Εμαθε τον κόσμο τι θα πει «λεξικό» και συνέδεσε το όνομά του με τη γλώσσα. Το «Λεξικό Μπαμπινιώτη» δεν έχει απλώς καθιερωθεί ως ένα εργαλείο για τη χρήση της γλώσσας αλλά και ως ένα βιβλίο που διαβάζεται, αφού για πρώτη φορά μπήκαν σχόλια σε λεξικό, δηλαδή πληροφορίες που μπορούμε να πούμε ότι λειτουργούν ως αφηγηματικά στοιχεία. Την περασμένη Δευτέρα ο Γ. Μπαμπινιώτης παρουσίασε ένα καινούργιο λεξικό, το Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, με πλούσιο λημματολόγιο και επιπλέον 3.500 ορθογραφικά σχόλια, που εξηγούν και διδάσκουν την ορθογραφία. Αυτή η νέα έκδοση του Κέντρου Λεξικολογίας είναι η αφορμή της συνέντευξης. Συναντηθήκαμε με τον Γ. Μπαμπινιώτη στα γραφεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, στο Παλαιό Ψυχικό, ένα ιστορικό κτίριο που υπήρξε η κατοικία του πρωθυπουργού Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και αργότερα της πριγκίπισσας Ελένης.


– Γιατί πρέπει να μαθαίνουμε ορθογραφία από τη στιγμή που τα προγράμματα των υπολογιστών μπορούν να μας διορθώνουν; Μήπως είναι μια άχρηστη γνώση;


«Δεν μπορούμε να γενικεύσουμε και να εξαρτήσουμε τον χρήστη της γλώσσας από τον υπολογιστή, δηλαδή να εγκαταλείψουμε την ελευθερία της επιλογής των μέσων, που για πολλούς ανθρώπους μπορεί να είναι ακόμη το μολύβι και το χαρτί. Προσωπικά δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι εξαρτημένος από ένα μηχανικό πρόγραμμα που θα μου καθορίζει και τον τρόπο της ορθογραφίας μου. Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός λέξεων που έχουν διάφορες μορφές ορθογραφίας. Θα ήθελα λοιπόν να αποφασίζω εγώ για την ορθογραφία, και από εκεί ξεκινάει ένα θέμα ενημέρωσης, που θα μου επιτρέψει να έχω την επιλογή. Θα γράψω κτήριο ή κτίριο, λιώνω ή λειώνω, σβύνω ή σβήνω; Ολα αυτά οδηγούν σε επιλογές του χρήστη και σε γνώσεις που πρέπει να είναι συνειδητές για να μπορείς να έχεις ένα αποτέλεσμα».


– Κάθε λεξικό είναι από τη φύση του ορθογραφικό. Γιατί κάνατε ένα καινούργιο;


«Γιατί ήθελα να εξηγήσω και να διδάξω την ορθογραφία. Κάθε λέξη έχει δύο μέρη: το ένα είναι το θέμα, το άλλο είναι το τέρμα. Πώς θα γράψω το θέμα, τη ρίζα; Αυτό έχει σχέση με την ιστορία, με την προέλευση, με αυτό που λέμε ετυμολογία της λέξης. Ερχομαι λοιπόν με 3.500 σχόλια να μιλήσω για οικογένειες λέξεων και συγκεκριμένες λέξεις, πώς θα γραφούν και γιατί. Δεν είναι εύκολο να θυμάσαι πάντοτε πώς γράφεται μια λέξη. Αλλά, αν έχεις μια γενική πληροφορία για αυτήν, μπορείς να θυμάσαι την ορθογραφία της. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, το ρήμα ξεφ(ευ)τιλίζω. Αν το γράψω με φι είναι από το ξεφυτιλίζω. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι από το εξευτελίζω. Πρέπει να το γράψω με ευ. Μα μήπως τότε ενοχλήσουμε κάποιον που μέχρι τώρα το έγραφε με φι; Ναι, μπορεί να τον ενοχλήσουμε. Αλλά πρέπει να πάρουμε μία απόφαση. Τι θέλουμε; Να μην ενοχλήσουμε ή να τηρήσουμε την αλήθεια της προέλευσης, δηλαδή την ετυμολογία (έτυμον=αλήθεια) της λέξης;».


– Γιατί πρέπει να σεβαστούμε την αλήθεια της προέλευσης;


«Γιατί κάθε λέξη δεν είναι μόνο η μορφή της αλλά και η σημασία που συνδέεται με τη μορφή. Η λεγόμενη ιστορική ορθογραφία συνδέει και ομαδοποιεί τις λέξεις μορφικά σε οικογένειες, που έχουν την ίδια βασική σημασία και προέλευση. Ας πάρουμε το οικ- στο οίκος, οικία, κάτοικος, κατοικία, συνοικία, αποικία, οικονομία, δηλαδή το κατανέμω τα του οίκου, οικείος. Ολα παραπέμπουν σε μια σημασία που δεν έχει σχέση με το εικ-, που με παραπέμπει στο εικόνα, εικάζω ή το ικ-, που με παραπέμπει στο ικανός, ικέτης, άφιξη. Δηλαδή η ορθογραφία με συνδέει με την προέλευση, την ιστορία, τη φυσιογνωμία μιας λέξης αλλά και με τη σημασία της».


– Πώς απαντάτε στο θέμα της φωνητικής ορθογραφίας;


«Με το πέρασμα του χρόνου η προφορά αλλάζει αλλά διατηρείται η βασική σημασία της λέξης. Και αυτήν τη σημασία θέλεις να την δηλώσεις μέσα από τη διαδρομή της λέξης, δηλαδή μέσα από την ιστορική ορθογραφία της. Ολες οι ιστορικές γλώσσες το έχουν αυτό. Ας πούμε στα αγγλικά: όταν λες νάιτ, που είναι knight και night είναι δύο διαφορετικές σημασίες που διακρίνονται μόνο μέσα από την ορθογραφία και όχι από την προφορά. Και μάλιστα εδώ η προφορά είναι πολύ απομακρυσμένη από τη γραφή της λέξης. Γι’ αυτό, όπου υπήρχαν απόψεις για την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας, δεν επικράτησαν. Η ιστορία των λέξεων είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του πολιτισμού της γραφής και της οργάνωσης της γλώσσας.


Ας πάρουμε την ελληνική γλώσσα. Το σημαντικό δεν είναι ότι έχει δώσει λέξεις σε άλλες γλώσσες. Είναι το ότι έχει δώσει έννοιες. Ενα πλήθος εννοιών μέσα από τις οποίες γίνεται ένας σύνθετος συλλογισμός. Πολύ νωρίς οι Ελληνες σκέφτηκαν πράγματα, τα δήλωσαν, έδωσαν τις έννοιες, έδωσαν τις λέξεις. Το ίδιο συμβαίνει και με την ορθογραφία. Η ορθογραφία είναι απεικόνιση σημασίας, έννοιας, πολιτισμού, ιστορίας. Επομένως δεν μπορώ να κάνω απλοϊκές σκέψεις στο θέμα αυτό. Μερικοί πιστεύουν ότι η ορθογραφία έχει μια μορφοκρατική έννοια. Δεν είναι αυτό. Είναι πώς το άτομο τελικά έχει μια οικείωση της ιστορίας, της σημασίας των λέξεων που εκδηλώνεται με τη μορφή της».


– Στην Ελλάδα έχουμε σοβαρούς υποστηρικτές της φωνητικής ορθογραφίας;


«Στο παρελθόν είχαμε ανθρώπους όπως ο Βηλαράς, ο Φιλίντας, που υποστήριξαν κάτι τέτοιο, αλλά ποτέ δεν ανέκυψε σοβαρό θέμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι είχαν αίτημα αλλαγής, όπως ο Ιωάννης Κακριδής, μίλησαν για απλοποίηση των τόνων, που δεν ήταν όμως ποτέ στοιχείο της λέξης. Μια φωνητική ισοπέδωση στην πραγματικότητα θα σήμαινε αλλοίωση της φυσιογνωμίας της λέξης».


– Πώς έχουμε στο μυαλό μας τις λέξεις;


«Εφόσον έχουμε επαφή με τον γραπτό λόγο, οι λέξεις έχουν στο μυαλό μας μια διπλή εικόνα. Η μία είναι ακουστική, είναι ένα ακουστικό ίνδαλμα, πώς θα προφέρω τη λέξη. Η άλλη είναι οπτική, είναι ένα οπτικό ίνδαλμα, πώς θα την γράψω τη λέξη. Αν γράψω σινοικεία κάποιος μπορεί να συνταραχθεί, γιατί αυτό προσκρούει στο ορθογραφικό του αίσθημα, στην εικόνα που έχει για τη λέξη».


– Η εικόνα για τη λέξη είναι υποχρεωτικά αποτέλεσμα εκπαίδευσης;


«Οχι, απαραίτητα. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας πρακτικής, εμπειρικής επαφής με τις λέξεις. Επιπλέον, υπάρχει και μία άλλη διάσταση, κιναισθητική. Η κίνηση του χεριού συνδέεται με οπτικές εικόνες και βοηθάει να γνωρίζουμε την ορθογραφία. Η προσπέλαση λοιπόν είναι μέσα από τη μνήμη μας αλλά και μέσα από την κίνηση του χεριού μας όταν γράφουμε τις λέξεις και αποκτάμε μια εμπειρία».


– Πάντως υπάρχει ένα αίτημα απλοποίησης. Πού μπαίνουν τα όρια μεταξύ της επιστημονικής ορθογραφίας και της απλοποίησης; Ποιος παίρνει την απόφαση;


«Το σίγουρο είναι ότι κάποιος πρέπει να πάρει την απόφαση. Θα γράψω αγώρι, γιατί είναι από το άωρος, άγουρος και θα ξενίσω ή θα συνεχίσω να γράφω αγόρι; Θα γράφω κτήριο γιατί δεν είναι από το κτίζω αλλά από το ευκτήριος, ή κτίριο; Τι θα επικρατήσει, η συνήθεια ή η επιστημονική αλήθεια; Σε αυτό το θεμα εισηγούμαι ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένας θεσμικός φορέας που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα, δηλαδή θα αποφασίσει για τις λέξεις που πρέπει να απλοποιηθούν ή που πρέπει να αποκατασταθούν».


– Πόσες είναι αυτές οι λέξεις;


«Γύρω στις 300. Στο Λεξικό τις έχω συγκεντρωμένες σε έναν πίνακα με τίτλο «Λέξεις με πρόβλημα ορθογραφίας». Εκεί όπου υπάρχει ένα πρόβλημα είναι οι ξένες λέξεις. Γι’ αυτές λειτουργεί ο απλουστευτικός κανόνας του Τριανταφυλλίδη, αν και μας ξενίζει να γράφουμε τρένο αντί για τραίνο και πορτρέτο αντί για πορτραίτο. Αποδεχόμαστε όμως αυτή την απλοποίηση για τα ουσιαστικά. Στα κύρια ονόματα όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Επειδή το όνομα είναι ταυτότητα, πρέπει να είμαι πιο κοντά στην αρχική δήλωση. Δηλαδή να γράφω Γκαίτε».


– Αν κάναμε μια ακτινογραφία της ελληνικής γλώσσας σήμερα ποια θα ήταν η κατάστασή της;


«Καλύτερα θα ήταν να κάνουμε μια ακτινογραφία των ομιλητών της ελληνικής γλώσσας. Γιατί νομίζω ότι το πρόβλημα έχει να κάνει με τους ομιλητές. Η ελληνική γλώσσα είναι ένα πλούσιο, καλλιεργημένο σύστημα. Το πρόβλημα είναι οι χρήστες της. Πόσο έχουμε εξοικειωθεί μαζί της. Πόσο μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το σύστημα. Η γλώσσα μού δίνει πέντε συνώνυμα, κάνοντας διαφοροποιήσεις, λεπτές, σημασιολογικές αποχρώσεις. Κρατώ όλες αυτές τις αποχρώσεις ή χρησιμοποιώ μια λέξη για όλα; Αν χρησιμοποιώ μια λέξη για όλα, τότε το πρόβλημα είναι του χρήστη. Εδώ λοιπόν παρεμβαίνει η εκπαίδευση που πρέπει να ευαισθητοποιήσει τον χρήστη. Να τον κάνει να μάθει, για παράδειγμα, ότι η επίπτωση έχει μόνο αρνητική σημασία και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όπως η λέξη συνέπεια. Επομένως μια ακτινογραφία της γλώσσας θα έδειχνε πλήρη υγεία και πλούτο. Μία ακτινογραφία των ομιλητών θα έδειχνε πολλά προβλήματα».


– Απειλείται η γλώσσα από την κωδικοποιημένη γλώσσα της τεχνολογίας;


«Είναι αλήθεια ότι περνάμε σε έναν τηλεγραφικό, απλουστευτικό και απλοποιητικό λόγο. Ποτέ ο απλοποιητικός λόγος δεν ήταν υπέρ της ποιότητας της γλώσσας. Από τη στιγμή που θέλω να δώσω μια πληροφορία με γρήγορο τρόπο, υπάρχει κίνδυνος να στενέψω, να συρρικνώσω το λεξιλόγιό μου αλλά και την επικοινωνία μου. Τελικά θα συνεννοηθώ, αλλά παράγοντας έναν λόγο χαμηλής ποιότητας. Πάντως η γλώσσα εξακολουθεί να καλλιεργείται, ιδιαίτερα από τη λογοτεχνία, που είναι η ένταση και η ανάσα της γλώσσας».


– Και η γλώσσα των εφημερίδων;


«Είναι η γλώσσα των δημοσιογράφων. Υπάρχουν δημοσιογράφοι μάστορες της γλώσσας και υπάρχουν άλλοι που έχουν πρόχειρο λόγο. Δεν μπορεί κανείς να γενικεύσει. Μπορώ μόνο να πω ότι οι μεγάλες ιστορικές εφημερίδες έχουν απαιτήσεις από τους συντάκτες τους και εκεί βλέπεις ποιότητα στη γλώσσα».