα, εσύ στο φέρετρό σου, μαζί με τις αποσκευές, εγώ στη θέση μου, μαζί με τους επιβάτες». Ο λιτός λόγος της απουσίας εκφωνημένος θαρρείς σε ντελικάτο μισόφωτο, μόλις στο τέλος ξεφεύγει και μεταμορφώνεται από εξομολογητικό ψίθυρο σε λυρικό παραλήρημα χάνοντας κάποια από την υποβλητική του δύναμη.
Τα ελληνικά του Ηλία Μαγκλίνη αποδίδουν θαυμάσια τη θλίψη του πένθους που διυλίζεται στην αγαπητική γλώσσα του έρωτα και γλυκαίνει από την καταπραϋντική θύμηση του βιώματος της αγάπης, σε μια ανθρώπινη ιστορία για την κοινή μοίρα –αλλά την εξατομικευμένη εμπειρία –του θανάτου και για τα δώρα της ζωής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ