Σε μια ιδανική χώρα, όπου το κοινωνικό κράτος θα υπήρχε πραγματικά, μετά την άδεια θα είχαμε δικαίωμα σε μία «εβδομάδα προσαρμογής», όπως παλιά στον στρατό. Η «εβδομάδα προσαρμογής» δημιουργήθηκε σε μια στιγμή σπάνιας σοφίας: κάποιος αξιωματικός κατάλαβε ότι ο στρατιώτης που βρίσκεται στο νέο του στρατόπεδο, προτού αρχίσει τις υπηρεσίες, πρέπει να καταλάβει πού βρίσκεται –πρώτα-πρώτα να μάθει τους χώρους και τους ανθρώπους. Ετσι, για τέσσερις-πέντε μέρες δεν έκανε υπηρεσίες, απλώς ακολουθούσε το πρόγραμμα των υπολοίπων: υπήρχε και συγχρόνως δεν υπήρχε. Αφού εγκλιματιζόταν, άρχιζε τις σκοπιές.
Ετσι έπρεπε να συμβαίνει και με όσους γυρίζουν από την άδεια. Οσοι έλειψαν για λίγο πρέπει να ‘χουν λίγες ακόμη μέρες εργασιακής χαλαρότητας για να ξεκουραστούν, μολονότι επέστρεψαν. Οσοι έλειψαν πολύ θα πρέπει να έχουν κάποιες μέρες για να συνειδητοποιήσουν πού ακριβώς (ξανα)βρίσκονται. Κατ’ αρχάς πρέπει να συνηθίσουν ξανά τα χαμένα ωράρια αλλά και τη ρουτίνα της πόλης. Παρά την ομορφιά των εικόνων, που το παλιό εκείνο τραγούδι περιγράφει, ο Φοίβος Δεληβοριάς είπε ψέματα: ακόμη κι αν αυτή που περνάει είναι πλάσμα σπάνιο, δεν υπάρχουν ούτε περιβόλια στην Μπενάκη ούτε στη Σκουφά βοσκότοποι –όλα αυτά τα αφήσαμε στα χωριά μας.
Το πιο θεαματικό στο ελληνικό μας καλοκαίρι είναι ότι ακόμη κι αν κατά τη διάρκειά του κάνεις όσα κάνεις στους χειμώνες που προηγούνται και στα φθινόπωρα που ακολουθούν, αυτά τα ακριβώς ίδια φαίνονται εντελώς αλλιώτικα.
Πίνεις π.χ. καφέ το καλοκαίρι την ίδια ώρα που το κάνεις και τον χειμώνα, αλλά η διαφορά είναι τεράστια: τον χειμώνα το κάνεις βιαστικά και υποχρεωτικά για να ξυπνήσεις, το καλοκαίρι η όλη διαδικασία είναι ένα ανέμελο τελετουργικό.
Μπορεί να έχεις κάνει διακοπές με τους ίδιους ακριβώς φίλους με τους οποίους βρίσκεσαι και τον χειμώνα και να μιλάς για τα ίδια ακριβώς πράγματα (π.χ. για φίλους που δεν είναι παρόντες), κι όμως οι συζητήσεις είναι καλοκαιριάτικα λιγότερο πικρές –σχεδόν αθώες. Πίνεις τα βράδια τα ίδια ποτά, κι όμως αυτά τελειώνουν γρηγορότερα: η ζάλη που προκαλούν δεν διαρκεί, γιατί οι παρελκόμενες ιστορίες που ακούγονται δεν λιώνουν το ίδιο γρήγορα με τα παγάκια που τα ποτά συνοδεύουν. Το πρόβλημα είναι ότι όταν γυρνάς είναι σαν να βρίσκεσαι στη ρόδα του λούνα παρκ που ανεβοκατεβαίνει: είσαι εντός και εκτός του κόσμου που έχεις αφήσει –σαν υπνωτισμένος. Θα ήταν ιδανικό να έχεις χρόνο να προσαρμοστείς, αλλά «εβδομάδα προσαρμογής» στην κανονική ζωή δεν προβλέπεται.
Τι πρέπει να κάνεις; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως τι δεν πρέπει να κάνεις. Πρώτα από όλα σταμάτα να πιστεύεις πως η κανονική ζωή ήταν αυτή των διακοπών –κι ας σου είναι δύσκολο. Οι μέρες δεν είναι πια ατελείωτες, ο χρόνος δεν κυλά πλέον αργά, ο ήλιος όταν καίει είναι καταπιεστικός και όχι η ευκαιρία για ένα ακόμη ωραίο δροσιστικό μπάνιο –αλλά αυτή είναι η πραγματική ζωή δυστυχώς. Το τέλος κάθε καλοκαιριού απαιτεί μάζεμα: ακόμη και τα εκκαθαριστικά της Εφορίας που προκαλούν τρόμο έρχονται στις αρχές Σεπτεμβρίου για να σου θυμίσουν ότι η κανονική ζωή είναι δύσκολη.
Δεν χρειάζεται να αυτομαστιγώνεσαι: θα σε μαστιγώσουν οι άλλοι. Το κράτος θα σου στείλει κάθε πιθανό και απίθανο λογαριασμό, η δουλειά θα σου φανεί βουνό γιατί σίγουρα έχεις αφήσει πράγματα που σε περιμένουν, η ίδια η πόλη θα σου είναι ανυπόφορη –άσε στην άκρη την γκρίνια, δεν βοηθά. Δεν βοηθά επίσης σε πρώτη φάση να μοιράζεσαι με γνωστούς και φίλους που το καλοκαίρι δεν είδες όσα τον Αύγουστο έκανες. Πες ότι δεν πήγες πουθενά και παρακάλεσέ τους να μη σου πουν τι έκαναν, γιατί στενοχωριέσαι όταν τους ακούς. Αυτοί θα σου δείξουν κατανόηση και εσύ θα λησμονήσεις γρήγορα τις μέρες που πέρασαν, αυτές στις οποίες ο χρόνος είχε για λίγο σταματήσει και το μυαλό έκανε ηλιοθεραπεία.
Το τέλος του καλοκαιριού είναι πάντα σαν χωρισμός: είναι ανώφελο να συζητάς γιατί συμβαίνει –μπορεί να το κάνεις μήνες αργότερα, όταν οι πληγές έχουν γιατρευτεί από τη ρουτίνα. Δεν χρειάζεται επίσης τον πρώτο καιρό να μιλάς με όσους το καλοκαίρι διασκέδασες, εκτός αν σου αρέσουν οι συνεδρίες όσων προσπαθούν να απεξαρτηθούν και μαζεύονται για να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Α, και κάτι ακόμη: δεν υπάρχουν καλοκαιρινοί έρωτες. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι ένα καταπληκτικό σκηνικό εντός του οποίου διαδραματίζονται κατά καιρούς διάφορα πάθη. Μόνο που το σκηνικό είναι ανώτερο του σεναρίου. Χωρίς αυτό όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Αν νομίζεις ότι βρήκες τον έρωτα της ζωής σου κινδυνεύεις να απογοητευτείς και να κάνεις το φθινόπωρό σου χειρότερο. Από την άλλη, μπορείς εύκολα να επενδύσεις σε μια καλοκαιρινή γνωριμία με την προϋπόθεση ότι θα πάρεις το πράγμα από την αρχή. Το ελληνικό καλοκαίρι, ακριβώς επειδή είναι γεμάτο ομορφιές, είναι ένα σπουδαίο ταμείο. Ως γνωστόν, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Το τέλος του καλοκαιριού και η επιστροφή στη ρημάδα την κανονικότητα της πόλης δεν είναι ευλογία –είναι μια στιγμή απώλειας, και ως γνωστόν η απώλεια έχει πέντε στάδια. Στο πρώτο στάδιο υπάρχει η άρνηση –δεν θες να δεχθείς το μοιραίο. Στο δεύτερο υπάρχει θυμός, στο τρίτο μονολογείς και τα βάζεις με τη μοίρα, στο τέταρτο, και ακριβώς πριν φτάσουμε στη λυτρωτική αποδοχή του γεγονότος, περνάμε μια φάση κατάθλιψης. Ομως σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για μια απώλεια που είναι συνώνυμο της θλίψης, ενώ το καλοκαίρι μας μόνο θλιβερό δεν είναι. Επομένως πιστεύω ότι η μόνη λύση είναι να ζήσουμε το τέλος του αντιστρέφοντας το σχήμα.
Ας αποδεχθούμε ότι τελείωσε κι ας περάσουμε λίγες μέρες στενόχωρες –δεν πειράζει. Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε στο επόμενο –τα πιο ωραία σχέδια τα κάνεις μονολογώντας. Ας θυμώσουμε γιατί το επόμενο αργεί κι ας αρνηθούμε κάθε πιθανότητα να είναι χειρότερο από τούτο που πέρασε. (Στο μεταξύ, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά τον Σεπτέμβριο μπορεί να κάνει κανείς υπέροχες διακοπές λένε…)
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Αυγούστου 2018.