H ιστορία του ελληνικού εβραϊσμού εμπλουτίστηκε τα τελευταία χρόνια με ορισμένες σημαντικές μελέτες, ενώ παράλληλα έχει αρχίσει να μελετάται ως οργανικό τμήμα της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και όχι ως μια περιθωριακή και έκκεντρη περίπτωση. Τα κενά στις γνώσεις μας όμως εξακολουθούν να είναι πολλά και το ερευνητικό πεδίο παραμένει ανοικτό. H μελέτη του Μπερνάρ Πιερόν αποτελεί μια πρώτη συνολική ανίχνευση. Οργανωμένη σε τρεις μεγάλες ενότητες διατρέχει τις σχέσεις των ορθόδοξων χριστιανών με τους εβραίους στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους από την εποχή της συγκρότησής του ως την τραγική και εγκληματική εξόντωση των τελευταίων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.


Πρακτικές αντιποίνων


Στην πρώτη ενότητα ο συγγραφέας εξετάζει την περίοδο που περικλείεται από τον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας ως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Χαρτογραφεί την παρουσία εβραϊκών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο αυτή και αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους η νομιμοφροσύνη των εβραίων απέναντι στις οθωμανικές αρχές ερμηνεύθηκε ως πολιτική εχθρότητας απέναντι στους Ελληνες με αποτέλεσμα οι θρησκευτικές αντιθέσεις να αποκτήσουν νέο πολιτικό περιεχόμενο. Οι πρακτικές αντιποίνων και η βία κατά των εβραίων κατά τη διάρκεια του αγώνα αποτύπωσαν αυτές τις εντάσεις που ενισχύθηκαν εξαιτίας της φημολογούμενης συμμετοχής εβραίων στον διασυρμό του Πατριάρχη Γρηγορίου E’ και της ενίσχυσης του στερεοτύπου του «αντίχριστου εβραίου». Στη συνέχεια της ενότητας ο συγγραφέας εξετάζει την υπόθεση της λεηλασίας του σπιτιού του εβραϊκής καταγωγής βρετανού υπηκόου Νταβίντ Πατσίφικο το 1847 μέσα στα πολιτικά της συμφραζόμενα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο ζητήματα: τα επεισόδια εναντίον των εβραίων στην Κέρκυρα το 1891 όπου η «συκοφαντία του αίματος» διεπλάκη με πτυχές του οικονομικού αντισημιτισμού και η «αντιπατριωτική» ρητορεία που περιέβαλε τη στάση των εβραίων μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, η οποία εμπεριείχε και κατηγορίες περί κατασκοπείας στον πόλεμο του 1897.


H δεύτερη ενότητα του βιβλίου εστιάζει στις διακοινοτικές σχέσεις μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. H πόλη της Θεσσαλονίκης με τη μεγάλη και σημαντική κοινότητα των εβραίων βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Ο Πιερόν αναλύει ένα πλήθος ζητημάτων που αφορούν τη Θεσσαλονίκη της περιόδου: τις πολιτικές του ελληνικού κράτους απέναντι στους εβραίους μετά την κατάληψη της πόλης, τις αλλαγές που επέφερε το νέο πολεοδομικό σχέδιο μετά την καταστροφική πυρκαϊά του 1917 (ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια για τη συγκρότηση της «μνήμης του χώρου» με προτεραιότητα σε ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία και σταδιακή εξαφάνιση μιναρέδων και συναγωγών), τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι εβραϊκές κοινότητες με την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής και την εφαρμογή χωριστών εκλογικών καταλόγων από το 1923 ως το 1933, τις επιπτώσεις της εγκατάστασης των μικρασιατών προσφύγων στη Θεσσαλονίκη και ευρύτερα στη Βόρεια Ελλάδα με ιδιαίτερη έμφαση στις εντάσεις ανάμεσα σε πρόσφυγες και εβραίους εξαιτίας κυρίως των πολιτισμικών στερεοτύπων και των οικονομικών ανταγωνισμών. Οι εμπρησμοί και τα έκτροπα στην εβραϊκή συνοικία του Κάμπελ τον Ιούνιο του 1931 συζητούνται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο και αναδεικνύουν με τον πιο θλιβερό τρόπο τις συνέπειες των αντιπαραθέσεων που ενισχύονταν από βαθιά εδραιωμένες προκαταλήψεις και στερεότυπα.


H εξόντωση των εβραίων της Ελλάδας αποτελεί το κεντρικό θέμα της τελευταίας ενότητας του έργου. Ο συγγραφέας εστιάζει στη διάχυση και διακίνηση αντισημιτικών ιδεών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες προς τον ελληνικό χώρο κατά τη δεκαετία του 1930 και συνδέει την εμπρηστική αρθρογραφία κατά των εβραίων σε εφημερίδες όπως η «Μακεδονία» με ένα γενικότερο κλίμα. Επισημαίνει παράλληλα τις αντιστάσεις του μεταξικού καθεστώτος στην υιοθέτηση αντισημιτικών μέτρων, αλλά και ευρύτερα την απουσία εμφανούς κεντρικής αντισημιτικής πολιτικής στην Ελλάδα της εποχής. Ωστόσο η εξιστόρηση της εξόντωσης των εβραίων παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά αλλά και δύσβατα σημεία του βιβλίου. Ο Πιερόν συζητεί τις αντιδράσεις και τις προσπάθειες πολιτικών, πνευματικών ανθρώπων και κληρικών, όπως ο μητροπολίτης Αθηνών Δαμασκηνός, να διασώσουν τους εβραίους συμπολίτες τους. Το βάρος όμως πέφτει στο ξεκλήρισμα των εβραίων· οι σελίδες διαποτίζονται από την ανείπωτη αγωνία των ανθρώπων να διασώσουν τις ζωές τους και κυρίως τις ζωές των παιδιών τους και αποτυπώνουν με δραματικό τρόπο την αδυναμία όχι μόνο αντίδρασης αλλά και κατανόησης της ασύλληπτης βίας του Ολοκαυτώματος.


Παράλογη υποταγή


Το βιβλίο του Μπερνάρ Πιερόν είναι ένα φιλόδοξο έργο που διατρέχει μια εξαιρετικά μακρά περίοδο και αξιοποιεί σημαντικές πηγές, κυρίως από τον Τύπο της εποχής. Χαρτογραφεί με επιμονή και ενάργεια το πεδίο των διακοινοτικών σχέσεων σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές και εμπλουτίζει συνολικά τις γνώσεις μας για τη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα. Αναδεικνύει με σαφήνεια τις εντάσεις και τις συγκρούσεις στις σχέσεις ελλήνων χριστιανών και εβραίων μέσα στο πλαίσιο πολιτισμικών στερεοτύπων, λαϊκών μυθολογιών, πολιτικών στρατηγικών, κοινωνικών και οικονομικών ανταγωνισμών. Ορισμένες σύγχρονες μελέτες για τον ελληνικό εβραϊσμό και το σοσιαλιστικό κίνημα απουσιάζουν από το έργο και αναμφίβολα θα εμπλούτιζαν την οπτική του. Το σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι η επιλογή της αναλυτικής και ερμηνευτικής του στρατηγικής: ο συγγραφέας έχει επιλέξει να εστιάσει στο ζήτημα του αντισημιτισμού και στις πολλαπλές του εκφάνσεις (κυρίως στον πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό αντισημιτισμό). Αυτή η αναλυτική και ερμηνευτική κατεύθυνση παρέχει τη δυνατότητα να αποτιμήσουμε την ιστορία του αντισημιτισμού μέσα από τη μελέτη των ιδιαίτερων περιπτώσεων και έξω από ολοποιητικές θεωρητικές ταξινομήσεις και σχήματα.


Από την άλλη πλευρά όμως η ανάδειξη του αντισημιτισμού σε κεντρική αναλυτική κατηγορία ενισχύει μια μάλλον ουσιοκρατική προσέγγιση των εθνοπολιτισμικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων και των διακοινοτικών σχέσεων όπως ορίζονται γύρω από τις άτεγκτες κατηγορίες «Ελληνας», «χριστιανός», «εβραίος». Αυτοί οι περιορισμοί γίνονται ορατοί σε ορισμένες εκτιμήσεις του συγγραφέα όπως όταν, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι Ελληνες και εβραίοι «ποτέ δεν συνυπήρξαν σε τέλεια αρμονία» επειδή οι μεν χαρακτηρίζονταν από «ειδωλολατρικό ευδαιμονισμό» και οι δε «από αυστηρή, κάποτε παράλογη υπακοή σ’ ένα νόμο» (σ. 83) ή όταν οικειοποιούμενος παρωχημένες πτυχές της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας ισχυρίζεται ότι ο ελληνικός πολιτισμός «αποτελούσε μια αυτόνομη οντότητα η οποία δύσκολα θα δεχόταν την εισαγωγή ξένων στοιχείων» (σ. 302). Οπως σημειώνει η Ρίκα Μπενβενίστε στην κατατοπιστική εισαγωγή της, «οι σχέσεις εβραίων και χριστιανών στο ελληνικό κράτος δεν εξαντλούνταν στον αντισημιτισμό», ενώ «η ταυτότητα των ομάδων δεν γίνεται κατανοητή με βάση ένα σκληρό πυρήνα… Χρειάζεται να σταθούμε στα ρευστά σύνορα των σχέσεών τους με τις άλλες ομάδες» (σ. 17).


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.