Μέχρι πρότινος η επιστηµονική κοινότητα των κοινωνικών επιστηµόνων και των ιστορικών είχε καταλήξει στο ότι η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις δεν αποτελούν συνέπειες ούτε «του χαρακτήρα των Ελλήνων» ούτε της µακραίωνης διάρκειας της οθωµανικής κυριαρχίας πάνω στο ελληνικό έθνος. Τα «παθολογικά» φαινόµενα του πολιτικού συστήµατος έχουν προκύψει ως αποτέλεσµα της ασυµβατότητας µεταξύ αφενός των προηγµένων θεσµών (π.χ., κοινοβουλευτισµός, καθολική ψηφοφορία) που είχαν µεταφυτευθεί στη διάρκεια του 19ου αιώνα από τη ∆ύση, αφετέρου των παραδοσιακών θεσµών και αξιών (π.χ., οικογένεια, εµπιστοσύνη µόνο σε στενό κύκλο οικείων προσώπων) που αποτελούσαν τις βάσεις της κοινωνικής συµβίωσης στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Ωστόσο έχει αρχίσει από καιρό να αµφισβητείται τόσο η αξία της σύγκρισης µεταξύ του δυτικού µοντέλου και των «απροσάρµοστων» µεταγενέστερων µιµητών του, νεοπαγών κρατών στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, όσο και η επάρκεια του συλλογισµού ο οποίος αποδίδει στερεοτυπικά τις πολιτικές παθογένειες στην παρωχηµένη φύση των κοινωνιών υποδοχής των νέων, προηγµένων θεσµών. Ο συλλογικός τόµος που επιµελήθηκαν οι ιστορικοί Τάσος Αναστασιάδης και Ναταλί Κλεγέρ εντάσσεται στο νέο ρεύµα έρευνας, σύµφωνα µε το οποίο είναι καιρός να ξεπεραστεί η µειονεκτική για τα Βαλκάνια σύγκριση µε τη ∆υτική Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ίδρυση και λειτουργία των κρατών της περιοχής. Οι επιµελητές του τόµου µάς θυµίζουν ότι η διαδικασία δηµιουργίας εθνών-κρατών στη ∆υτική Ευρώπη συνοδεύτηκε από διάλυση και εξαφάνιση εκατοντάδων µικρών κρατικών οντοτήτων µεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα. Τα έθνη-κράτη που επεβίωσαν (Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.) δεν ήταν ο κανόνας αλλά η εξαίρεση σε µια καταστροφική για πολλούς ηγεµόνες διαδικασία. Αντιστοίχως τον 19ο αιώνα ο σχηµατισµός κρατών στα Βαλκάνια υπήρξε περισσότερο πολύπλοκος και απρόβλεπτος σε σύγκριση µε εκείνον των δυτικοευρωπαϊκών κρατών.

Μέσω δώδεκα ειδικών «µελετών περίπτωσης» (γραµµένων στα αγγλικά ή στα γαλλικά) ο τόµος ανιχνεύει τη συγκρότηση των βαλκανικών γραφειοκρατιών, τις στρατηγικές νοµιµοποίησης των πολιτικών ελίτ, την εφαρµογή µέτρων δηµόσιας πολιτικής και τον ρόλο συγκεκριµένων αξιωµατούχων. Σε πρώτη µατιά τα δώδεκα κεφάλαια του τόµου φαίνονται πολύ εξειδι κευµένα, δηλαδή δεν προσφέρουν ένα γενικό ερµηνευτικό σχήµα. Προσφέρουν ωστόσο χαραµάδες θέασης της πάλλουσας πραγµατικότητας του 19ου αιώνα σε όσους έχουν «χορτάσει» είτε από τις παλαιότερες προσωποκεντρικές προσεγγίσεις της παραδοσιακής ιστορίας είτε από τις οικονοµιστικές ερµηνείες οι οποίες αποδίδουν σαρωτικά τις πολιτικές εξελίξεις που λάµβαναν χώρα στα Βαλκάνια στις αντιφάσεις του περιφερειακού καπιταλισµού. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο πολιτικής ιστορίας που διερωτάται για τον ρόλο των δηµοσίων υπαλλήλων, των ανώτερων κρατικών αξιωµατούχων και των πολιτικών ηγετών σε ό,τι αφορά την οικοδόµηση και τη νοµιµοποίηση θεσµών και χαρτογραφεί τα δίκτυα τα οποία εκείνοι συγκροτούσαν µέσα στα κράτη που σχηµατίζονταν ενώ κατέρρεε η Οθωµανική Αυτοκρατορία. Αν τα πολύ εξειδικευµένα παραδείγµατα (εστίαση σε λίγες χώρες για µικρά διαστήµατα του 19ου αιώνα) και η έλλειψη µιας ανακεφαλαίωσης στο τέλος αποτελούν τα µειονεκτήµατα του τόµου, τα πλεονεκτήµατά του είναι πιο σηµαντικά.

Πρώτον, οι συντελεστές του τόµου δεν εστιάζουν στη δράση µεγάλων προσωπικοτήτων. Τουναντίον δίνουν έµφαση στο πώς ισχυρές πολιτικές οµάδες προσλάµβαναν το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής τους και πώς προσάρµοζαν τις στρατηγικές τους στις εγχώριες και διεθνείς συγκυρίες. Τέτοια είναι η προσέγγιση που επιχειρούν συγγραφείς του τόµου όπως ο Νικόλας Καραπιδάκης στο κεφάλαιό του για τις δηµοτικές αρχές στη γαλλοκρατούµενη Κέρκυρα το 1798 και η Ντοµπρίνκα Παρούσεβα στο κεφάλαιό της για τις φιλελεύθερες και τις συντηρητικές πολιτικές ελίτ στη Βουλγαρία και στη Ρουµανία στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα.

∆εύτερον, είναι προφανής η εξοικείωση των ιστορικών-συγγραφέων του τόµου µε ανοιχτά ζητήµατα της πολιτικής επιστήµης. Τέτοιο ζήτηµα είναι το αν οι επείσακτοι πολιτικοί θεσµοί υποχωρούν υπό το βάρος της παραδοσιακής κουλτούρας µε την οποία έρχονται αντιµέτωποι καθιστώντας το νέο πολίτευµα (π.χ., την κοινοβουλευτική δηµοκρατία) ένα άδειο κέλυφος ή αν οι ίδιοι αυτοί θεσµοί σταδιακά διαµορφώνουν εξ υπαρχής µια νέα πολιτική κουλτούρα, καθιστώντας έτσι το νέο πολίτευµα βιώσιµο, όπως ισχυρίζεται η Ντουµπράνκα Στογιάνοβιτς στο κεφάλαιο για τους σερβικούς πολιτικούς θεσµούς στα τέλη του 19ου αιώνα. Αντίστοιχη είναι η συµβολή της Εντας Μπίντερ στο ζήτηµα της νοµιµοποίησης των νεοπαγών θεσµών µε αφορµή την περίπτωση του µονάρχη της Ρουµανίας Καρόλου του 1ου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Πλεονέκτηµα του τόµου είναι το ότι οι συγγραφείς δεν γράφουν ως εάν είχαν καταλήξει σε νέες βεβαιότητες, σε αντικατάσταση εκείνων τις οποίες αµφισβητούν. Τα κεφάλαια του τόµου περιλαµβάνουν τόσο στέρεες εµπειρικές παρατηρήσεις όσο και ερωτήµατα και υποθέσεις εργασίας για περαιτέρω έρευνα. Επ’ αυτού χαρακτηριστικό είναι το κεφάλαιο του Ανδρέα Λυµπεράτου για τους δηµοσίους υπαλλήλους στη Βουλγαρία την περίοδο 1878-1912. Με άλλα λόγια, θα ήταν σφάλµα να θεωρήσει κανείς αυτό το βιβλίο, κατά την τετριµµένη µεταφορά, ένα πετραδάκι στο οικοδόµηµα της κατασκευής νέας γνώσης. Μάλλον είναι κάτι καλύτερο, δηλαδή ένα πετραδάκι που έπεσε στην ήρεµη επιφάνεια λίµνης, δηµιουργώντας πολλούς οµόκεντρους κύκλους, ανοίγοντας νέες θεµατικές έρευνας.

Ο κ. ∆ηµήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Πανεπιστήµιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ