Κάποια βιβλία είναι αποτέλεσμα εκλεκτικών συμπτώσεων. Το 1927 σε ένα πάρτι ο Τζέιμς Θέρμπερ γνωρίζει τον Ε. Μπ. Ουάιτ, ο οποίος με τη σειρά του τον συστήνει στον Χάρολντ Ρος, διευθυντή ενός καινούργιου περιοδικού ονόματι «New Yorker». Ο Ρος προτείνει άμεσα στον Θέρμπερ μια θέση στην ομάδα του περιοδικού και ο Θέρμπερ δέχεται. Τα δύο επόμενα χρόνια βρίσκουν τον Θέρμπερ και τον Ουάιτ σε γειτονικά γραφεία, να σχολιάζουν – μεταξύ άλλων – τις ιδέες του Φρόιντ για τη σεξουαλικότητα και τη νέα ορολογία που έχει εισχωρήσει ύπουλα στην προσωπική ζωή των Αμερικανών. Αποφασίζουν να γράψουν εναλλάξ τα κεφάλαια ενός βιβλίου σχετικά με τις απόψεις τους για το ζήτημα. Κατά τους μήνες της συγγραφής ο Θέρμπερ, που είναι τυφλός από το ένα μάτι λόγω ατυχήματος στην παιδική ηλικία, έχει τη συνήθεια να «σκαρώνει» με το μολύβι του κάποια σκίτσα, τα οποία στη συνέχεια τσαλακώνει και τα πετάει είτε στο πάτωμα είτε στο καλάθι των αχρήστων. Ο Ουάιτ τα μαζεύει, τα ισιώνει, περνάει τις γραμμές τους με μελάνι και προτείνει να συμπεριληφθούν στην έκδοση. Το βιβλίο των Θέρμπερ και Ουάιτ με τίτλο Is Sex Necessary? κυκλοφορεί το 1929 και πουλάει 40.000 αντίτυπα. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας σε άρτια μετάφραση με τίτλο Είναι αναγκαίο το σεξ;


Ο άνδρας είναι άνδρας




«Η σεξουαλική επανάσταση ξεκίνησε από τη στιγμή που ο άνδρας ανακάλυψε ότι ως απλός Ανδρας δεν ήταν ελκυστικός στη Γυναίκα. Το λιοντάρι έχει τη χαίτη του, το παγόνι τα υπέροχα φτερά του, ο Ανδρας όμως δεν είχε παρά ένα κοστουμάκι, που το φορούσε σαν σακί. Η εμφάνισή του όχι μόνο δεν κατάφερνε να εντυπωσιάσει τη Γυναίκα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις την έκανε να πλήττει θανάσιμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ανδρας συνειδητοποίησε πως ήταν αναγκαίο να αναπτύξει κάποια ελκυστικά προσωπικά γνωρίσματα για να αντισταθμίσει τη βαρετή εμφάνισή του. Εμαθε να λέει καλαμπούρια. Εμαθε να καπνίζει και να κάνει δαχτυλίδια με τον καπνό. Εμαθε να βγάζει λεφτά. Ολα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση στο πρόβλημά του, μόνο που, στην πορεία της απόκτησης ελκυστικών χαρακτηριστικών και καθώς αναπτυσσόταν πνευματικά, έγινε ένα τόσο ευφυές ζώον, που είδε και το γελοίον του πράγματος». Οι απόψεις των Θέρμπερ και Ουάιτ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν φαλλοκρατικές, παρ’ ότι προκάλεσαν την οργή κάποιων φεμινιστριών της εποχής. Το βιβλίο ακολουθεί μια έντονα ανδρική ματιά, που δικαιολογείται από τον χιουμοριστικό του χαρακτήρα και, σύμφωνα με τους ίδιους τους συγγραφείς, αποτελεί προσπάθεια αντιστάθμισης της τεράστιας σημασίας που είχε δοθεί ως τότε στις γυναίκες. Αλλωστε οι δύο συγγραφείς ζούσαν μια φαινομενικά ομαλή προσωπική ζωή: τη χρονιά που πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο ο Ουάιτ παντρεύτηκε μια συνάδελφό του από τον «New Yorker», ενώ ο Θέρμπερ ήδη απολάμβανε την οικογενειακή θαλπωρή του πρώτου του γάμου.


Στον υστερικά αναλυτικό και απερίγραπτα αστείο κόσμο των Θέρμπερ και Ουάιτ τα πράγματα έχουν εν συντομία ως εξής: η διαδικασία αναπαραγωγής στις ΗΠΑ είχε αρχικά έναν αυστηρά οικονομικό χαρακτήρα (στοχεύοντας κυρίως στην παραγωγή εργατών) που για να περάσει στον συναισθηματισμό χρειάστηκε μια μεταβατική περίοδο. Τότε οι άνδρες ανακάλυψαν τα υποκατάστατα του σεξ (σπορ, παντομίμα, βόλτες με διπλά ποδήλατα) και οι γυναίκες την υπεκφυγή τού να φτιάχνει κανείς γλάσο. Ο μεσαιωνικός άνδρας ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος που έπινε τα κρασάκια του και φιλούσε με πάθος τη γυναίκα του, ως την έλευση των τροβαδούρων που έφεραν την τρελή ιδέα της λατρείας του γυναικείου φύλου από απόσταση. Ετσι δημιουργήθηκε ένα μυστηριώδες ανδρικό υβρίδιο, που βασανίζεται από το ερώτημα «είμαι ερωτευμένος ή απλά με τυφλώνει το πάθος;». Ιδιαίτερα στην αρχή μιας επιστολής (όπου ξεκινά αποκαλώντας την κοπέλα του «αγαπημένη» και μετά αρχίζει να το σκέφτεται), στη μέση ενός εναγκαλισμού (όπου αρχίζει να αμφισβητεί τον ηθικό χαρακτήρα των συναισθημάτων του) και στο τέλος μιας ημέρας στην εξοχή (συνήθως λόγω της εξάντλησης). Η γυναίκα αρχίζει να ανακαλύπτει και ένα ψυχαγωγικό στοιχείο στο σεξ, ως τότε όμως ο άνδρας είναι αρκετά εκλεπτυσμένος (και τρομαγμένος) ώστε να γίνει ψυχρός ή απλώς να αποφασίσει να ασχολείται αποκλειστικά με τις μπιγκόνιες του.


Τα υποκατάστατα του σεξ


Αν κάτι χαρακτηρίζει τον συντροφικό ή τον οικογενειακό βίο γενικότερα είναι η έννοια της παρεξήγησης. Την πρώτη νύχτα του γάμου ο σύζυγος πλησιάζει τη γυναίκα του με θέρμη, για να ακούσει μια απίστευτη ιστορία για περιστεράκια και λουλουδάκια. Τα παιδιά έχουν όλη την καλή διάθεση να μιλήσουν στους γονείς τους για το σεξ, οι τελευταίοι όμως κοκκινίζουν παρατηρώντας ότι «οι καλοί άνθρωποι δεν συζητάνε για τέτοια πράγματα». Οι γυναίκες έχουν από τη φύση τους την τάση να μένουν στο σπίτι και να αλλάζουν θέση στα έπιπλα, γεγονός που προκαλεί στους συζύγους τους μια τρομερή ασθένεια που ονομάζεται «κλειστοφοβία». Ο προϊστορικός άνδρας δεν είχε τη γυναίκα σε καμιά σπουδαία εκτίμηση, ώσπου τρόμαξε από έναν μετεωρίτη. «Τίποτε δεν ήταν» σχολίασε η γυναίκα, που τυχαία δεν τον είχε προσέξει. Ως αποτέλεσμα, ο άνδρας αποφάσισε ότι η σύντροφός του είναι σπάνιο και ατρόμητο ον, το οποίο πρέπει να λατρεύεται σαν θεότητα.


«Το σεξ ασφαλώς και δεν είναι το παν. Για την ακρίβεια, η σημασία του κυμαίνεται από το 75% μέχρι το 3,1% του παντός. Ο κανόνας όσον αφορά ένα λογικό, υγιές άτομο παίζει γύρω στο 18% με 24%. Στην αγχώδη εποχή που ζούμε όμως δεν είναι ασυνήθιστο να ακούσει κανείς ακόμα και ευφυείς ανθρώπους να λένε, ή να υπαινίσσονται, ότι το σεξ είναι όντως το παν». Αν και το βιβλίο προκαλεί στον αναγνώστη το είδος αυτό του γέλιου που δυσκολεύει την αναπνοή, σε αρκετά σημεία τρομάζει με τη διαχρονικότητα των παρατηρήσεών του. «Το χιούμορ είναι συναισθηματικό χάος που κάποιος αφηγείται σε κατάσταση ηρεμίας» είχε πει κάποτε ο Θέρμπερ, και δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι πίσω από την ακραία διακωμώδηση κρύβονται καθημερινές δυσκολίες στη σχέση των δύο φύλων. Τι γίνεται λοιπόν με το ζήτημα του τίτλου; Η ερώτηση είναι ασφαλώς ρητορική. Ακόμη και αν το σεξ δεν είναι αναγκαίο, ένα καλό γέλιο είναι πάντοτε απαραίτητο.