Σοφία Ντενίση
Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή.
Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του
ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμού
Εκδόσεις Νεφέλη, 2014,
σελ. 556, τιμή 28,50 ευρώ

«Αι ξέναι γλώσσαι, αι μυθιστορίαι, τα κακοήθη δράματα και ακούσματα…, αι ξενικαί αναγνώσεις… βλάπτουσιν μεγάλως και τα κοράσια και την τύχην αυτών, καθώς και την εθνικήν» έγραφε στην Ιωνική Μέλισσα το 1851 ο αρθρογράφος Ι. Γ. Λ. υποστηρίζοντας την ανάσχεση της εκπαίδευσης των Ελληνίδων. Για τη σύγχρονη Ελληνίδα αυτή η ιστορική πραγματικότητα είναι τόσο μακρινή και αδιανόητη, που δεν την αναγνωρίζει. Τεκμηριώνεται όμως από πολλές μαρτυρίες: «Εστάθη μια εποχή στην Κεφαλονιά, κ’ εκείνην την εποχήν ως κ’ εμείς τη θυμόμαστε, εις την οποία τα γράμματα στες γυναίκες εθεωρούντο σαν ένα πράγμα πολύ επικίνδυνο» ανέφερε ο Ανδρέας Λασκαράτος στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856).

Οι γυναίκες στην Ελλάδα σήμερα έχουν πρόσβαση στα καλύτερα σχολεία. Κατακλύζουν τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες –σύμφωνα με τις έρευνες αναγνωσιμότητας –και εκφράζονται με την πένα τους συχνότερα από αυτούς, αν μετρήσουμε τις γυναικείες υπογραφές στα εξώφυλλα των βιβλίων που εμφανίζονται στα βιβλιοπωλεία. Από τα χρόνια που μνημονεύει ο Λασκαράτος μέχρι σήμερα η ελληνίδα μαθήτρια, αναγνώστρια και συγγραφέας διένυσε μακρύ δρόμο, με βήματα διερευνητικά ή τολμηρά άλματα, που χάνονται στην απροσδιοριστία του μισοσκόταδου. Στη μελέτη της Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή (Νεφέλη, 2014) η Σοφία Ντενίση, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, χαρτογραφεί ένα μεγάλο πρώτο τμήμα της διαδρομής αυτής, από το 1789-1880. Αποδελτίωσε 513 συνεργασίες των γυναικών σε πενήντα περιοδικά της περιόδου αυτής και συγκέντρωσε 227 αυτοτελείς εκδόσεις τους, κείμενα πρωτότυπα και μεταφρασμένα, από τα οποία προκύπτει το προφίλ της ελληνίδας λογίας της περιόδου του νεοελληνικού διαφωτισμού (18ος αιώνας) και του νεοελληνικού ρομαντισμού (1830-1880), η οποία προετοίμασε το έδαφος για την εμφάνιση της αναγνωρίσιμης Καλλιρρόης Παρρέν και των γυναικών του κύκλου της Εφημερίδος των Κυριών (1887-1917) που θα αναλάβουν δράση για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, συγκροτώντας το πρώτο κίνημα του ελληνικού φεμινισμού. Ονόματα λησμονημένα: Δουδού Υψηλάντη, Δόμνα Κατήνκω, Αντωνούσα Καμπουράκη, Αγάπη Λαμπίση, Πολυτίμη Κουσκούρη, Ευρυδίκη Γέροντα. Δραματογράφοι, ποιήτριες, μυθιστοριογράφοι, μεταφράστριες, εκδότριες, παιδαγωγοί.
Οι πρώτες γυναίκες συγγραφείς του 18ου-19ου αιώνα κατάγονται, όπως προκύπτει από την έρευνα της Σοφίας Ντενίση, από φαναριώτικες οικογένειες και όχι από τα πολιτισμένα δυτικοκρατούμενα Επτάνησα, τα οποία, όπως γνωρίζουμε από την εκδομένη Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, είναι ακόμη πολύ συντηρητικά σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των γυναικών. Αντιθέτως, για τους Φαναριώτες, από όπου προέρχονται οι λόγιοι του Διαφωτισμού, ο διαφωτισμός αρχίζει από το σπίτι. Η Δουδού Υψηλάντη και η Δόμνα Κατήνκω γράφουν ποιήματα που κυκλοφορούν χειρόγραφα στους αριστοκρατικούς κύκλους των παρίστριων ηγεμονιών. Οι σύζυγοι, οι αδελφές, οι κόρες των Φαναριωτών διδάσκονται ξένες γλώσσες και εκδίδουν δράματα και παιδαγωγικά έργα μεταφρασμένα από τα γαλλικά, τα ιταλικά ή τα γερμανικά.
Η ενθάρρυνση και η υποστήριξη των αρρένων μελών της οικογένειας είναι καθοριστική στα πρώτα χρόνια για την Ελληνίδα που αποφασίζει να εκφραστεί δημόσια γράφοντας. Η γυναικεία φυσιογνωμία που κυριαρχεί στα γράμματα στα χρόνια της Επανάστασης, η Ευανθία Καΐρη από την Ανδρο, η οποία συνθέτει το πρώτο ελληνικό δράμα με θέμα την Επανάσταση, τον τρίπρακτο Νικήρατο για την πτώση του Μεσολογγίου, είναι αδελφή του θεολόγου, φιλοσόφου, αγωνιστή και μέλους της Φιλικής Εταιρείας Θεόφιλου Καΐρη.
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η νέα πολιτική συνθήκη που συνεπάγεται και μεταβολές στις κοινωνικές ισορροπίες φαίνεται ότι προκαλούν αμηχανία στις Ελληνίδες, οι οποίες σιωπούν εκδοτικά στα χρόνια 1830-1840. Από τη δεκαετία του 1840 όμως τη γραφίδα πιάνουν όχι μονάχα οι Φαναριώτισσες και οι κόρες της άρχουσας τάξης των αγωνιστών, των μεγαλοαστών τραπεζιτών και χρηματιστών αλλά και δασκάλες, που προέρχονται από τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα, και ξένες που πολιτογραφούνται Ελληνίδες. Τα χρόνια αυτά, προέχει για τις γυναίκες να διαδώσουν ιδέες που αφορούν το φύλο τους και να τοποθετηθούν για ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα και την εκπαίδευσή τους. Επιδιώκουν να βελτιώσουν το μορφωτικό επίπεδο της Ελληνίδας με αναγνώσματα επωφελή και μεταφράζουν κείμενα υψηλής λογοτεχνίας για να αποδείξουν τις ικανότητές τους. Η Αικατερίνη Δοσίου, κόρη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, μεταφράζει το 1843 τον Γκιαούρ του Μπάιρον και η Μαρία Ι. Ρώτα εκδίδει το 1847 σε τέσσερις τόμους μια εγκυκλοπαίδεια «εκ των δοκιμωτέρων πεζογράφων και ποιητών».
Στις δεκαετίες του 1850 και του 1860 οι γυναίκες στην Ελλάδα δημοσιεύουν πολλή ποίηση και μεταφρασμένη λογοτεχνία, κυρίως από τη γαλλική γλώσσα, εκδίδουν παιδαγωγικά έργα και διδακτικά εγχειρίδια και στρέφονται προς την παιδική λογοτεχνία. Εκδοτική έκρηξη, που με τη λάμψη της υπερκαλύπτει την παραγωγή των προηγούμενων δεκαετιών, συμβαίνει στις δεκαετίες του 1870 και του 1880. Οι αυτοτελείς εκδόσεις αυξάνονται και ποικίλλουν: θέατρο, ποιήματα και μυθιστορήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και αρχαιολογικά δοκίμια, διδακτικά εγχειρίδια, παιδαγωγικά έργα και διηγήματα για παιδιά, μαρτυρίες και μεταφράσεις έργων του Ουγκό και του Ουόλτερ Σκοτ, του Λέσινγκ και του Λαμαρτίνου, της Δώρας Ντ’ Ίστρια και άλλων γυναικών.
Εκτός από την Μουτζάν-Μαρτινέγκου και την Καΐρη, οι οποίες μνημονεύονται, έστω λιτά, σε Ιστορίες της λογοτεχνίας μας, η Σοφία Ντενίση ρίχνει το φως του προβολέα στην αυτοδίδακτη κρητικιά Αντωνούσα Καμπουράκη, που εκδίδει «την πρώτη ποιητική συλλογή γραμμένη από ελληνίδα εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου», στη Φωτεινή Οικονομίδου, την καλύτερη, κατά την άποψή της, ποιήτρια της περιόδου αυτής, και στην αγαπημένη της Μαρία Μηχανίδου, την πρώτη ελληνίδα μυθιστοριογράφο με τα Φάσματα της Αιγύπτου (1875), η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τη δεκαπεντάχρονη έρευνα της «προϊστορίας» της γυναικείας γραφής στην Ελλάδα. Η συγγραφική δραστηριότητα των Ελληνίδων ήταν –και παραμένει σε κάποιο βαθμό –ακατάγραφη, δεν ήταν όμως ανύπαρκτη, υποστηρίζει η μελετήτρια. Η δραματογράφος Φωτεινή Σπάθη, οι ποιήτριες Μαριέττα Μπέτσιου και Σοφία Λαμπίση, η δοκιμιογράφος Αικατερίνη Ζάρκου και τόσες άλλες, για τις οποίες η έρευνα αποδίδει μόνο σπαράγματα βιογραφικής πληροφορίας, παραμένουν κρίκοι στην αλυσίδα που ενώνει τη μια λογοτεχνική γενιά με την άλλη. Ακόμη κι αν δεν ανακαλύψουμε κάποια Τζέιν Οστεν ανάμεσά τους, η ανασκαφή του έργου τους αποτελεί εργασία υποδομής, εξαιρετικά σημαντική για τη συζήτηση περί γυναικείας γραφής στον τόπο μας.
Εντυπα γένους θηλυκού
Τη γυναικεία γραφή στηρίζουν στο διάστημα του Διαφωτισμού και του ρομαντισμού τρία γυναικεία περιοδικά. Πρώτη, η μηνιαία Κυψέλη, που συντάσσεται και εκδίδεται το 1845 στην Κωνσταντινούπολη από τη Σκυριανή Ευφροσύνη Σαμαρτζίδου (1821-1877). Δασκάλα και ποιήτρια, σύζυγος λογίου γιατρού από τη Λευκάδα, η Σαμαρτζίδου θίγει από τις πρώτες το ζήτημα της ισότητας των φύλων και ενημερώνει τις αναγνώστριές της για τις διεθνείς εξελίξεις στα γυναικεία θέματα. Τα έξι τεύχη του περιοδικού, με ποιήματα και μεταφρασμένα διηγήματα αλλά κυρίως με θέματα που αφορούν την εκπαίδευση των γυναικών, επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε την προοδευτική εκδότρια προδρομική μορφή του φεμινισμού.
Το 1867 η Πηνελόπη Λαζαρίδου εκδίδει τη μηνιαία Θάλεια. Κίνητρο, η παντελής έλλειψη εντύπου για τη δημοσίευση των ιδεών του γυναικείου φύλου στην Ελλάδα. Οι ανυπόγραφες συνεργασίες, πιθανότατα όλες δικές της, περιλαμβάνουν βιογραφίες επιφανών γυναικών, συγκρίσεις με το άλλο φύλο, νομοθετικά κείμενα και άρθρα για τον προορισμό, την ανατροφή και την εκπαίδευση των γυναικών, συνήθως ερανισμένα από άλλες πηγές. Το περιοδικό, το οποίο διχάστηκε μεταξύ της σοβαρής αρθρογραφίας και της προσπάθειας λαϊκής επιμόρφωσης των γυναικών αφενός και της ικανοποίησης ενός παραδοσιακού γυναικείου κοινού που ζητούσε πατρόν ραπτικής και ειδήσεις για τη γαλλική μόδα αφετέρου, δεν ξεπέρασε τα 12 τεύχη. Είχε όμως συνδρομήτριες παντού: στην Αθήνα και στην επαρχία, στην οθωμανική επικράτεια και στις παρίστριες ηγεμονίες, στη Γαλλία, στη Βρετανία.
Οχι εξίσου ριζοσπαστική με την Κυψέλη αλλά συλλογικότερη από τη Θάλεια, με πολλές και αυτή τη φορά ενυπόγραφες συνεργασίες γυναικών, είναι η Ευρυδίκη (1870-1873) που εκδίδει η Αιμιλία Κτενά-Λεοντιάς στην Κωνσταντινούπολη με την ευχή να «παροτρύνη δι’ αμίλλης την επίδοσιν του γυναικείου καλάμου προς παραγωγήν έργων λυσιτελών τη εν γένει αδελφότητι». Η έκκλησή της έχει απήχηση. Γυναίκες στέλνουν στο περιοδικό ποιήματα και πεζογραφήματα και εκφράζουν τις απόψεις τους για τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Συνεργάζονται συχνά γυναίκες που κατέχουν θεσμικές θέσεις, η Δέσποινα Σκέντου, διευθύντρια του νεοσύστατου Παρθεναγωγείου Χάλκης, η Σαπφώ Λαίλιου, διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Μυτιλήνης, και η αδελφή της εκδότριας, η μεγαλοϊδεατικών αντιλήψεων γνωστή παιδαγωγός και ποιήτρια Σαπφώ Λεοντιάς.
Συνεργασίες γυναικών φιλοξένησαν και τα καθοριστικά για την ανάπτυξη της εγχώριας πεζογραφίας Ευτέρπη (1847-1855) και Πανδώρα (1850-1872). Παραχωρούν σελίδες στις γυναίκες όταν αρχίζει η κάμψη της κυκλοφορίας τους, όμως το κύρος που προσδίδουν στις συνεργάτιδές τους είναι πολλαπλάσιο, τοποθετώντας τες ανάμεσα στην ελίτ των συγγραφέων της εποχής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ