Η Νατάλια Στεφάνοβιτς, μια νεαρή γιατρός, αφήνει την «Πόλη» όπου ζει, σε κάποια βαλκανική χώρα, και ταξιδεύει μαζί με την ικανή συνάδελφό της Ζόρα στην Μπρετζέβινα, μια πόλη στην άλλη πλευρά των συνόρων, για να εμβολιάσουν τα παιδιά στο τοπικό ορφανοτροφείο, σε μια αποστολή καλής θέλησης. Στη διάρκεια του ταξιδιού της πληροφορείται από τη γιαγιά της ότι ο αγαπημένος της παππούς έχει πεθάνει, σε ένα χωριό όχι πολύ μακριά, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ψάχνοντας να τη βρει. Τις ημέρες που ακολουθούν η εγγονή, παράλληλα με τη δουλειά της, αναζητεί τα υπάρχοντα του παππού στην παρακμιακή κλινική όπου ξεψύχησε και προσπαθεί να ανασυνθέσει τη ζωή του μέσα από τις αναμνήσεις της και τις αφηγήσεις του.
Αυτό είναι το αφηγηματικό πλαίσιο του φιλόδοξου μυθιστορήματος της 27χρονης Σερβοαμερικανής Τέα Ομπρεχτ μέσα στο οποίο εγκιβωτίζονται μια σειρά ιστοριών με κυνικούς νεαρούς, δεισιδαίμονες χωρικούς, έναν βάναυσο χασάπη-λαουτάρη, έναν άγριο άνθρωπο-αρκούδα, έναν φαρμακοποιό-φονιά, που κινούνται σε ένα σύμπαν υπερβολής, παραλογισμού και βιαιότητας, αίματος, θανάτου, φωτιάς και φόβου.
Πρωταγωνιστής στον κόσμο αυτόν ο παππούς, Βαλκάνιος, γιατρός, ορθολογιστής και φιλάνθρωπος, χριστιανός ορθόδοξος παντρεμένος με μουσουλμάνα, που αγαπά τις τίγρεις και κουβαλά πάντοτε μαζί του ένα φθαρμένο αντίτυπο του Βιβλίου της Ζούγκλας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Συμπρωταγωνιστές οι δύο χαρακτήρες των αφηγήσεων που συνέχουν τη ζωή του: η γυναίκα του τίγρη, μια αινιγματική κωφάλαλη νεαρή που σημάδεψε την παιδική του ηλικία, και ο απέθαντος άντρας, ανιψιός του Θανάτου, που διαβάζει το τέλος των ανθρώπων μέσα σε ένα φλιτζανάκι του καφέ.
Με πολλή επιδεξιότητα στην τεχνική του μοντάζ, η νεαρή συγγραφέας, στο πρώτο της μυθιστόρημα, τεμαχίζει τις ιστορίες της και σερβίρει τα κομμάτια τους εναλλάξ παρατείνοντας την ένταση ενός μυστηρίου που πλανάται στις σελίδες της, αλλά δεν βρίσκει ακριβώς λύση. Οι ιστορίες της πλέκονται σε ενιαία αφήγηση χαλαρά και δύσκολα γίνεται κατανοητή η συνεκτική κεντρική λειτουργία της γυναίκας του τίγρη, που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα. Παραμένουν επεισόδια, τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να σταθούν αυτοτελώς, ως διηγήματα όπου η εκρηκτική φαντασία της συγγραφέως αξιοποιεί γόνιμα αρχαίους μύθους, λαϊκούς θρύλους, μακραίωνες παραδόσεις, τελετουργίες διάβασης και δημοτικά τραγούδια των Βαλκανίων.
Τις αγροτικές κοινωνίες του μυθιστορήματος κρατούν ενωμένες τα μυστικά, οι προκαταλήψεις, οι ενοχές. Τις ιστορίες της Ομπρεχτ δένει σε ένα μυθιστορηματικό σύνολο ο πόλεμος, που στα Βαλκάνια «δεν τελειώνει ποτέ. Υπήρχε όταν ήμουν παιδί και θα υπάρχει για τα παιδιά των παιδιών μου» λέει ο παππούς. Ο πόλεμος, που ως μόνιμη κατάσταση αβεβαιότητας οδηγεί στην κοινωνική χαλαρότητα, στην παράνοια, στην αναρχία, περιγράφει, βάσει των βιωμάτων της, η Νατάλια: Οι γονείς αισθάνονται ένοχοι για τον πόλεμο και τα παιδιά εκμεταλλεύονται την ενοχή τους.
Μέσα σε αυτή την ασταθή κοινωνία οι σκοταδιστικές αλλά και γοητευτικές λαϊκές δεισιδαιμονίες συγκρούονται με τον εκδυτικισμό και τον εκσυγχρονισμό. Η νεαρή Νατάλια όμως, όπως και ο παππούς της, παρά την επιστημοσύνη και τον ορθολογισμό τους, δεν καταφέρνουν να αφήσουν πίσω τους κάποια δικά τους «πιστεύω» βασισμένα σε δοξασίες του συλλογικού φαντασιακού, από κοινού των ορθόδοξων και των καθολικών και των μουσουλμάνων.
Είναι εκεί που ο λόγος της Νατάλια, κατάστικτος από κοινοτοπίες, πλαδαρούς καλολογικούς προσδιορισμούς, ανώριμο χιούμορ και εξωφρενικές παρομοιώσεις, αποκτά νεύρο και δύναμη. Εκεί ο λόγος της ακούγεται ειλικρινής, ο στοχασμός της έντιμος, η φωνή της αποκτά βάθος. Στην αφήγηση αυτών των σκοτεινών λαϊκών ιστοριών και των ιδεοληψιών, η τεχνική της γραφής της γίνεται τέχνη, περνώντας, μάλλον ασύνειδα, το μήνυμα για το πού βρίσκεται η ψυχή, η αλήθεια και η ταυτότητα των Βαλκανίων.

Από το Βελιγράδι στις ΗΠΑ
Γεννημένη στο Βελιγράδι το 1985, η Τέα Μπαγιρακτάρεβιτς έζησε τα παιδικά της χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οταν άρχισε ο πόλεμος μετακινήθηκε με τη μητέρα και τους παππούδες της στην Κύπρο και στην Αίγυπτο, για να καταλήξει στις ΗΠΑ. Με τη Γυναίκα του Τίγρη έγινε το 2011 η νεότερη βραβευθείσα με το βρετανικό βραβείο Orange, που απονέμεται από το 1996 σε αγγλόφωνες γυναίκες μυθιστοριογράφους, με εξέχουσες βραβευθείσες στο παρελθόν την Ανν Πράτσετ, τη Ζέιντι Σμιθ, τη Λάιονελ Σράιβερ, τη Μέριλιν Ρόμπινσον, την Μπάρμπαρα Κινγκσλόβερ. Αποσπάσματα του μυθιστορήματος είχαν ήδη δημοσιευθεί το 2009 στο αμερικανικό περιοδικό «New Yorker», το οποίο την κατέτασσε στους καλύτερους αμερικανούς συγγραφείς κάτω των 40 ετών. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Harper’s», στους «New York Times», στον «Guardian» και σε ανθολογίες αμερικανικού διηγήματος. Χρησιμοποίησε ως λογοτεχνικό όνομα το δικό μου επώνυμο: την παρακάλεσε ο παππούς της Στέφαν Ομπρεχτ, στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο, προτού πεθάνει το 2006.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ