Η µεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στον κινηµατογράφο, στην όπερα ή στο θέατρο µπορεί να κάνει διάσηµο τον συγγραφέα του από τη µια µέρα στην άλλη. Αν εν τούτοις το διασκευασµένο έργο υπερβαίνει κατά πολύ την απήχηση του πρωτοτύπου, τότε έχουµε ένα καλλιτεχνικό φαινόµενο από αυτά που σπάνια εµφανίζονται διεθνώς. Τέτοια είναι η περίπτωση της νουβέλας Κάρµεν του Προσπέρ Μεριµέ. Ο Πίτερ Μπρουκ το θεώρησε άδικο, για αυτό, όπως τόνισε µιλώντας στην παράσταση της δικής του διασκευής που παίχτηκε το 1983 στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης, κράτησε µεν τις µελωδίες του Μπιζέ, αλλά βασίστηκε πρωτίστως στο κείµενο του Μεριµέ.

Μάστορας της νουβέλας

Η «καρµενίτιδα» της δεκαετίας του 1980 υπήρξε η αφορµή να ανακαλύψουµε ξανά τον συγγραφέα Μεριµέ και στη χώρα µας, αφού τις δύο τελευταίες δεκαετίες πλήθος έργων του εκδίδονται και επανεκδίδονται στα ελληνικά. Ετσι, πρόσφατα κυκλοφόρησαν τρεις νουβέλες του.

Και οι τρεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Στην πρώτη, την Αφροδίτη της Ιλ, ο Μεριµέ αξιοποιεί τον µύθο των αρραβώνων της θεάς Αφροδίτης µε έναν κοινό θνητό για να στήσει µια συναρπαστική ιστορία που συµβαίνει σε µια επαρχιακή πόλη των Ανατολικών Πυρηναίων, όπου ανακαλύπτεται ένα αρχαίο άγαλµα της θεάς και αναστατώνει τη ζωή µιας οικογένειας φέρνοντας στην επιφάνεια τον κοιµισµένο αισθησιασµό και τον ερωτισµό του περίγυρου.

Η τρίτη νουβέλα ( Ταµάνγκο ), που πραγµατεύεται το θέµα του δουλεµπορίου, µολονότι εξαιρετικά καλογραµµένη, µοιάζει και η πιο αδύναµη και δεν µπορεί να συγκριθεί µε τα έργα των Αγγλοσαξόνων που πραγµατεύτηκαν το ίδιο θέµα.

Η δεύτερη όµως, µε τίτλο Ματέο Φαλκόνε, είναι ένα από τα δυνατότερα ρεαλιστικά κείµενα – άγριου ρεαλισµού µάλιστα – του 19ου αιώνα, την οποία δικαίως ο Γουόλτερ Πέιτερ χαρακτήρισε ως «την πιο σκληρή ιστορία παγκοσµίως».

Η ιστορία, που παραλλάσσει πραγµατικά περιστατικά, συµβαίνει στην Κορσική του 17ου αιώνα. Ο Ματέο Φαλκόνε είναι κτηνοτρόφος και άριστος σκοπευτής. Μια µέρα που αφήνει µόνο στο σπίτι τον µικρό γιο του Φορτουνάτο ακούγεται ένας πυροβολισµός και εµφανίζεται τραυµατισµένος ο παράνοµος Τζιανέτο Σανπιέρο, ο οποίος ζητεί από τον µικρό να τον κρύψει λέγοντάς του ότι είναι φίλος τού πατέρα του. Ο Φορτουνάτο τον κρύβει, και σχεδόν αµέσως εµφανίζεται το καταδιωκτικό απόσπασµα µε επικεφαλής τον επιλοχία Γκάµπα, ο οποίος δωροδοκεί τον µικρό υποσχόµενος ότι θα του χαρίσει ένα ρολόι αν του πει πού κρύβεται ο Σανπιέρο. Ο Φορτουνάτο τού το αποκαλύπτει και τότε ο Σανπιέρο καταριέται την οικογένεια Φαλκόνε που τον πρόδωσε. Οταν ο Ματέο Φαλκόνε επιστρέφει στο σπίτι και µαθαίνει ότι ο γιος του παρέδωσε τον Σανπιέρο στους διώκτες του, παίρνει το παιδί µακριά από το σπίτι, του ζητεί να κάνει την προσευχή του και στη συνέχεια το σκοτώνει µε µία σφαίρα.

Φιλέλληνας και ελληνοµαθής

Οι τρεις αυτές νουβέλες συνοδεύονται από επίμετρο της καθηγήτριας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη, όπου περιγράφεται και σχολιάζεται το ταξίδι του Μεριμέ στην Ελλάδα, από τις 26 Αυγούστου ως τις 10 Οκτωβρίου 1841. Ο συγγραφέας ήταν θερμός φιλέλληνας, όπως και άλλοι σημαντικοί γάλλοι συγγραφείς της εποχής, και μάλιστα από το 1833 είχε αρχίσει να μαθαίνει νέα ελληνικά, όπως προκύπτει από την τελευταία από τις τρεις επιστολές που αναφέρονται στο ταξίδι του στην Ελλάδα και είναι γραμμένη στα ελληνικά. Οι επιστολές μάς δίνουν την εικόνα μιας χώρας όπου το ένδοξο παρελθόν δεν έχει χαθεί, παρά τη φτώχεια, τις στερήσεις και τις ψείρες που κάνουν παρέλαση στα στρώματα αλλά και τα σώματα των γηγενών. Οι φιλέλληνες της εποχής είχαν την ικανότητα όχι μόνο να παρατηρούν αλλά και να κατανοούν και να ελπίζουν στο μέλλον μιας χώρας που έδινε τον αγώνα της να γίνει κράτος και να προοδεύσει. Οι μεταφράσεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του uni0394ιαπανεπιστημιακού uni0394ιατμηματικού Προγράμματος μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση – Μεταφρασεολογία» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μια προσεκτική, εμπεριστατωμένη και πολύ αξιόλογη εργασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ