Το παρελθόν δεν είναι παγιωμένο. Και ο Χάγκεν Φλάισερ στο βιβλίο του- έργο ζωής για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη δημόσια ιστορία- συζητεί τις αιτίες για τις οποίες τα μεταπολεμικά κράτη και οι επιστημονικές κοινότητες των ιστορικών ανέδειξαν ορισμένα μόνο γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αντί για άλλα και το πώς μετέβαλαν την αρχικώς αρνητική ή θετική αξιολόγηση των γεγονότων. Το πρώτο μέρος του βιβλίου του εξετάζει τη σχέση των Γερμανών με το ναζιστικό παρελθόν μετά το 1945. Οι ανάγκες νομιμοποίησης των τριών γερμανόφωνων μεταπολεμικών καθεστώτων, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και της Αυστρίας, αναμείχθηκαν με τις ενοχές για το Ολοκαύτωμα και τον «πόθο πολλών Γερμανών για την εξομάλυνση» της οδυνηρής σχέσης τους με το ιστορικό παρελθόν. Στο δεύτερο μέρος, ο Φλάισερ εξηγεί πώς το παρόν διαχειρίζεται τους «σκελετούς» του παρελθόντος. Συχνά το παρόν στέκεται αμήχανα απέναντι στο παρελθόν. Μαθαίνει κανείς, για παράδειγμα, ότι ο μεγαλύτερος ομαδικός τάφος στα Βαλκάνια δεν βρίσκεται ούτε στη Βοσνία ούτε στο Κόσοβο, αλλά στα σύνορα Σλοβενίας- Αυστρίας. Εκεί, σε αντιαρματική τάφρο, κείνται νεκροί χιλιάδες Κροάτες, Γερμανοί και άμαχοι (σελ. 151-152). Στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας τεκμηριώνει το πώς δεν υπάρχει γραμμική σχέση ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αναπάντεχα, το ένα εισχωρεί στο άλλο. Για παράδειγμα, ο Φλάισερ υπογραμμίζει τη σημασία της δημοσιοποίησης της δράσης όσων υπήρξαν θύτες την περίοδο 1939-1945 και της απονομής δικαιοσύνης ώστε τώρα και στο μέλλον να περιορισθούν ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία.

Πολλοί θα ζηλέψουν τη μακροχρόνια προετοιμασία και τεκμηρίωση αυτού του βιβλίου. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής, έχοντας συλλέξει αρχείο δημοσιευμάτων από τετρακόσια ΜΜΕ.

Παραταξιακός Τύπος

Οι θησαυροί του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας κατακρύπτονται για να προφυλαχθούν από βομβαρδισμούς και λεηλασίες

Σε παρόμοια αρχειακή δουλειά, μικρότερου όμως εύρους, στηρίζεται και η Ελένη Πασχαλούδη, η οποία μελέτησε συστηματικά πέντε μεταπολεμικές εφημερίδες ( Ακρόπολις, Καθημερινή , Το Βήμα, Ελευθερία και Αυγή ), άλλες βραχύβιες εφημερίδες και αρχειακό υλικό της περιόδου 1950-1967. Σκοπός της ήταν να δείξει πώς και γιατί οι συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940 συνεχίστηκαν στο επίπεδο του πολιτικού λόγου πολύ μετά το τέλος του Εμφυλίου. Χρησιμοποιώντας αρχεία εφημερίδων της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς μπόρεσε να ανασυστήσει τις διακυμάνσεις και τον τρόπο με τον οποίο η δεκαετία του 1940 χρησιμοποιήθηκε στον πολιτικό λόγο των τριών παρατάξεων. Η κάθε παράταξη χρησιμοποίησε τη δική της εκδοχή της ταραγμένης δεκαετίας για να συγκροτήσει την πολιτική της ταυτότητα, να επιζητήσει ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση στο εκλογικό σώμα, να καθοδηγήσει και- στην περίπτωση της Αριστεράς- ακόμη και να παρηγορήσει τους οπαδούς της (ο ηρωισμός της Αντίστασης 1941-1944 ως αντίβαρο στην ήττα του 1949).

Εκτός από αυτές τις λειτουργίες της δεκαετίας του 1940 στη μεταπολεμική πολεμική ρητορική, η Πασχαλούδη ερεύνησε το πώς η κάθε παράταξη έγραψε τη δική της ιστορία και την προσάρμοσε στις απαιτήσεις της εκάστοτε εκλογικής συγκυρίας. Ενώ διαφαίνεται μια γενική τάση για λήθη, έκδηλη στη σταδιακή μείωση των δημοσιευμάτων για τη δεκαετία του 1940, κατά διαστήματα οι παρατάξεις ανέσυραν από το οπλοστάσιο της μνήμης τους παλιές ειδήσεις, επιστολές, φωτογραφίες και ερμηνείες κατάλληλες για να πλήξουν τους αντιπάλους τους και να κερδίσουν ψήφους. Για παράδειγμα, η Δεξιά, η οποία μετά τις εκλογές του 1950 είχε υποβαθμίσει την αντιδιαστολή εθνικοφρόνων- μη εθνικοφρόνων, κατέφυγε πάλι σε αυτήν στις εκλογές του 1956 για να αντιμετωπίσει την εκλογική συμμαχία Κέντρου και Αριστεράς. Αλλες μεταπτώσεις της χρήσης του παρελθόντος οφείλονταν σε εξωτερικές εξελίξεις. Ετσι μετά την άνοδο του Χρουστσόφ στην ηγεσία της ΕΣΣΔ το ΚΚΕ σταδιακά εγκατέλειψε τη γραμμή «της επαναστατικής κατάστασης», δέχθηκε δηλαδή ότι ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε. Ως τότε η ηγεσία του κόμματος αυτού προσέδιδε μεγαλύτερη αίγλη στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας από ό,τι στην εαμική αντίσταση. Αντιθέτως, μερίδες της ΕΔΑ είχαν από νωρίς επιλέξει να προβάλουν τον ρόλο της Αριστεράς στην αντίσταση.

Η ατζέντα των ΜΜΕ

Πορεία τμήματος ανδρών του Ελληνικού Στρατού στα χιόνια

Η Πασχαλούδη θα μπορούσε να είχε επιμείνει περισσότερο στις διαφοροποιήσεις των αντιλήψεων για τη δεκαετία του 1940 μέσα σε κάθε παράταξη. Δεν υπήρχε μονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα σε μια πολιτική παράταξη και στις εφημερίδες «της» και γι΄ αυτό δεν θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ο πολιτικός λόγος των εφημερίδων ταυτιζόταν με εκείνον των παρατάξεων. Αλλωστε μερικές εφημερίδες ήσαν λιγότερο «κομματικές» από άλλες και άρα είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια να συνάψουν πρόσκαιρες συμμαχίες με κάποιους πολιτικούς, να γείρουν υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, να συνδιαμορφώσουν εν τέλει την πολιτική «ατζέντα» και μαζί με αυτήν τις ευαισθησίες των αναγνωστών τους σχετικά με τη δεκαετία του 1940. Σε κάθε περίπτωση, βιβλία όπως το έργο ζωής του Φλάισερ και αυτό της Πασχαλούδη προσφέρουν τη σχεδόν θαλασσινή απόλαυση της κατάδυσης στο παρελθόν που διακόπτεται περιοδικά από την ανάδυση στο παρόν: πολλοί αναγνώστες θα σταματήσουν στο σημείο όπου η Πασχαλούδη αναλύει το πώς ήδη από το 1951 ο Πλαστήρας χρησιμοποιούσε το οικείο σε μας κεντρικό προεκλογικό σύνθημα «Αλλαγή» (σελ. 192-193) καθώς και στο επίμετρο του βιβλίου του Φλάισερ, όπου ο συγγραφέας απορεί για την επιείκεια σε βαθμό «αμνησικακίας» που έδειξε η επίσημη Ελλάδα απέναντι σε ναζιστές αξιωματούχους.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΠΑΛΑΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Κάτω, ανάπαυλα για ξεκούραση. Κάτω δεξιά, ιταλικό άρμα μάχης – λάφυρο του Ελληνικού Στρατού

Η ιστορία δεν αλλάζει, όλοι ξέρουμε τι συνέβη στο παρελθόν.Είναι όμως έτσι; Οπως και οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες,έτσι και η ιστορική επιστήμη κάθε τόσο θέτει νέα ερωτήματα και μας κάνει να αμφισβητούμε τέτοιες βεβαιότητες. Ωστόσο, η ιστορική επιστήμη δεν είναι αφεντικό στο σπίτι της,έχει και συγκάτοικο με τον οποίο συχνά δεν τα πάει καλά.Συγκατοικεί με τη δημόσια ιστορία. Οπως εξηγεί ο Χάγκεν Φλάισερ, η δημόσια ιστορία «δεν περιλαμβάνει το εσωστρεφές από τη φύση του ακαδημαϊκό κομμάτι της ιστορικής κουλτούρας- την έρευνα και τη διδασκαλία στα αμφιθέατρα- αλλά διεκδικεί περίπου όλα τα υπόλοιπα… Διεκδικεί ένα τεράστιο κοινό [και] αποσκοπεί στην ιστορική αφύπνιση,την ενημέρωση και ενδεχομένως την επιμόρφωση του κοινού αυτού» (σελ.22).

Η δημόσια ιστορία εισβάλλει βίαια στην καθημερινότητά μας χάρη σε δημοσιογραφικά «ρεπορτάζ», τηλεοπτικά προγράμματα,ταινίες,σχολικά και λογοτεχνικά βιβλία, μνημεία και επετείους (σελ.24-25).Θα προσθέταμε ότι για μερικούς πρωταγωνιστές της δημόσιας ιστορίας,όπως ορισμένοι αρχηγοί κομμάτων, βουλευτές, νομάρχες, καναλάρχες, ρεπόρτερ και μητροπολίτες, η προάσπιση της ιστορίας,όπως τη διδαχθήκαμε προ δεκαετιών στο σχολείο,είναι προσωπικό χρέος.Οπως όμως το θέτουν πολλοί ιστορικοί,το παρελθόν δεν είναι παγιωμένο αλλά μεταβάλλεται επειδή στο παρόν πολλοί ερευνητές,οι πολιτικές ελίτ,τα ΜΜΕ και το ευρύτερο κοινό θέτουν καινούργια ερωτήματα. Τα ερωτήματά τους ανοίγουν τον δρόμο για να ανασυρθούν ή να φωτισθούν γεγονότα που δεν είχαν προσεχθεί παλαιότερα ή να προταθούν νέες ερμηνείες σε παλαιά ερωτήματα.