H αξιόλογη μελέτη του Ανδρέα Φουντουλάκη σχετικά με την ηθοπλαστική και εν γένει διδακτική λειτουργία της κωμωδίας του Μενάνδρου κινείται ευχερέστατα μέσα στο πλαίσιο ερμηνευτικής προβληματικής· η εμπερίστατη ανάλυση της πολυδύναμης και πολύτροπης σύζευξης της μενάνδρειας δραματουργίας με τα θρησκευτικά και πολιτικά φρονήματα των Αθηναίων του τέλους του τετάρτου αιώνα π.X., τις φιλοσοφικές επιζητήσεις των Περιπατητικών και την πολύχυμη και πολύχορδη θεατρική παράδοση της Αττικής στη διφυή εκδοχή της, τραγική και κωμική, καθιστά περισσότερο έκτυπη τη σκηνική δραστικότητα συγκεκριμένων prima facie ηθικολογικών και ψυχωφελών αποφθεγμάτων, τα οποία συχνά διασπείρονται εν είδει μονόστιχων γνωμολογικών ρήσεων στην τροχιά των έργων. Σύμφωνα με την οπτική του συγγραφέα τα εν λόγω γνωματεύματα δεν αποτελούν αυτοτελείς παροιμιώδεις φράσεις, αποξενωμένες από το προεξάρχον κεντρικό θέμα, που έχουν μοναδικό σκοπό να παροτρύνουν ή να καθοδηγούν τους θεατές προς βίο χρηστό και ενάρετο· αλλά αντίθετα με την ιδιότητά τους ως κατεξοχήν δομικά στοιχεία της μενάνδρειας κωμωδίας συνδέονται άρρηκτα με το ιστορικό νόημα των δραμάτων· συνεπώς, δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυρισθεί κανείς ότι η κατάλυση της θεματογραφικής συνάφειας ανάμεσα στον μύθο και στα χορικά στη Μέση και Νέα Κωμωδία προλείανε το έδαφος για την οριστική υποκατάσταση του Χορού ως γνωμολογικού αντίβαρου στην αχαλίνωτη ρευστότητα των σκηνικών δρωμένων από μιαν αστική, ενίοτε μικροαστική, ιδεολογία, η οποία εκφέρεται μέσα από τον νευρώδη, απεκδυμένο όμως κάθε πολιτικού σκώμματος λόγο των πρωταγωνιστών με ηθοπλαστικούς όρους και αφοριστικές γνωματεύσεις. Πράγματι, είναι μεγάλη η πορεία που έχει διανυθεί από την ελευθερόστομη, αλλά εν ταυτώ βαθύτατα διδακτική αριστοφανική κωμωδία με τον καταιγισμό κακεμφάτων και αρρητολογιών, προς μια περισσότερο γλωσσικά συγκρατημένη αλλά ουδ’ επ’ ελάχιστον άνοστη και ανούσια φιλοπαιγμοσύνη.


Βεβαίως, ο έλληνας φιλόλογος έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι στην περίπτωση της Νέας Κωμωδίας ο μυθικός μακρόκοσμος έχει πρόθυμα παραχωρήσει την επίζηλη θέση του στον ανθρώπινο μικρόκοσμο· επομένως, επιτακτική ανάγκη είναι να προβληθεί επαρκώς το ιστορικό περικείμενο των δραμάτων. H προβολή αυτή των ανιχνεύσιμων πολιτικών και κοινωνικών συντεταγμένων της αρχαίας εποχής όντως διεκπεραιώνεται θα λέγαμε με εμβρίθεια και ευγλωττία σε τρία διαδοχικά κεφάλαια της εν επικεφαλίδι μονογραφίας, τα οποία προσφέρουν στον αναγνώστη τα απαραίτητα ερμηνευτικά εφόδια για να παρακολουθήσει με αυξημένο ενδιαφέρον τη συνακόλουθη διεξοδική εφαρμογή μιας καινοφανούς -τουλάχιστον για την πενιχρή ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τη Νέα Κωμωδία -μεθοδολογίας σε ένα αντιπροσωπευτικό έργο του Μενάνδρου, τη Σαμία. Πρέπει να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η υπό συζήτηση κωμωδία δεν σώζεται ακέραιη στη χειρόγραφη παράδοση, ωστόσο τα κειμενικά χάσματα δεν είναι τόσο εκτεταμένα, ώστε να καθιστούν απαγορευτική τη νοηματική συμπλήρωση του έργου. Οπως παρατηρεί τόσο εύστοχα ο συγγραφέας, εν αντιθέσει προς την ακαταπτόητη ονομαστική κριτική του Αριστοφάνη, ο Μένανδρος σπαργανώνει τα δράματά του με έναν ρέοντα αττικό λόγο, ο οποίος αν και δεν διαθέτει τους εκτυφλωτικούς ιριδισμούς της έκφρασης των αριστοφανικών χορικών, αναδύεται απολύτως προσαρμοσμένος στην εκάστοτε θερμοκρασία των σκηνικών γεγονότων με τη λιθόγλυπτη ακρίβεια των περιγραφών και τις υφολογικές κλιμακώσεις των διαλόγων. Εργα, όπως εν προκειμένω η Σαμία του Μενάνδρου, τα οποία μέσα από τον ψυχικό συγκλονισμό των πρωταγωνιστών παρουσιάζουν την ανθρώπινη ηδυπάθεια σε όλη την έκτασή της, πρέπει να διερμηνεύονται και υπό το πρίσμα συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων· σε αντίθετη περίπτωση, ο σύγχρονος θεατής αποστερείται των επιμελημένα στιλβωμένων σημασιολογικών αποχρώσεων, οι οποίες δημιουργούν διαύλους επικοινωνίας με την αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του τετάρτου και των αρχών του τρίτου αιώνα π.X.


H γνησιότητα των τέκνων


Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προβολής του μενάνδρειου έργου μέσα από την παράλλαξη της κοινωνικής ιδεολογίας της εποχής αποτελεί η αδιάπτωτη έμφαση σε θέματα γνησιότητας των τέκνων· και αυτό γιατί τα περίπλοκα οικογενειακά ζητήματα, που αναφύονται συχνότατα στη ροή της κωμωδίας και συμβάλλουν στη δημιουργία μιας επανειλημμένης κατάστασης αναμονής και αναβολής, συσχετίζονται άμεσα με έναν συγκεκριμένο ηθικό κώδικα και ένα προκαθορισμένο νομικό πλαίσιο· ωστόσο, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, αυτές οι ιστορικές αντανακλάσεις παρέχουν, θα λέγαμε, το πολιτικό και κοινωνικό ενδόσιμο, ότι οι αρχαίοι θεατές μετά το πέρας του έργου είναι βέβαιο ότι θα προβληματιστούν αναφορικά με συναφή θέματα της δικής τους καθημερινότητας. Ιδιαίτερα, θα ήταν ασύγγνωστη παράλειψη να μην επισημανθεί ο δραματουργικά ευθύβολος τρόπος με τον οποίο ο Μένανδρος, χωρίς να ανατρέπει εκ βάθρων την κρατούσα ηθική, καθιστά ανάγλυφη περισσότερο παρά ποτέ την αδυσώπητη ψυχική διαπάλη δραματικών προσώπων, όπως ο καλοπροαίρετος Δημέας, που μέσα από έμφωνους εσωτερικούς μονολόγους εκφράζει τον σπαραγμό του ενώπιον μιας διασαλευμένης ηθικής τάξης και αποπειράται εις μάτην να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των ανώνυμων θεατών στις κρίσιμης σημασίας αποφάσεις του.


Αυτά και άλλα πολλά φαίνεται να υπαινίσσεται το παρόν βιβλίο, που πρέπει επίσης να επαινεθεί για τον ενημερωμένο βιβλιογραφικό πίνακα, τα διεξοδικά ευρετήρια και την επιμελημένη εκτύπωση. Παρά το γεγονός ότι σημαντικά πραγματογνωστικά στοιχεία συνωστίζονται άνευ αποχρώντος λόγου στις πολυάριθμες παραπομπές, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται εν πολλοίς με αυτή την ανισοσθενή διανομή της ύλης -αν και προτιμότερο θα ήταν κατά τη γνώμη μου να ενσωματώνονταν στον κύριο κορμό της μελέτης ως βασικά αντιστηρίγματα των επιχειρημάτων ­, η υπό βιβλιοπαρουσίαση μονογραφία αποτελεί τωόντι μια πολύτιμη συμβολή στον τομέα της επιστημονικής σπουδής της Νέας Κωμωδίας και ένα ευπρόσδεκτο έναυσμα για περαιτέρω μελέτη του αττικού θεάτρου μέσα βέβαια από τα μάτια των αρχαίων θεατών.


Ο κ. Ανδρέας Μαρκαντωνάτος είναι λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.