Βυθίσου στο στοιχείο της καταστροφής! …N’ ακολουθείς το όνειρο, ξανά και ξανά – και αυτό εσαεί – μέχρι τέλους.


J. Conrad


Ο Ερνστ Γιούνγκερ (1885-1998) είναι μια από εκείνες τις ακραίες μορφές βίου και πολιτείας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αλλά και της μεταπολεμικής Γερμανίας, οι οποίες ενσαρκώνουν με έναν ανεπανάληπτο τρόπο ό,τι ο Τόμας Μαν θεωρούσε ίδιον του γερμανικού φαουστικού πνεύματος: τη συνύπαρξη του πρωτοποριακού στοιχείου με το αντιδραστικό, της τεχνικής με τον μύθο, της μέθης με την αντικειμενικότητα του βλέμματος, της περιπέτειας με τη γνώση.


Μέσω της αντιστικτικής σύνθεσης των στοιχείων αυτών, ο αντιδραστικός μοντερνισμός, ο οποίος αποστρέφεται την έλλειψη «αυθεντικών» εμπειριών, επιχειρεί να βιώσει το όνειρο της εξόδου από τον απομαγευμένο και άγρυπνο κόσμο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ετσι ενώ πολλά από τα μοτίβα του Γιούνγκερ συνιστούν κατά κάποιον τρόπο αναγνωριστικά σημάδια της λογοτεχνικής, εικαστικής και φιλοσοφικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, η περίπτωσή του διαφέρει από τις πειραματικές εμπειρίες του μοντερνισμού.


Λιποτάκτης του μοντερνισμού


Ο «μαγικός ρεαλισμός» του Γιoύνγκερ δεν ενδίδει στις μορφολογικές ανησυχίες της πρωτοπορίας, αλλά κατατρύχεται από το πάθος παλιννόστησης στο Απόλυτο, από μια ακατανίκητη ροπή προς το αδιαμόρφωτο και το ακατονόμαστο. H πρόζα του είναι υπερβατική και άκρως κρυπτογραφική. Δικαίως επομένως συγκαταλέγεται μεταξύ των νεωτερικών εκείνων συγγραφέων, που ένας γερμανός φιλόσοφος ονόμασε «λιποτάκτες του μοντερνισμού». Διότι, ενώ οι αποφάσεις της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας λαμβάνονται στο επίπεδο των μορφών και της τεχνικής κυριαρχίας επί των μορφών, ο Γιούνγκερ, αντί να εισάγει την τεχνική ακρίβεια στη γλώσσα του, εμμένει σε μια διακοσμητική, συμβολική γλώσσα, η οποία υποδηλώνει «ουσίες» και «υποστάσεις» πίσω από τις μορφές και τις λέξεις. «Απαξίωση των κλασικών συμβόλων», ιδιαίτερα του συμβόλου του θανάτου, είναι η συντηρητική διάγνωση του Γιούνγκερ αναφορικά με το νεωτερικό καθεστώς του πλανητικού, τεχνικού στυλ. Υποβιβασμός της γλώσσας και των εικόνων σε επικοινωνιακά «σήματα», ο οποίος ανάγεται τελικώς από τον ίδιο, όπως και από τον Σπένγκλερ, σε σύμβολο της «παρακμής της Δύσης».


Ποια είναι όμως η θεραπεία για τη φαουστική ψυχή στην εποχή της απομυθοποίησης; Ποιο είναι το κλειδί που ανοίγει την κάμαρα του μυστηρίου; H μέθη, η έκσταση, ο ύπνος και το όνειρο της καταστροφής!


Μέθη και αισθητική του πολέμου


Οι ψυχές του αντιδραστικού μοντερνισμού που απειλούνται από την τεχνολογική τους εξαφάνιση βρίσκουν πρωτίστως τη λύτρωση στο όνειρο και στη μέθη του πολέμου, επειδή μόνο η καταστροφή μιας ζωής μπορεί να υποσχεθεί τη «μεγάλη μετάβαση» σε μια άλλη κατάσταση. Μόνο ο ονειρευόμενος μπορεί να αντιμετωπίσει μια τεχνολογία που υλοποιείται με έναν αυξανόμενα ονειρικό τρόπο. Απομάγευση του κόσμου σημαίνει για τον Γιούνγκερ ότι η τεχνολογία υποκλέπτει το όνειρο από τον άνθρωπο, αντικαθιστώντας τις εσωτερικές του εικόνες με τις μηχανικά αναπαραγόμενες εξωτερικές. Εν όψει μιας τέτοιας απειλής εναντίον της εσωτερικής εμπειρίας, ο μαγικός ρεαλισμός του Γιούνγκερ ενεργοποιείται σαν προσπάθεια αναμυθοποίησης της τεχνικής μέσω του ονείρου. H βομβαρδισμένη συνείδηση αναθυμάται τη φρίκη του πολέμου «σαν όνειρο». Την εμπειρία αυτή ο Γιούνγκερ την ανάγει σε λογοτεχνική αρχή αναπαράστασης. Τα ημερολόγιά του από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους μπορούν να διαβαστούν σαν ονειρικά πρωτόκολλα. Διαβόητη είναι η ημερολογιακή καταγραφή της 27ης Μαΐου του 1944, κατά την παραμονή του στο Παρίσι ως αξιωματικού του κατοχικού γερμανικού στρατού: «Την ώρα της δεύτερης αεροπορικής επιδρομής, όταν ο ήλιος έδυε, κρατούσα στα χέρια μου ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας, που μέσα του έπλεαν φράουλες. H πόλη με τους κόκκινους πύργους και τους τρούλους της, τρομερά όμορφη, απλωνόταν μπροστά μας σαν μπουμπούκι που το γονιμοποιεί από ψηλά ο θάνατος. Ολα ήταν θέαμα, καθαρή δύναμη που η επικύρωση του πόνου την είχε εξυψώσει» (Ακτινοβολίες, 1949).


Ηδη τα γεγονότα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου στάθηκαν για τον Γιούνγκερ όνειρα ενός τυχοδιώκτη που ονειρεύεται ότι ξυπνά από τον εφιάλτη του κανονιστικού τεχνολογικού πολιτισμού, τον οποίον σήμερα αποκαλούμε μοντερνισμό: «Το έχω κρυφό καμάρι ότι πίσω από τη μαθηματική λογική των μαχών διαισθάνθηκα το φανταχτερό όνειρο στο οποίο προσφεύγει η ζωή, όταν το φως της ημέρας καταστεί ανιαρό» (Περιπετειώδης καρδιά, 1929). Οι λιποτάκτες του μοντερνισμού, αντί να αντικρίσουν στον πόλεμο μια αποτυχημένη πρόσληψη της τεχνικής (Μπένγιαμιν), τον ερμήνευσαν σαν ξύπνημα από τη νάρκωση του αυτοματισμού της ζωής και από την παράλυση της απολιθωμένης μεγαλούπολης. «Ξύπνημα και ανδρεία – αυτό θα μπορούσε να είναι το έμβλημά μας» σημειώνει ο Γιούνγκερ στο ίδιο βιβλίο. Με σημαία τους τον ηρωικό ρεαλισμό, οι σαμποτέρ του μοντερνισμού ακολούθησαν το όνειρο της καταστροφής – μέχρι τέλους…


Προσεγγίσεις στο φράγμα του χρόνου


Μετά το τέλος του πολέμου ο Γιούνγκερ, διψασμένος ακόμη για αυθεντικές εμπειρίες και φαντασμαγορικές εικόνες, θα αναζητήσει – μεταξύ άλλων – την περιπέτεια και τη μέθη στη λογοτεχνία, τα ταξίδια και τη χρήση των ναρκωτικών. H περιπετειώδης καρδιά βρίσκει νέα «καταφύγια έξω από τον κόσμο της τεχνικής», αφού τα ναρκωτικά δεν αποτελούν μόνο ένα όχημα «συμπύκνωσης της ζωής» αλλά και «καταπέλτη στο τείχος του χρόνου». H αναλογία της εμπειρίας αυτής με εκείνη από το πεδίο της μάχης είναι πια ευανάγνωστη. Σε έναν απολογισμό του, δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, επισημαίνει: «H σκηνή των ναρκωτικών: Μια μάχη της εμπροσθοφυλακής με μεγάλες απώλειες· εδώ λείπει ένας Κλάουσεβιτς» δηλαδή ένας στρατηγός που θα οργάνωνε την εμπειρία των ναρκωτικών.


Βέβαια, ως μεγάλος στοχαστής, ο Γιούνγκερ γνωρίζει ότι, παράλληλα με την παρακμή του γλωσσικού συμβόλου σε επικοινωνιακό «σήμα», η εξάπλωση του τεχνικού στυλ αφαιρεί από τη μέθη των ναρκωτικών τη δυνατότητα της «εξόδου» από τον μετρήσιμο χρόνο της μηχανής. «Το ναρκωτικό υποβιβάζεται σε καύσιμο», σε «επίταση της ζωικής δύναμης άνευ εικόνων… Ούτε νύξη πια για τη χαρούμενη πλευρά της μέθης, την προσέγγιση νέων κόσμων, κι έτσι για το διακύβευμα που συνδέεται μ’ αυτήν». «Απεναντίας: όπου γίνεται χρήση ναρκωτικών, το σκοπούμενο είναι η αύξηση της κανονικότητας».


Επομένως ο Γιούνγκερ δεν στρέφεται στα ναρκωτικά σαν απλός χρήστης που επιθυμεί να δαπανήσει τον χρόνο του, αλλά σαν ένας μυστικιστής που επιχειρεί να αντλήσει συμβολική και πνευματική δύναμη από τις φυσικές ουσίες. Ο συνδυασμός έκστασης και ασκητείας υπόσχεται να οδηγήσει τον μυημένο σε εικόνες που είναι αδύνατον να παραχθούν από τις κατηγορίες ή τις συσκευές του κανονιστικού νου. Οι ναρκωτικές ουσίες νομιμοποιούνται, μόνο όταν η κατανάλωσή τους συμβάλλει στη σύνδεση με τον μεταφυσικό ομφαλό του ονείρου, δηλαδή με ό,τι ο Γιούνγκερ αποκαλεί στον παρόντα τόμο αλλά και αλλού: βασικό ιστό, πλέγμα, ρίζωμα, αξεδιάλυτο, κρύσταλλο, τελευταίο δώμα, υπόσταση. Πρόκειται για τον μεταφυσικό εκείνον τόπο, όπου οι φωτοχυσίες και η πλημμυρίδα των εσωτερικών εικόνων δεν «υπερκαλύπτονται από τον εξωτερικό κόσμο των εικόνων» αλλά και όπου όλες οι διαφορές που παράγονται από τη λειτουργική νεωτερικότητα συναιρούνται στο κύμα, στη φλόγα ή στο σύννεφο, δηλαδή τις οργανικές εκείνες μεταφορές που αποτελούν κλειδί για όλες τις υφιστάμενες μορφές.


Ο Γιούνγκερ προτείνει στον αναγνώστη του να προσλάβει το βιβλίο αυτό σαν μια σειρά από παρεκβατικές προσεγγίσεις του βαθμού μηδέν της εμπειρίας, όπως μαρτυρεί και ο βασικός τίτλος του πρωτοτύπου, ο οποίος αφαιρέθηκε αδικαιολόγητα κατά την ελληνική μετάφραση (που ενίοτε αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από το γερμανικό κείμενο). Ο καλλιεργημένος αυτός βάρβαρος δεν βλέπει στο βιβλίο του μια συμβατική επιστημονική εργασία περί ναρκωτικών αλλά προσκαλεί μέσω αυτού τον αναγνώστη σε μια μεθυστική εμπειρία, όπως αυτή μπορεί να προκύψει από την «κατασκευή ενός οχήματος, όπου άλλος είσαι όταν ανεβαίνεις και άλλος όταν αποβιβάζεσαι».


Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι λέκτωρ της Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.