Τα τελευταία 15 χρόνια ο κόσμος της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά. Οχι ως προς τις διαδικασίες παραγωγής της αρχιτεκτονικής. Αυτές είναι, πιθανόν, χειρότερες από το παρελθόν για πολλούς λόγους. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η αντίληψη για την εικόνα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, για τη θέση της γενικότερα στο σύστημα της επικοινωνίας και των μέσων. Υπάρχουν περισσότερες εφημερίδες και περιοδικά που μιλούν για την ελληνική αρχιτεκτονική, περισσότεροι φορείς που την προβάλλουν, περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα που τη σχολιάζουν. Πραγματοποιούνται περισσότερες εκθέσεις, παράγονται – συγκριτικά με το παρελθόν – περισσότερες εκδόσεις, ενώ γίνονται και στο εξωτερικό σχετικές εκδηλώσεις και δημοσιεύσεις. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο, προβάλλεται δηλαδή στον τόπο μας με μεγαλύτερη αμεσότητα και δεκτικότητα και η αρχιτεκτονική που υλοποιείται στο εξωτερικό. H υπέρβαση ενός παλαιότερου αυτιστικού, ιδεολογικού επαρχιωτισμού είναι πλέον γεγονός. Ολα αυτά, φυσικά, αφορούν την εικόνα των πραγμάτων: η απαίτηση για ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος και του δημόσιου χώρου εμφανίζεται ενίοτε ως παραδοξολογία. Φαίνεται σαν να μιλάμε για την αρχιτεκτονική τόσο περισσότερο όσο λιγότερες, και δυσχερέστερες, είναι στον τόπο μας οι δυνατότητες υλοποίησης της καλής αρχιτεκτονικής.


Αυτήν ακριβώς την καλή αρχιτεκτονική της τελευταίας δεκαπενταετίας παρουσιάζει ο τελευταίος Οδηγός σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα που επιμελήθηκε ο Ορέστης Δουμάνης. Πρόκειται ουσιαστικά για την τρίτη έκδοση της σειράς καθώς ολοκληρώνει τον Οδηγό της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής (1984) του ίδιου συγγραφέα αλλά και την ιταλική του εκδοχή (Aletheia 1990) που τον επέκτεινε ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κάθε οδηγός αρχιτεκτονικής υπόκειται βέβαια και ο ίδιος σε κριτική αποτίμηση, αλλά από την άλλη η επιλογή στην τελευταία αυτή έκδοση εμφανίζεται ως έναν βαθμό «δεδομένη». H ένταξη των έργων στον Οδηγό δείχνει να ακολουθεί συχνά μια ευρύτερη αναγνώριση του κάθε κτιρίου με προηγούμενες δημοσιεύσεις, συμμετοχές σε εκθέσεις ή σχετικές βραβεύσεις (π.χ., τις συμμετοχές κάποιων έργων στο διεθνές βραβείο Mies van der Rohe ή στα βραβεία του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής). Τα κτίρια έχουν κατά κάποιον τρόπο αξιολογηθεί στο ευρύτερο περιβάλλον της αρχιτεκτονικής κριτικής στο οποίο ο συγγραφέας δρα ουσιαστικά (κατ’ αρχήν ως διευθυντής περιοδικών όπως τα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» και τα «Θέματα Χώρου + Τεχνών»). Οι οδηγοί αρχιτεκτονικής είναι άλλωστε μια επιλογή δεύτερου βαθμού σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά της κριτικής.


H σημασία κατά συνέπεια του τελευταίου Οδηγού είναι ότι συγκεντρώνει σε έναν ιδιαίτερα καλαίσθητο, έγχρωμο τόμο ό,τι καλύτερο χτίστηκε τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα. Είναι μάλλον περιττό να πούμε ότι η δημόσια αρχιτεκτονική απουσιάζει πανηγυρικά. Οι δημόσιοι φορείς μας δεν φαίνονται ακόμη ικανοί να αποτελέσουν αξιόπιστους παραγγελιοδότες καλής αρχιτεκτονικής: ας ελπίσουμε ότι προς το παρόν τους απασχολεί τουλάχιστον η διασφάλιση της θεσμικής τους αξιοπιστίας. Ο κατάλογος των έργων περιλαμβάνει, κατά συνέπεια και κατά συρροήν, ιδιωτικές κατοικίες και πολυκατοικίες, πέντε μουσεία και εκθεσιακούς χώρους, δύο σχολεία, εννέα κτίρια γραφείων και τη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου στη Θεσσαλονίκη. Δεν λείπουν πάντως οι εκπλήξεις, κάποια έργα ιδίως νεότερων αρχιτεκτόνων, αλλά η πιο ευχάριστη έκπληξη είναι να βλέπει κανείς όλα αυτά τα έργα συγκεντρωμένα και καλοτυπωμένα σε αυτοτελή έκδοση. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια κριτική εισαγωγή του Πάνου Δραγώνα που επιχειρεί μια προσεκτική κριτική σκιαγράφηση – έστω και με κάποιες «επώνυμες» παραλείψεις – αυτού που είναι πλέον ένα σύνθετο «σύστημα της αρχιτεκτονικής» τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα. Μένει να γίνει μια πιο οργανική κριτική αποτίμηση της ποιότητας και του χαρακτήρα των έργων που παρουσιάζονται στον Οδηγό. Από τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική δεν λείπουν παρά οι ευκαιρίες.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.