Φέτος τον Ιούνιο έκλεισαν τρία χρόνια από το τέλος του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο και ένας χρόνος από την παράδοση του Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Τον Αύγουστο κλείνει χρόνος από τη Συμφωνία της Οχρίδας μεταξύ της κυβέρνησης της πΓΔ της Μακεδονίας και των εκπροσώπων της αλβανόφωνης μειονότητας της γειτονικής χώρας. Η «διεθνής κοινότητα» παρέχει βοήθεια στην περιοχή μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Θα έλεγε κανείς ότι η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια έχει αρχίσει να σταθεροποιείται.


Ο Σωτήρης Ντάλης, ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Εξωτερικών και διευθυντής της σειράς «Κείμενα Εργασίας» στις εκδόσεις Ι. Σιδέρης, έχει άλλη γνώμη, την οποία υποστηρίζει με πλήθος στοιχείων από τον ελληνικό, τον αγγλικό και τον γαλλικό Τύπο: «Η Γιουγκοσλαβία απέχει πολύ από το να πραγματοποιήσει… τη μακροοικονομική σταθεροποίηση. Το δυσκολότερο εγχείρημα θα είναι η δημιουργία θεσμών που θα υποστηρίξουν μια αποτελεσματική οικονομία της αγοράς… Ενα άλλο κορυφαίο πρόβλημα που καλείται να επιλύσει η Σερβία είναι αυτό της διαφθοράς» (σελ. 30). «… Δεν έχουμε δει ακόμα όλα τα επεισόδια του «σίριαλ» της διαμάχης στο Κοσσυφοπέδιο» (σελ. 139). Και «τη Συμφωνία της Οχρίδας ακολούθησε μια εύθραυστη ηρεμία… Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και αβέβαιος» (σελ. 122 και 124).


Η Γιουγκοσλαβία στη μετα-Μιλόσεβιτς εποχή χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αφορά τη Γιουγκοσλαβία, το δεύτερο την πΓΔ της Μακεδονίας και το τρίτο το Κοσσυφοπέδιο. Το εκτενές χρονολόγιο και τα εννέα παραρτήματα του βιβλίου αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμο πρωτογενές υλικό για όποιον θέλει να έχει βασικές πηγές συγκεντρωμένες σε έναν τόμο. Από τα παραρτήματα ξεχωρίζω το πέμπτο, το οποίο περιλαμβάνει αποσπάσματα από ομιλία του Μιλόσεβιτς ενώπιον του δικαστηρίου της Χάγης. Η ομιλία αποτελεί παράδειγμα αριστοτεχνικής επίκλησης δίκαιων αρχών (δικονομικών εγγυήσεων και δημοκρατικών ελευθεριών) από κάποιον που ευρίσκεται εν αδίκω.


Το βιβλίο φθάνει στο καλύτερο σημείο του όταν ο Ντάλης παίρνει θέση με σωρεία τεκμηρίων, όπως π.χ. στο κεφάλαιο για την υπόθεση του βλημάτων απεμπλουτισμένου ουρανίου που είχαν ριφθεί από το ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο (σελ. 146-164). Ακόμη διάβασα με πολύ ενδιαφέρον κάποια εμπεριστατωμένα κεφάλαια, όπως, π.χ., τα σχετικά με την πτώση του Μιλόσεβιτς από την εξουσία και τις σχέσεις του Μπιν Λάντεν με τον UCK. Νομίζω όμως ότι μερικά θέματα, όπως π.χ. οι συνέπειες των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για τα Βαλκάνια, θα έπρεπε να αναπτυχθούν περισσότερο. Ορισμένα άλλα, όπως π.χ. η ελληνική συμβολή στην οικονομική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων, θα έπρεπε να συζητηθούν με σαφώς πιο κριτικό πνεύμα.


Μειονέκτημα του βιβλίου, που αφορά τρεις συνορεύουσες μεταξύ τους περιοχές των Δυτικών Βαλκανίων (Γιουγκοσλαβία, πΓΔ της Μακεδονίας, Κοσσυφοπέδιο), είναι ότι δεν ασχολείται περισσότερο με τις συνέπειες των εξελίξεων στη μια περιοχή για τις υπόλοιπες δύο. Επίσης ότι δεν έχουν αφαιρεθεί από το κείμενο αρκετές επαναλήψεις και ότι δεν υπάρχει τελικό συμπέρασμα. Τέλος, γίνεται μνεία αλλά όχι κριτική αξιολόγηση του Συμφώνου Σταθερότητας (το οποίο θα έλεγα ότι ήδη λειτουργεί ως «σύμφωνο στασιμότητας»).


Το βιβλίο του Ντάλη αξίζει να διαβαστεί σε συνδυασμό με το βιβλίο του Τζούντα (στη σειρά «Τοποθετήσεις» των εκδόσεων Καστανιώτη). Ο Τζούντα, βρετανός δημοσιογράφος με μακρά παρουσία στα Βαλκάνια, έχει γράψει πολλά σχετικά ρεπορτάζ στον βρετανικό Τύπο και αναλύσεις στο New York Review of Books. Το βιβλίο του μπορεί να ιδωθεί ως συμπλήρωμα εκείνου του επίσης Βρετανού Noel Malcolm, Kosovo: Α Short History (Λονδίνο 1998). Το Κοσσυφοπέδιο: πόλεμος και εκδίκηση είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που αποτελείται από δέκα κεφάλαια.


Τα δύο πρώτα κεφάλαια αφορούν την ιστορία της Σερβίας και της Γιουγκοσλαβίας. Τα επόμενα τέσσερα διηγούνται τη μεταστροφή των Κοσοβάρων από την παθητική αντίσταση στην ενεργό δράση μέσω της ανάπτυξης του UCK. Και τα τελευταία τέσσερα, τα γεγονότα του 1999. Στα παραρτήματα υπάρχει η απόφαση υπ’ αριθμ. 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ρυθμίζει ακόμη την τύχη του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και ένα σπουδαίο ευρετήριο. Γενικά ο Τζούντα απορρίπτει τη συνωμοσιολογία και τονίζει τη σημασία του ανθρώπινου λάθους και της σύμπτωσης.


Η διήγησή του ξετυλίγεται με παρεκβάσεις, δηλαδή με εμβόλιμες αληθινές ιστορίες, σύντομα βιογραφικά ηγετών (Ι. Ρουγκόβα, Β. Σουρόι κ.ά.) και αποσπάσματα από συνεντεύξεις που πήρε ο ίδιος. Μου φαίνεται δε ότι ακολουθεί μια αρχή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: η αιματηρή δράση δεν λαμβάνει χώρα επί σκηνής αλλά οι πρωταγωνιστές τη βλέπουν να έρχεται ή υφίστανται τις συνέπειές της.


Οι επιπτώσεις των μεγάλων πολιτικών εξελίξεων στη ζωή των ατόμων και η τροπή των εξελίξεων αυτών εξαιτίας κάποιας ατομικής απόφασης ενός ηγέτη είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο του βιβλίου. Ο Τζούντα εναλλάσσει τη ρεαλιστική περιγραφή (συχνά με εντυπωσιακές όσο και υπερβολικές λεπτομέρειες) με την απαισιόδοξη πρόβλεψη και, σπανιότερα, με τον σαρκασμό. Σκοπός του είναι μάλλον να συναρπάσει παρά να εξηγήσει. Γι’ αυτό εστιάζει στα πρόσωπα, τόσο εκείνα των ηγετών όσο και των ανώνυμων Σέρβων και Αλβανών και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Ο τίτλος ενός υποκεφαλαίου είναι χαρακτηριστικός: Ταπείνωση, απελπισία, οργή, μένος και μίσος (σελ. 164).


Ο μεταφραστής Ανδρέας Παπασταύρου έχει διατηρήσει επιτυχώς το συναρπαστικό ύφος του Τζούντα. Ωστόσο έχει αποδώσει εσφαλμένα λίγους όρους (π.χ., «διεθνής νομικός» αντί του ορθού «ειδικός στο διεθνές δίκαιο») και, στις υποσημειώσεις, έχει προχωρήσει στη μετάφραση στα ελληνικά ονομάτων συγγραφέων και τίτλων ξένων βιβλίων που δεν έχουν εκδοθεί στη γλώσσα μας.


Κανένα από τα δύο βιβλία δεν προσφέρει μια γενική ερμηνεία των εξελίξεων στα Βαλκάνια. Και τα δύο βιβλία όμως (κατ’ εξοχήν εκείνο του Ντάλη) είναι πολύτιμα ως πηγές ενημέρωσης. Μπορούν να διαβαστούν το ένα μετά το άλλο, πρώτα αυτό του Τζούντα, που σταματά τη διήγηση στις αρχές του 2000, και μετά εκείνο του Ντάλη, που ξεκινά από τα τέλη του 2000. Τα δύο βιβλία και οι εκδοτικές σειρές, στις οποίες είναι ενταγμένα, προσφέρουν καλές υπηρεσίες. Πρώτον, αποτελούν παράθυρο διαφυγής από τον ελληνοκεντρισμό των ΜΜΕ στη χώρα μας. Η δεύτερη υπηρεσία αφορά τις προθέσεις των συγγραφέων τους. Επ’ αυτού το σχόλιο του Λουκά Τσούκαλη στον πρόλογο του βιβλίου του Ντάλη, ισχύει και για το βιβλίο του Τζούντα: «… γράφει με τρόπο ζωντανό αλλά και νηφάλιο για ένα θέμα που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις της κοινής γνώμης βασισμένες συνήθως σε ελλιπή πληροφόρηση και προκατασκευασμένες ιδέες» (σελ. 12).


Ο Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.