Πέμπτο παιδί και τέταρτο κορίτσι, η Κατίνα, του Δημήτρη Παπαδάκη και της Κατίγκως, γεννήθηκε το 1909 σε έναν από τους πολλούς Αγίους Δημητρίους της Ελλάδας, σε αυτόν της Μονεμβασιάς, χωριό με 505 κατοίκους κατά την απογραφή του 1928. Χριστούγεννα του 1920 πέθανε ο πατέρας και μέσα σε σαράντα ημέρες ήρθε η είδηση του θανάτου του μονάκριβου αδελφού, στρατιώτη, εικάζουμε στο μικρασιατικό μέτωπο. Από μικρό παιδί η Κατίνα βοηθούσε στη βοσκή, γι’ αυτό και τη φώναζαν βρικολούνι, υποκοριστικό του βρικόλου, που φέρεται ως δημώδης παραφθορά του βουκόλου.


Εκεί έμαθε την αλφαβήτα, σχεδιάσματα στη λάσπη της πεζούλας με τη βέργα για το σελάγημα. Το 1924 πήγε έναν χρόνο σχολείο. Μονοτάξιο δημοτικό, μεικτό, με δάσκαλο παπά, τον παπα-Γεωργαρά. Την ημέρα που «άκουσαν τα πάθη του Αθανασίου Διάκου, πώς τον ρώτησαν γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, για να μην τον σκοτώσουν, την πίστη σου ν’ αλλάξεις; Και απαντάει ο Διάκος «πάτε εσείς κι η πίστη σας μουρτάτες να χαθείτε, εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω»», έτυχε η επίσκεψη του επιθεωρητή. Υπήρχαν ακόμη τότε σχολικοί επιθεωρητές. Και αυτός ρώτησε τα παιδιά τι θα πει Γραικός και μόνο η Κατίνα σήκωσε το χέρι και απάντησε πως Γραικός θα πει Ελληνας.


Με τα λίγα κολλυβογράμματα που έμαθε πολλές δεκαετίες μετά, το 1994, έγραψε τις αναμνήσεις της. Υποθέτουμε πως οι ιστορικοί θα τις αποθησαυρίσουν στον θάλλοντα τομέα της προφορικής ιστορίας, που τελευταία αποδεικνύεται χρήσιμος και στη διδασκαλία, ιδιαίτερα όσον αφορά περιόδους συναισθηματικά φορτισμένες, όπως το ’21 και ο Εμφύλιος. Παράδειγμα, η μαρτυρία μιας σχεδόν ομήλικης της Κατίνας, της Δέσπως Ράπτη, από το χωριό Ζιάκα Γρεβενών, καταγεγραμμένη από τη Ρ. βαν Μπουσχότεν, στο βιβλίο της «Ανάποδα χρόνια» (Πλέθρον, 1997), που επιστρατεύτηκε για τη διδαχή του πνεύματος του Εμφυλίου σε δωδεκαετείς. Επίσης, πολύτιμες οι αναμνήσεις της Κατίνας για τους κοινωνιολόγους, έτσι όπως ανασταίνει έναν τρόπο βίου πτωχό αλλά αυτάρκη, τόσο που να μην υπάρχει τίποτε περιττό ούτε και τυποποιημένο στην τροφή και στην ένδυση. «Με το λάδι και το αλεύρι εγινόντουσαν τα πάντα». Πολλές οι παραλλαγές εδεσμάτων, εκπλήσσουν με την επινοητικότητά τους. Η περιβόητη μεσογειακή διατροφή σε όλο το αρχέγονο μεγαλείο της. Οσο για τους ασχολουμένους με τη λογοτεχνία, πιθανώς και να απαξιώσουν την αφήγηση της Κατίνας ως χωριάτικη ηθογραφία παρωχημένων καιρών, μη συνειδητοποιώντας τον λεκτικό πλούτο σε συνδυασμό με τη λακωνικότητα της έκφρασης. Πληθαίνουν τα ουσιαστικά, που αντιστοιχούν σε πράγματα, με υλική αυτοφυή υπόσταση, και σε ασχολίες μιας χειρωνακτικής παραγωγής, έναντι των ουσιαστικοποιημένων, που στις πρόσφατες αφηγήσεις ροκανίζουν τη ρηματική ζωντάνια.


Η Κατίνα δεν έχει λησμονήσει τα ονόματα των πραγμάτων ούτε τα τραγούδια που τραγούδαγε. Ανθρωπος γεμάτος ζωντάνια και έφεση για μάθηση παρά τα δύσκολα χρόνια. «Το ’24 σχολείο, το ’25 στη μοδίστρα, το ’26 επήρε τη μηχανή και άρχισε το ράψιμο». Μετά πήγε στους Μολάους με ένα χιλιάρικο από τη μάνα της να πάρει σεντόνια για προίκα κι αυτή το έδωσε και έμαθε ζωγραφική. Και μετά ήρθε ο Μπάμπης Ζερβός, συχωριανός της εγκατεστημένος στον Πειραιά και η Κατίνα έγινε φωτογράφος στη Φίλωνος απέναντι στον Αγιο Σπυρίδωνα για 27 χρόνια. Η αφήγησή της σταματά ακριβώς τη στιγμή που περνάει από το ύπαιθρο στο πειραϊκό άστυ. Εξίσου, αν όχι μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε η μαρτυρία της ως φωτογράφου τα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου και τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πόσο μάλλον όταν παρόμοιες αφηγήσεις τόσο από επιφανείς όσο και από αφανείς φωτογράφους σπανίζουν.