Ενα παντρεμένο ζευγάρι είτε θα το χωρίσει η ζωή είτε ο θάνατος. Υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση; «Λίγο καιρό αφ’ ότου είπε τη λέξη ανάπαυλα, εγώ τρελάθηκα και με κουβάλησαν στην κλινική» μας εξομολογείται από τις πρώτες κιόλας αράδες η ηρωίδα της Σίρι Χούστβεντ (γεν. 1955) στο πέμπτο της μυθιστόρημα με τίτλο Το καλοκαίρι δίχως άντρες. Επειτα από 30 έτη έγγαμου βίου «ο ερευνητής των αρουραίων, ο οποίος παντρεύτηκε μια ποιήτρια το 1979», ο νευροεπιστήμων Μπόρις Ιζκοβιτς, ζητά από την 55χρονη σύζυγό του Μία Φρέντρικσεν ένα φιλελεύθερο διάλειμμα από την πολύχρονη συμβίωσή τους προκειμένου να κυνηγήσει μια γαλλίδα συνάδελφο 20 χρόνια νεότερη από εκείνη.
Ποια η θέση της εγκαταλειφθείσης κοκκινομάλλας συζύγου; Μια εβδομάδα στο ψυχιατρείο «με βραχεία ψυχωτική διαταραχή» για αρχή και αμέσως μετά έξω από το πολύβουο Μπρούκλιν, για την ομαλότερη αποκατάστασή της χωρίς να διακόψει τις συνεδρίες της – γι’ αυτό υπάρχουν τα τηλέφωνα – με τη δόκτορα Σ. Η πρωταγωνίστρια, κοιτώντας το μέλλον από μια «απάνθρωπη χαραμάδα ελπίδας», ξεκινά μια αποτίμηση της ζωής και της σχέσης με τον άνδρα της επιστρέφοντας στο Μπόντεν, μια μικρή πόλη της Μινεσότα όπου μεγάλωσε, επιχειρώντας να επανασυγκολλήσει τα «θραύσματα του μυαλού» της.
Νοικιάζει ένα διαμέρισμα κοντά στον οίκο ευγηρίας «Απαλά Λιβάδια» για να βρίσκεται κοντά στην υπέργηρη μητέρα της. Εκεί γνωρίζει τους «Πέντε Κύκνους», κυρίες που παλεύουν με αξιοπρέπεια τα δεινά των γηρατειών, και αναπτύσσει με μία από αυτές, τη γοητευτική Αμπιγκέιλ – που πίσω από τα ασυνήθιστα εργόχειρά της κρύβει ένα πνεύμα καλλιτεχνικό και ασυμβίβαστο – μια συγκινητική πνευματική φιλία.
Παραλλήλως διδάσκει ποίηση σε μια ομάδα ατίθασων κοριτσιών που αποκαλεί «μάγισσες» στον πολιτιστικό όμιλο της περιοχής, αντιμετωπίζοντας τις ιδιαιτερότητες και τις μοχθηρίες αυτής της ηλικίας και συναναστρέφεται στοργικά τη Λόλα, τη γειτόνισσά της, μητέρα δυο μικρών παιδιών και ενός ευέξαπτου άντρα που λείπει συχνά λόγω της δουλειάς του, η οποία τη βοηθά να αναστοχαστεί το δέσιμο με την κόρη της, τη νεαρή ηθοποιό Νταίζυ, που δεν διστάζει να παρακολουθήσει με τα ρούχα της δουλειάς τον μπαμπά να κερατώνει τη μαμά.
Πέραν της αχαλίνωτης «εσωτερικής φλυαρίας», η οποία όμως δεν ενοχλεί καθόλου «τον αγαπητό αναγνώστη», πρέπει να απαντήσει και στα ηλεκτρονικά μηνύματα του Κανένα, ενός σαλεμένου και ευρυμαθούς τύπου με τον οποίο καταλήγουν να ανταλλάσσουν βαθυστόχαστες κουβέντες σε αυτό το πραγματικά απολαυστικό δίκτυο ιστοριών που, μέσω της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, ακόμη και των νευροεπιστημών, χαρτογραφούν εμπνευσμένα το γυναικείο φύλο και συνθέτουν, με δραματική ένταση αλλά και επιθετικό χιούμορ, μια εκλεπτυσμένη μεταφεμινιστική σπουδή πάνω στη θηλυκή ταυτότητα.
«Υπάρχουν τραγωδίες και υπάρχουν κωμωδίες, έτσι δεν είναι; Και συχνά μοιάζουν περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν, όπως οι άντρες και οι γυναίκες, αν θέλεις τη γνώμη μου. Η κωμωδία εξαρτάται από το σταμάτημα της ιστορίας τη σωστή στιγμή» αναφωνεί η Μία λίγο προτού αποδεσμευθεί από το βάρος αυτής της ιδιότυπης ανάπαυλας που της επέβαλε ο Μπόρις σε μια σχέση «που ήταν δύσκολο να καταλάβεις πού τέλειωνε το ένα άτομο και πού άρχιζε το άλλο».
Η Σίρι Χούστβεντ, γεννημένη το 1955 στο Νόρθφιλντ της Μινεσότα από νορβηγίδα μητέρα και αμερικανό πατέρα, σύζυγος του συγγραφέα Πολ Οστερ, υπέφερε από μικρή από ημικρανίες και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ηρωίδα της. Με το βιβλίο της The Shaking Woman or Α History of My Nerves (2009) αναμετρήθηκε στο χαρτί με την προσωπική εμπειρία που είχε από μια ανάλογη διαταραχή το 2004.
Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει, τη δεκαετία του 1990, τα δύο πρώτα μυθιστορήματά της, Η τυφλόμυγα και Το μυστικό της Λίλυ Νταλ, από τις εκδόσεις Scripta. Εν προκειμένω, η μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου είναι εξαιρετική, αλλά το εξώφυλλο απαράδεκτο: δεν έχει καμία σχέση με την αισθητική του βιβλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ