Ο εικοστός αιώνας του Ερικ Χόμπσμπαουμ διήρκεσε από την αρχή του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, ως το τέλος της σοβιετικής εποχής, το 1991 (Η εποχή των άκρων, Θεμέλιο, 1995). Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας του Μαρκ Μαζάουερ διήρκεσε λίγο περισσότερο από εκείνον του Χόμπσμπαουμ δηλαδή από το 1914 ως τη νίκη του Εργατικού Κόμματος στις βρετανικές εκλογές του 1997. Ο πρώτος έγραψε μια ιστορία του περασμένου αιώνα για όλη την υφήλιο, ο δεύτερος μόνο για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Χόμπσμπαουμ είδε τον αιώνα ως μια σύγκρουση του καπιταλισμού με τον κομμουνισμό. Ο Μαζάουερ, ως έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία, στον φασισμό και στον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός συνετέλεσε στην ήττα του φασισμού, αλλά στον εικοστό αιώνα η κρισιμότερη διαμάχη ήταν ανάμεσα στη δημοκρατία και στον φασισμό. Η παρουσία του κομμουνισμού επηρέασε τη δημοκρατία λιγότερο άμεσα απ’ ό,τι ο φασισμός, ο οποίος ήταν εν τέλει περισσότερο επεκτατικός και απειλητικός. Ο Μαζάουερ μας υπενθυμίζει ότι η εκτεταμένη και συστηματική βία, ο ρατσισμός και η καταπίεση και εξόντωση του «άλλου» (π.χ., των μειονοτήτων) είναι τόσο μεγάλα (αν όχι τα μεγαλύτερα) συστατικά της ευρωπαϊκής παράδοσης όσο η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός. Τη θέση αυτή συνοψίζει ο τίτλος του βιβλίου.


Ο συγγραφέας δεν παραδοξολογεί. Οι προκλητικές διαπιστώσεις του στηρίζονται όχι μόνο στα εμπειρικά στοιχεία αλλά και στις ερμηνείες που έδιναν σε κάθε εποχή οι σύγχρονοί της ιστορικοί, πολιτικοί αρχηγοί κ.ά. Ανάλογα με τις ανάγκες της επιχειρηματολογίας του, παραπέμπει σε αγγλικές, γαλλικές, γερμανικές και ιταλικές πηγές. Οι δε γεωγραφικές αναφορές του εκτείνονται ως τις εσχατιές, ανατολικές και δυτικές, της Ευρώπης, εφόσον για το βιβλίο του Μαζάουερ, που εκδόθηκε πρώτη φορά στα αγγλικά το 1998, όπως και για τη σχεδόν ταυτόχρονη μονογραφία του Νόρμαν Ντέιβις (Europe: Α History, Oxford University Press, Οξφόρδη 1996), ευρωπαϊκή ιστορία σημαίνει οπωσδήποτε και ιστορία της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η αίσθηση ότι ο Μαζάουερ έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του είναι ήδη οικεία στους έλληνες αναγνώστες των προγενέστερων, βραβευμένων βιβλίων του που αφορούν την Ελλάδα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, όπως και του μεταγενέστερου βιβλίου The Balkans (Weidenfeld and Nicolson, Λονδίνο 2000 – μεταφράζεται στα ελληνικά). Τα βιβλία Σκοτεινή ήπειρος και The Balkans έχουν κοινά χαρακτηριστικά την πλούσια αλλά ποτέ κουραστική τεκμηρίωση και το απομυθοποιητικό ύφος με το οποίο ο Μαζάουερ διαλέγεται με άλλες ιστορικές ερμηνείες. Και τα δύο είναι περισσότερο θεματικά βιβλία, τα οποία καλύπτουν συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα, παρά γενικά εγχειρίδια ιστορίας. Ειδικά η Σκοτεινή ήπειρος προϋποθέτει κάποιες γνώσεις για τα ιστορικά γεγονότα, καθώς και για γνωστές επιστημονικές διαμάχες τις οποίες ο συγγραφέας υπαινίσσεται μάλλον παρά αναλύει (π.χ., τη διαμάχη Α.J. Ρ. Taylor και Alan Bullock για τον Χίτλερ). Ο Μαζάουερ πάντως μας υπενθυμίζει και γεγονότα με σημασία, όπως, π.χ., ότι ήδη επί Λένιν η Σοβιετική Ενωση είχε αποκτήσει στοιχεία κρατικής οργάνωσης που αργότερα θα χαρακτηρίζονταν σταλινικά ή ότι δώδεκα εκατομμύρια Γερμανοί εγκατέλειψαν ή εκδιώχθηκαν από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι γεγονότα που αφορούν τη σύγχρονη θεματολογία της ιστορικής έρευνας (βλ. το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου για την οικογένεια, την υγιεινή και το σώμα).


Οι θεωρητικές παραδοχές του έργου δηλώνονται εξαρχής: Στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα συγκρούστηκαν συστήματα αξιών και ιδεολογίες μάλλον παρά κοινωνικές τάξεις. Η πολιτική δεν είναι παρακολούθημα των αντιφάσεων του οικονομικού συστήματος. Και, το κυριότερο, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία δεν είναι συνώνυμα της Ευρώπης. Ο φασισμός και ο σταλινισμός δεν ήταν επινοήσεις παραφρόνων ούτε εξαιρέσεις από κάποιον γενικό κανόνα αλλά πιθανές εναλλακτικές εκδοχές συγκρότησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα έτυχαν ευρείας αποδοχής. Σε γενικές γραμμές, το επιχείρημα του συγγραφέα είναι πειστικό, αν και αρκετά ιδεαλιστικό ώστε να μη δίνει πρωταρχική σημασία στις συγκρούσεις των κοινωνικών τάξεων και των φυλετικών διακρίσεων. Το βιβλίο είναι τόσο εύγλωττο ώστε να έχει προκαλέσει θετικές κριτικές σε έντυπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως το Business Week, το New Statesman και το Literary Review.


Εν τούτοις, ως εξιστόρηση του αιώνα που πέρασε, το βιβλίο είναι ετεροβαρές, γιατί στην τριακονταετία 1918-1949 αφιερώνονται επτά από τα έντεκα κεφάλαιά του. Καθώς αυτή ήταν περίπου η περίοδος της ανόδου και της πτώσης του φασισμού, δεν είναι παράδοξο που ο συγγραφέας δίνει έμφαση στη διαπάλη δημοκρατίας και φασισμού. Η συνέπεια ωστόσο είναι ότι η εξιστόρηση του μεταπολεμικού κόσμου και ιδίως της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ελλιπής. Σε σύγκριση με το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, η ευρωπαϊκή ήπειρος δεν ήταν «σκοτεινή» κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το πιο αδύναμο τμήμα του βιβλίου του, όπως αφήνει να εννοηθεί και ο Κώστας Π. Κωστής (Ελευθεροτυπία, 15 Φεβρουαρίου 2002), είναι ο επίλογος, όπου ο Μαζάουερ εκδηλώνει έναν έντονο σκεπτικισμό για το ευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό πρότυπο, θεωρώντας το ένα επίπλαστο κατασκεύασμα από το οποίο έχουν προσεκτικά απαλειφθεί ο φασισμός, ο σταλινισμός, η αποικιοκρατία και η κλιμάκωση της βίας που χαρακτήρισαν μεγάλο μέρος της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ισως ο συγγραφέας υπερτονίζει τα στοιχεία αυτά επειδή άλλοι ιστορικοί τα είχαν υποτιμήσει.


Στην προσπάθειά του όμως να δείξει πόσο «σκοτεινή» ήταν η Ευρώπη του προηγούμενου αιώνα, ισχυρίζεται ότι «η πίστη των Ευρωπαίων στον εαυτό τους τούς έκανε να θεωρήσουν για ένα πολύ μεγάλο διάστημα ότι αποτελούσαν πολιτισμικό μοντέλο για όλη την υφήλιο. Η εμπιστοσύνη τους στην παγκόσμια αποστολή της Ευρώπης ήταν ήδη φανερή τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα και έφτασε στο απόγειό της στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ο Χίτλερ ήταν από πολλές απόψεις η κορυφαία της μορφή…» (σ. 380). Ο ισχυρισμός αυτός, απροσδόκητα γενικευτικός για έναν ιστορικό-μάστορα των αποχρώσεων, θα πρέπει να απορριφθεί από όσους ούτε ξεχνούν τον Χίτλερ ούτε θεωρούν τον ναζισμό κορυφαία κατάληξη του διαφωτισμού, του εξορθολογισμού και της σύγχρονης τεχνολογίας, δηλαδή, συνοπτικά, της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Το ίδιο προβληματικός είναι ένας ακόμη ισχυρισμός του επιλόγου του βιβλίου: «… η δημοκρατία βολεύει τους Ευρωπαίους σήμερα· οι Ευρωπαίοι δέχονται τη δημοκρατία, επειδή δεν πιστεύουν πια στην πολιτική» (σ. 379). Η νωχελική αντιμετώπιση κάποιων πολιτικών ηγεσιών ή ακόμη και ορισμένων εκλογικών διαδικασιών από τους Ευρωπαίους δεν μας επιτρέπει να φθάσουμε σε συμπεράσματα για τη δημοκρατία ως πολιτικό καθεστώς στο σύνολό του. Η έλλειψη ενθουσιασμού για ορισμένες όψεις του δημοκρατικού συστήματος δεν συνεπάγεται χλιαρή υποστήριξη του συστήματος γενικά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εκείνες τις φορές που επιθυμεί να προκαλέσει για χάρη της πρόκλησης, ο Μαζάουερ είναι ένας σπουδαίος αφηγητής. Στην απόλαυση του βιβλίου συντελούν η ρέουσα μετάφραση και οι διευκρινιστικές υποσημειώσεις του Κώστα Κουρεμένου, καθώς και το εξώφυλλο και ο σχεδιασμός της δερματόδετης ελληνικής έκδοσης.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.