Καλύπτοντας ένα ευρύτατο θεματικό φάσμα, από τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου ως τις ταυρομαχίες, το ψάρεμα, το κυνήγι, τη μόδα και τα ήθη, ως τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ μας δίνει με απίστευτη ακρίβεια και φραστική οικονομία την εικόνα μιας ταραγμένης Ευρώπης μέσα στο χάος των ανακατατάξεων, τη μάχη της εναντίον του φασισμού και το πολιτισμικό και κοινωνικό τοπίο της.

Δυσκολεύεσαι συχνά να πεις αν ένα κείμενο που διαβάζεις αποτελεί ρεπορτάζ, χρονογράφημα ή απλό σχόλιο. Τέτοιο, για παράδειγμα, είναι Η παραμονή Χριστουγέννων του τυφλού άντρα, δημοσιευμένο στις 22 Δεκεμβρίου 1923 στην εφημερίδα «Τoronto Star», το οποίο χωρίς δισταγμό θα το κατέτασσα στα καλύτερα διηγήματά του, εφάμιλλο του λακωνικού αριστουργήματός του Λόφοι σαν άσπροι ελέφαντες.

Και τι δεν βρίσκει κανείς σε τούτο το θαυμάσιο βιβλίο… Ο Χέμινγουεϊ με τρεις πινελιές εξηγεί γιατί ο Μουσολίνι ήταν «η πιο μεγάλη απάτη της Ευρώπης». Αλλες φορές είναι ακόμη πιο σαρκαστικός, όπως στο Βασιλικές δουλειές στην Ευρώπη, στο οποίο περνάει γενεές δεκατέσσερις σχεδόν όλους τους «άνακτες» της εποχής. Οπου η βασίλισσα Μαρία της Ρουμανίας «χρησιμοποιεί περισσότερη πούδρα στο πρόσωπό της απ΄ ό,τι όλες οι ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες μαζί» και όπου «οι αξιωματικοί του ρουμανικού στρατού φοράνε κραγιόν,βάζουν ρουζ στα μάγουλά τους και φοράνε κορσέδες», ενώ ο βασιλιάς Μπόρις της Βουλγαρίας τρέφει «βαθιά απέχθεια» για τη χώρα του «και επιθυμεί να ζήσει στο Παρίσι». Στην άλλη άκρη της ηπείρου μας ο λαός της Ισπανίας δεν παίρνει «και πολύ στα σοβαρά» τον βασιλιά Αλφόνσο, μανιώδη ραλίστα και βαριεστημένο καλοπερασάκια, επειδή «πάει πολύς καιρός που είναι βασιλιάς τους», ενώ οι βασιλείς της Σκανδιναβίας «εμπνέουν σεβασμό», αφού «είναι όλοι τους σε τόσο καλή κατάσταση, που κανείς δεν μαθαίνει ποτέ τίποτε γι΄ αυτούς».

Το χιούμορ του Χέμινγουεϊ είναι εξοντωτικό και δεν περιορίζεται μόνο στους γαλαζοαίματους. Για το κρατίδιο του Λιχτενστάιν, επί παραδείγματι, γράφει ότι «πάντοτε πίστευε πως το Λιχτενστάιν είναι ένας μάνατζερ επαγγελματιών πυγμάχων με έδρα το Σικάγο». Ωστόσο είναι κράτος, με ηγεμόνα τον πρίγκιπα Ιωάννη. «Οι 10.876 κάτοικοι της χώρας» λέει «έχαιραν άκρας υγείας σύμφωνα με το τελευταίο ρεπορτάζ, εκτός από τον πρίγκιπα Ιωάννη, ο οποίος αντιμετωπίζει κάποια μικροπροβλήματα με τα δόντια του». Ο αναγνώστης θα βρει πλείστες αναλογίες με τη δική μας εποχή. Και ασφαλώς θα γελάσει πικρά διαβάζοντας το Ο πληθωρισμός και το γερμανικό μάρκο που δημοσιεύθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1923 στην«Τoronto Star» συγκρίνοντάς το με όσα συμβαίνουν σήμερα. Είναι σε μορφή διηγήματος και λειτουργεί ως χλευαστική- αν και πρωθύστερη- μεταφορά του μονεταριστικού τζόγου που σαρώνει την παγκόσμια οικονομία σήμερα.

Ο Χέμινγουεϊ λειτουργεί ταυτοχρόνως ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, αναλυτής και σχολιαστής. Διαβάζοντας κανείς τα δημοσιογραφικά κείμενα του Χέμινγουεϊ που καλύπτουν την περίοδο από το 1923 ως το 1939, αντιλαμβάνεται γιατί εκείνος ο νεαρός από το Οουκ Παρκ του Σικάγου δήλωνε ότι δεν υπάρχει κανείς ισάξιός του. Το αποτύπωμα που θα άφηνε στη λογοτεχνία είναι, θα λέγαμε, αντίστοιχο εκείνου ενός τεράστιου μαμούθ πάνω στο χιόνι. Το φαινόμενο είναι σπάνιο και δεν παρατηρείται ούτε καν στη μεγάλη βιεννέζικη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, που αναπτύχθηκε επειδή οι συγγραφείς της αξιοποίησαν στο έπακρον τον δημόσιο λόγο, δηλαδή τον Τύπο. Αποθεώθηκε μόνο στη γαλλική πεζογραφία του 19ου αιώνα, η οποία γεννήθηκε και άνθησε χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη του Τύπου. Ανάλογο παράδειγμα αποτελεί ο Ντοστογέφσκι, που όσο μεγάλος μυθιστοριογράφος υπήρξε, άλλο τόσο και σπουδαίος δημοσιογράφος. Αν πάμε στα πιο πρόσφατα παραδείγματα, η ανανέωση του ρεπορτάζ στη δεκαετία του ΄60 στις ΗΠΑ δημιούργησε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, τη λεγόμενη νέα δημοσιογραφία , με συγγραφείς πρώτης γραμμής όπως ο Τρούμαν Καπότε, ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Τομ Γουλφ.

Οι μεταφράσεις του Κωστή Καλογρούλη και του Ηλία Μαγκλίνη είναι εξαιρετικές.

Πολεμικός ανταποκριτής πρώτης γραμμής

Αν εξαιρέσει κανείς τον Οργουελ, δύσκολα θα βρει συγγραφέα που να έχει γράψει για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο με την παραστατική δύναμη του Χέμινγουεϊ. Οι ανταποκρίσεις του από τη Μαδρίτη σπάνε κόκαλα. Κρατώντας το επίπεδο της δραματοποίησης χαμηλά, καταφέρνει να δώσει τη δραματικότητα των γεγονότων με πειθώ που συνήθως απουσιάζει από αντίστοιχα κείμενα. Οι σκηνές που περιγράφουν την πτώση μιας βόμβας, έναν τρελαμένο οδηγό που τον μεταφέρει από το ένα στο άλλο μέρος και κινδυνεύουν να σκοτωθούν περισσότερο από ένα ενδεχόμενο αυτοκινητικό δυστύχημα παρά από τις βόμβες, οι σκηνές στα νοσοκομεία, ή της καθημερινότητας μέσα στη συνεχή παρουσία του θανάτου, που φθάνει στο τέλος να καταργεί τον φόβο, διαβάζονται σαν να έχουν συμβεί μόλις πριν από λίγο.

Ο Χέμινγουεϊ έζησε τρεις πολέμους: τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο και τον ισπανικό εμφύλιο, περνώντας πολλές φοράς ξυστά από τον θάνατο.«Δεν υπάρχει τίποτε γλυκό και πρέπον στο να πεθάνεις στον σύγχρονο πόλεμο. Θα πεθάνεις σαν σκυλί και χωρίς κανέναν λόγο»γράφει. Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά, επί της ουσίας δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολλά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ