Κολμ Τομπίν
Η διαθήκη της Μαρίας
Εκδόσεις Ικαρος, 2014,
σελ. 120, τιμή 12 ευρώ

Δυο εικόνες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, σε απόσταση πέντε λεπτών η μία από την άλλη, στη Βενετία. Από τη μία η «Ανάληψη της Παρθένου» του Τισιανού, «μια πανέμορφη, εξειδανικευτική εκδοχή της Παναγίας» στη Βασιλική Σάντα Μαρία Γκλοριόζα ντέι Φράρι. Από την άλλη η «Σταύρωση» του Τιντορέτο στη Σχολή του Σαν Ρόκο, «μια σκοτεινή και άναρχη εικόνα του μαρτυρίου του Ιησού» με την Παναγία να βρίσκεται κάτω από τον σταυρό με την πλάτη γυρισμένη στον θεατή. Αυτές οι δυο αντιθετικές εικόνες ήταν η έμπνευση για το μόλις 104 σελίδων βιβλίο του Κολμ Τομπίν «Η διαθήκη της Μαρίας» (εκδόσεις Ικαρος), το μικρότερο βιβλίο που μπήκε ποτέ στη βραχεία λίστα του βραβείου Μπούκερ και το τρίτο του Τομπίν που κυκλοφορεί στα ελληνικά μετά τα «Χένρι Τζέιμς, ο δάσκαλος» (Ωκεανίδα) και «Λίγο πριν την Αυγή» (Φυτράκης ΑΕ).

«Η διαθήκη της Μαρίας» είναι ο σπαρακτικός μονόλογος της Παναγίας, ο θλιβερός της απολογισμός για το φρικτό τέλος του υιού της καθώς περνάει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στην Εφεσο. Δυο μαθητές του Ιησού, μάλλον ο Ιωάννης και ο Παύλος, την πιέζουν να θυμηθεί τα γεγονότα για να γράψουν την ιστορία στις γραφές τους. Η Μαρία δυσκολεύεται να πειθαρχήσει στη θέλησή τους. Διότι «εκείνοι ονειρεύονται τον πίνακα του Τισιανού, ενώ εκείνη βλέπει εφιάλτες με τον πίνακα του Τιντορέτο» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Τομπίν. Με κεντρικό πυλώνα αυτό το αντιθετικό δίπολο, ο Τομπίν υφαίνει την πλοκή του βιβλίου του και δίνει φωνή στη Μαρία, τη γυναίκα που είδε τον ασθενικό Λάζαρο να ανασταίνεται και να διατηρείται στη ζωή εφεξής σε ημιθανή κατάσταση. Στη μάνα που είδε το παιδί της να μεγαλώνει και να φεύγει από κοντά της, να γίνεται ένας «ξένος» –για τους άλλους ένας Μεσσίας -, να υποφέρει στον σταυρό και εκείνη, παροπλισμένη και απόλυτα θνητή, να γίνεται μάρτυρας των δεινών του χωρίς να μπορεί να απαλύνει τον πόνο του. «Είναι σαν να γύρισε η φιγούρα από τον πίνακα του Τιντορέτο και να μας κοίταξε» όπως λέει ο Τομπίν. Ας πούμε ότι το βλέμμα της πετούσε σπίθες.
Είναι μια ασυνήθιστη προσέγγιση πάνω στο θείο δράμα, αλλά όχι μια τόσο ασυνήθιστη τάση στη λογοτεχνία. Η ζωή του Ιησού εμπνέει και απασχολεί συγγραφείς στον 21ο αιώνα ακριβώς όπως και στον 20ό. Μετά το «Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο» του Ζοζέ Σαραμάγκου ή την πιο πρόσφατη «Παιδική Ηλικία του Ιησού» του Τζ. Μ. Κουτσί η ιστορία του θεανθρώπου και των οικείων του γράφεται με τα φωτοστέφανα να μένουν εκτός των σελίδων των βιβλίων. Αυτή τη φορά σειρά είχε η Παναγία.
«Η ιστορία της Μαρίας υπήρχε ανέκαθεν μπροστά στα μάτια μας και κανείς δεν της έριχνε μια δεύτερη ματιά» εξηγεί ο Τομπίν. «Πιστεύω ότι μέρος της λειτουργίας της λογοτεχνίας είναι να σπάει τη σιωπή, να δραματοποιεί το διάστημα ανάμεσα σε κάτι που έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και σε κάτι που δεν έχει αρθρωθεί ποτέ. Εκεί είναι το «σπίτι της τέχνης και της λογοτεχνίας»». Το γεγονός όμως ότι εκείνος επιλέγει να εστιάσει στη σχέση μάνας και γιου είναι και ως ένα σημείο αναμενόμενο από έναν συγγραφέα που έχει γράψει τα βιβλία «Μητέρες και γιοι» ή το «Τρόποι για να σκοτώσεις τη μητέρα σου». «Περίπου, αλλά όχι ακριβώς» διαφωνεί ο Τομπίν. «Ηθελα να δω αν θα μπορούσα να γυρίσω το εικόνισμά της και να κάνω κάτι με μια άλλη όψη του. Στον καθολικισμό η Παναγία είναι ένα φορτισμένο σύμβολο: είναι μια θνητή που υποφέρει, αλλά και μια ακούραστη γυναίκα η οποία έγινε η βασίλισσα του παραδείσου. Ηθελα να προχωρήσω πέρα από την ιδέα της ηπιότητας και της συμπόνιας που συνδέουν οι πιστοί με το πρόσωπό της και να δω πώς θα ήταν αν έβαζα λόγια στο στόμα της που την έδειχναν έξυπνη, θυμωμένη, απελπισμένη, δύσκολη, αμείλικτη. Εφερα στο μυαλό μου μυθικές φιγούρες, όπως η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, γι’ αυτόν τον σκοπό». Ο λόγος που ο Τομπίν ανέτρεξε στις ηρωίδες της αρχαίας τραγωδίας είναι επειδή είχε διαβάσει ότι ο Ιωάννης, ο οποίος μέσα από τα κείμενά του μετέφερε την εικόνα της Παναγίας κάτω από τον σταυρό, κατά πάσα πιθανότητα διάβαζε Αισχύλο όταν έγραφε το Ευαγγέλιό του.

Στο «Χυτήριο» της Νέας Υόρκης
«Η διαθήκη της Μαρίας» γράφτηκε αρχικά ως θεατρικός μονόλογος. Τον ερμήνευσε η σπουδαία ιρλανδή ηθοποιός Μαρί Μάλεν και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ιρλανδία. Υπάρχει εξάλλου και το αλληγορικό επίπεδο. Η Μαρία θα μπορούσε να είναι η μητέρα ενός σύγχρονου μαχητή, ενός μέλους του IRA ενδεχομένως. Είναι ένας αναπόφευκτος συνειρμός δεδομένου ότι μέλη της οικογένειας του Τομπίν σχετίζονταν με την οργάνωση. «Ναι, θα μπορούσε, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι θα απηχούσε πιο σύγχρονα παραδείγματα» διευκρινίζει ο Τομπίν (φωτογραφία). «Η Μαρία θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι η μητέρα ενός βομβιστή αυτοκτονίας, δεδομένου ότι πρόκειται για μια σχετικά καινούργια τάση –ή τέλος πάντων η έκταση που έχει λάβει είναι ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο. Θα μπορούσε να είναι η μητέρα ενός απεργού πείνας, ενός στρατευμένου αγωνιστή ο οποίος θυσιάζεται γιατί η οργάνωση στην οποία ανήκει πιστεύει ότι αυτό είναι απαραίτητο για το γενικότερο καλό. Προσπάθησα να φανταστώ πώς μπορεί να αισθάνεται η οικογένεια ενός τέτοιου ανθρώπου ο οποίος αντιμετωπίζεται σαν να είναι μονήρης χωρίς κοντινούς συγγενείς που τον νοιάζονται». Δεν θέλησαν όλοι να δουν τον συμβολισμό. Το ιντερνετικό περιοδικό Catholic World Report σε ένα άρθρο-κόλαφο έγραψε ότι ο Τομπίν, «ένας πρώην καθολικός ομοφυλόφιλος ο οποίος κάποτε σκεφτόταν να γίνει ιερέας αλλά εγκατέλειψε την ιδέα όταν πήγε στο Πανεπιστήμιο και παραδέχτηκε ότι είναι γκέι», προβάλλει στη Μαρία «τις προσωπικές του εμμονές για τριάκοντα αργύρια». Οταν το έργο ανέβηκε στο Μπροντγουέι με τη Φιόνα Σο, μαζεύτηκε κόσμος έξω από το θέατρο να διαμαρτυρηθεί με πλακάτ που έγραφαν: «Βλασφημία!». Και όμως, στο αντίστοιχο ανέβασμα του έργου στην Ιρλανδία με τη Μάλεν δεν είχε υπάρξει καμία αντίδραση. Οι «βέροι» καθολικοί κρατούν την ψυχραιμία τους ή έχουν γίνει πιο ανοιχτόμυαλοι; «Νομίζω ότι προτάσσουν τη λογική γνωρίζοντας ότι αν διαμαρτυρηθείς έξω από ένα θέατρο είναι σαν να του προσφέρεις οξυγόνο: συμβάλλεις στη διαφήμιση της παράστασης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ