Στα μέσα του 19ου αιώνα ήσαν υποτιμημένες ως απαγορευμένες στην Ελλάδα όχι μόνον όλες οι ντοπιολαλιές παρά πρώτα και κύρια η δημοτική ελληνική. Χρειάστηκε να φθάσουμε στα τέλη εκείνου του αιώνα, για να αξιωθούν οι μείζονες συγγραφείς μας της δημοτικής (Σολωμός, ουχ ήττον δε και το δημοτικό τραγούδι) να μπουν «ακροποδητί» στα σχολικά βιβλία. Ως τότε οι ελληνόπαιδες διδάσκονταν ελληνικά από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και των καθαρολόγων. Το επισημαίνω επειδή η καταστολή των τοπικών ιδιωμάτων απανταχού της Ελλάδος ερείσθη στην καταστολή της δημοτικής ελληνικής: η πρώτη και πιο αδικημένη απαγορευμένη γλώσσα είναι επομένως η δημοτική: δίκες, διώξεις, απολύσεις, προπηλακισμοί που είχαν φθάσει μερικές φορές και στο έγκλημα χαρακτηρίζουν το τέλος του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο στιγματισμός της δημοτικής συνέστησε την πρόσφορη προϋπόθεση για την απαξίωση όλων ανεξαιρέτως των τοπικών ιδιωμάτων (αρβανίτικων, βλάχικων, μειξοϊταλικών, σλαβομακεδόνικων, τσιγγάνικων κ.ά.). Και όλα αυτά στο όνομα της γλωσσικής ομοιογένειας, που ήταν το αναγκαίο, πράγματι, προαπαιτούμενο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Χωρίς την επιβληθείσα ομοιογένεια, δεν θα ανδρωνόμασταν ως καπιταλιστικό κράτος-έθνος εφάμιλλο των ευρωπαϊκών· και σήμερα καλούμεθα να σεβασθούμε την (γλωσσική και εί τινα άλλην) ετερότητα, αν θέλουμε να προκόψουμε στη μεταβιομηχανική ΟΝΕ.


Τα παραπάνω επέχουν θέση εισαγωγής στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Τ. Κωστόπουλου, που διαβάζεται, κιόλας από τον τίτλο του, και ως μελέτη και ως μυθιστόρημα. Δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω την ιστορική σχολή που ακολουθεί ο συγγραφέας, ως αναγνώστης ωστόσο αποκομίζω την εντύπωση ότι η μέθοδος της συγγραφής είναι η θετικιστική χωρίς καταχρήσεις αποξήρανσης, με οξυδερκείς παρατηρήσεις και κρίσεις που παρεμβάλλονται ενίοτε αναπάντεχα, έτσι όπως τις δίδαξε με τον πελοποννησιακό του πόλεμο ο Θουκυδίδης· που επίσης διαβάζεται ως μυθιστόρημα, δηλαδή ως ιστορικό ανάγνωσμα με τον αναγνώστη ενεργοποιημένον ολόπλευρα.


Τα περιεχόμενα του βιβλίου διαιρούνται σε 12 κεφάλαια, στα οποία προτάσσεται η εισαγωγή και ακολουθεί η συνόψιση. Στο 1ο εκτίθενται «Τα στοιχεία του «προβλήματος»» και στο 2ο εξετάζεται η σχέση της σλαβογλωσσίας με τα εθνικά κόμματα (της Ελλάδος ιδίως, μα και της Βουλγαρίας). Την «αλλοφωνία» που γίνεται «Καρκίνωμα διά την Ελλάδα» στην περίοδο του Μεσοπολέμου την πραγματεύεται το 3ο, ενώ στο εξαίρετο 4ο κεφάλαιο διαβάζουμε για το πρωτόκολλο της Γενεύης και το Abecedar (= αλφαβητάρι), για τη διπλωματία δηλαδή, τις προκριθείσες συμφωνίες και πρακτικές, καθώς και για τα γεγονότα που σχετίζονται με τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας κατά τη δεκαετία του 1920. Σ’ εκείνη τη φάση η ελληνική πλευρά επιμένει στη διάκριση της «μακεδονοσλαυικής» από τη σερβική και προπαντός από τη βουλγαρική γλώσσα και προχωρεί στην εκτύπωση του Αλφαβηταρίου με συντάκτες τρεις Μοναστηριώτες, μεταξύ των οποίων και ο βαλκανιολόγος και ποιητής Γ. Θ. Σαγιαξής. Πολλά θα ωφεληθεί ο αναχρονιστικός, ο ετεροχρονισμένος ή ο εκσυγχρονισμένος αναγνώστης που θα προσέξει και θα εμβαθύνει στο κεφάλαιο αυτό.


Η «ήπια» αφομοιωτική πολιτική των ξενοφώνων (και οι πρωτεύουσες λεπτομέρειες, όπως λ.χ. η μεσοπολεμική αλλαγή των τοπωνυμίων επί το ελληνοπρεπέστερον, ως πρελούδιο της δικτατορίας που θα ακολουθήσει) αποτελούν το θέμα του 5ου κεφαλαίου, που συνάπτεται στο 6ο για την τρομοκρατία του «Νέου Κράτους» της μεταξικής 4ης Αυγούστου. Για εκείνη την περίοδο ο ερευνητικός οίστρος του Τ. Κ. έχει αναδιφήσει ακόμη και την ανεκδιήγητη έκκληση του δημοτικού συμβουλίου Εδέσσης, που την υπογράφει ο τοτινός δήμαρχος Γ. Πέτσος (πιθανότατα παππούς του συνονόματου τέως υπουργού του ΠαΣοΚ), «όπως [οι δημότες] μετά φανατισμού αποφεύγωσι την χρήσιν οιασδήποτε ξένης γλώσσης [= της σλαβικής και τουρκικής κυρίως], ομιλώσι δε αποκλειστικώς την ελληνικήν τόσον εν ταις συναλλαγαίς αυτών όσον και κατ’ ιδίαν εν τη ιδιωτική ζωή αυτών»). Τα μόνα που συνεπώς εξαιρούνται και μπορούν να αλλοφωνούν είναι τα καθ’ ύπνους και ξύπνους όνειρα των Εδεσσαίων.


Η ρηγματική περίοδος 1940-1950 συνιστά το 7ο κεφάλαιο («Το «ιδίωμα» στα χρόνια της θύελλας»), για να περάσουμε με το 8ο στη φάση του «Ανύπαρκτου ζητήματος» από το 1950 και μετά, οπότε έλαβαν χώρα και οι μαζικές ορκωμοσίες «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» σε δημόσιους χώρους ορισμένων χωριών, με επίνευση της ΚΥΠ και με την παρουσία των τοπικών αρχών. Σε τέτοιες φιέστες οι σλαβόφωνοι «όλως αυθορμήτως κατέληξαν εις την απόφασιν να λησμονήσουν το ξενικόν ιδίωμα». Το 9ο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ελλάς Ελληνοφώνων Χριστιανών» (ήτοι η πολιτική της Απριλιανής Δικτατορίας) ενώ στα δύο επόμενα (10ο και 11ο) διαβάζουμε σπαρταριστό ρεπορτάζ για τα χρόνια της «Αργόσυρτης Μεταπολίτευσης» και για τον «Καιρό των συλλαλητηρίων»· τίτλοι που τιμούν τον αισθαντικό σε τέτοια ζητήματα Κωστή Μοσκώφ και τον Κουστουρίτσα αντίστοιχα. Το 12ο και τελευταίο κεφάλαιο («Τα εθνικώς ύποπτα πανηγύρια») υποδεικνύει με ποιον τρόπο η διγλωσσία και το εξ αυτής απορρέον μαγνητικό πεδίο δύνανται να απισχνανθούν σε ασφαλίτικη και παλαιοφολκλορική φιέστα ταυτοχρόνως. Ο επίλογος δικαιούται να φέρει τον τίτλο της «Συνόψισης», καθώς ο συγγραφέας αναδιατυπώνει με γενικευτικό ­ και όχι αναμασητικό ­ τρόπο τα διατρέξαντα των προηγηθέντων κεφαλαίων.


Η μελέτη περαιούται με τη βιβλιογραφία: ο συγγραφέας ερεύνησε με αυτοψία σε πολλά και βαρυσήμαντα αρχεία (το αρχείο του Ι. Μεταξά, του ΥΠΕΞ, των μακεδονομάχων όπως ο Τσόντος-Βάρδας, της ΕΔΑ κ.ά.) και είχε περιορισμένη πρόσβαση σε άλλα (λ.χ. στο αρχείο του Φόρεϊν Οφις). Η ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία περιλαμβάνει δημοσιευμένο αρχειακό υλικό και συλλογές εγγράφων, στατιστικές, σχετικές εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα (λ.χ. το υπόμνημα του R. Rudolf για την «κατάσταση των βουλγαροφώνων και των μουσουλμάνων στις ελληνικές Νέες Χώρες» στα 1915, το υπόμνημα του Δημοκρατικού Στρατού στον ΟΗΕ στα 1947, τις πρόσφατες ετήσιες εκθέσεις των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα), βιβλία, άρθρα και εφημερίδες – περιοδικά (από τον ακροδεξιό «Στόχο» ως την πολιτική επιθεώρηση του «Ουράνιου Τόξου», «Νόβα Ζόρα»). Η ανάγνωση των καταχωρισμένων τίτλων συνιστά αφ’ εαυτής γοητευτική περιδιάβαση, καθώς ο συγγραφέας έχει αναδιφήσει όχι μόνον τις αγγλικές, γαλλικές κτλ. παρά και τις εκδόσεις της πΓΔΜ και της Βουλγαρίας από το πρωτότυπο. Ο τόμος περαιούται με το ευρετήριο προσώπων, τόπων και πραγμάτων.


Παρ’ όλο που, ή μάλλον επειδή, η αφήγηση του Τ. Κ. επιδιώκει να μένει δέσμια στις λεπτομέρειες των ιστορικών συμβάντων, γίνεται συναρπαστική: δείχνει μια περιοχή, της Δυτικής Μακεδονίας, όπου η γλώσσα είχε, ήδη πριν από την απελευθέρωση του 1912 και στη διάρκεια ολόκληρου του 20ού αιώνα, αναγορευθεί όχι μόνο σε καθοριστικό και ρυθμιστικό παράγοντα της κοινωνικής πραγματικότητας ­ πράγμα που ίσχυσε κατά καιρούς παντού ­ παρά επιπλέον σε ιδεοληπτικό μεταιώρημα που επικάλυπτε ασφυκτικά και καταχρηστικά όλες τις κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους: από την εύρεση εργασίας ή πελατείας ως την επιλογή συντρόφου ή κόμματος και από τις δημόσιες ομιλίες ως τον ντελβέ των ονείρων, το ιδεολόγημα της γλώσσας είχε λάβει τη θέση του μονοκράτορα Θεού της Παλαιάς Διαθήκης.


Η βίαιη αφομοιωτική πολιτική ωστόσο δεν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα αποκλειστικά. Η απαγορευμένη οξιτανική γλώσσα της Νότιας Γαλλίας κατεστάλη με απαξιωτικές και βίαιες μεθόδους που ίσχυσαν ως το 1930, οπότε το υπουργείο της γαλλικής Εθνικής Παιδείας έκρινε την καταπίεση περιττή, καθώς ο σκοπός είχε επιτευχθεί: όλοι κάτοικοι είχαν εμπεδώσει πλέον την καθιερωμένη γαλλική των Παρισίων. Η μέθοδος στιγματισμού των ιδιωματικώς ομιλούντων Γάλλων περιγράφεται από τον Α. Nouvel και μεταγράφεται από τον Κωστόπουλο: Το «σημάδι» ήταν ένα κέρμα που στη μία όψη έγραφε «ιδίωμα» και στην άλλη «γαλλικά». Το επαχθές «σημάδι» το έδιναν σε όποιον μιλούσε το «ιδίωμα». Ο άμοιρος εκείνος έπρεπε να το ξεφορτωθεί δίνοντάς το στον συμμαθητή που θα είχε την απρονοησία να ξεστομίσει λέξη ιδιωματική. Από χέρι σε χέρι, το κέρμα ξέμενε στο τέλος της ημέρας στα χέρια του πιο άτυχου συμμαθητή, ο οποίος τιμωρούνταν με ξυλοφόρτωμα ή με άλλες ευρωγαλλικές μεθόδους σωφρονισμού. Είναι προφανές ότι η καταπολέμηση της οξιτανικής στη Γαλλία δεν διέφερε πολύ από τις αντίστοιχες ελληνικές μεθόδους της σχολικής γλωσσικής καταστολής. Μα και της κοινωνικοπολιτικής, της ίδιας που είχε πειθαναγκάσει τον Μυριβήλη να «αυτοκαθαρθεί» και να απαλείψει τις εθνικά επίμαχες φράσεις της πρώτης έκδοσης (1924) του αντιπολεμικού μυθιστορήματός του Η Ζωή εν Τάφω.


Συνεπώς «η ελληνική παράδοση καταστολής της γλωσσικής ετερότητας δεν υπήρξε ούτε μια μεμονωμένη περίπτωση κρατικής βαρβαρότητας ούτε ένα δείγμα βαλκανικής καθυστέρησης της χώρας μας απέναντι στη φωτισμένη Ευρώπη αλλά, αντίθετα, μια εκδοχή της προσαρμογής της εγχώριας Πολιτείας και κοινωνίας στα κυρίαρχα ευρωπαϊκά πρότυπα της εθνικής συγκρότησης και πληθυσμιακής ομογενοποίησης. Εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι φυσικά το γεγονός ότι αυτά τα πρότυπα έχουν πια εγκαταλειφθεί στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη […] κάτω από την πίεση μειονοτικών γλωσσοπολιτισμικών κινημάτων, αλλά και ως συνέπεια της κυρίαρχης τάσης για υπέρβαση του εθνικού κράτους προς όφελος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».


Ο Κωστόπουλος περνά σχεδόν αλώβητος από τις συμπληγάδες, καθώς αφήνει σε άλλους τις εθνοτικές και τις ιδεολογικές γενικεύσεις. Η μέθοδος με την οποία συνέθεσε το πόνημά του είναι σταθερά σαρκωμένη στην ιστορική ύλη και έτσι τον προφυλάσσει από ρητές και ριψοκίνδυνες, εθνικιστικές είτε αντιεθνικιστικές, επαγωγές, αναγωγές και παραγωγές.


Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής της Παιδαγωγικής Σχολής Φλωρίνης.