Οι ημέρες του εθνικού πένθους πέρασαν γρήγορα και κατά τη διάρκειά τους ο αριθμός των νεκρών από τις πυρκαγιές ολοένα και μεγάλωνε. Ολες αυτές τις ημέρες υπήρχαν πολλοί καλοπροαίρετοι που έλεγαν ότι ίσως δεν έπρεπε να γίνει καμία συζήτηση για ευθύνες και ότι με αυτές θα ‘πρεπε να ασχοληθούμε αφού περάσει καιρός από τα γεγονότα της φρίκης, γιατί η οργή είναι κακός σύμβουλος. Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και με την αποστασιοποίηση από τη σκληρότητα των γεγονότων. Σε αυτή τη χώρα, αυτό που αλλού είναι πρέπον και απαραίτητο, δηλαδή η νηφαλιότητα την οποία η αποστασιοποίηση επιτρέπει, εδώ αποτελεί πρόβλημα: είναι απλώς το πρώτο βήμα προς τη λήθη –και η λήθη είναι το χαλάκι κάτω από το οποίο τελικά τα κρύβουμε όλα.
Οι πυρκαγιές είναι ένα τεράστιο ελληνικό πρόβλημα. Τα τελευταία τριάντα πέντε καλοκαίρια που θυμάμαι καλά, πάντα καίγεται ένα κομμάτι της χώρας μας. Θυμάμαι επίσης τις ίδιες περίπου δικαιολογίες για την ανικανότητα του κράτους να τις αντιμετωπίσει: τα περί ξένων πρακτόρων π.χ. τα θυμάμαι να τα λέει ο Ανδρέας Παπανδρέου στην πρώτη καταστροφή της Πάρνηθας, να τα επαναλαμβάνει ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Θοδωρή Ρουσόπουλου για τις φωτιές της Ηλείας και να τα επικαλείται και εφέτος το Μαξίμου, που ζήτησε και drone από τους Αμερικανούς για να ελέγχει την Αττική από τη δράση των κακών. Τι άλλο θυμάμαι; Την ίδια πάντα αντίδρασή μας. Την αρχική συμπόνια μας για όσους έπαθαν ζημιές και στο τέλος της ημέρας τη δική μας αδιαφορία. Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις: ακόμα και πασπαλισμένη με αρκετή οργή, η αδιαφορία μας είναι πάντα ο φρικτός κακός επίλογος. Χειρότερος και από την πυρκαγιά την ίδια.
Η πυρκαγιά είναι σαν αρρώστια: εμφανίζεται, φουντώνει, αντιμετωπίζεται δύσκολα, θέλει και ειδικούς και μαχητές. Η πρόληψη δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται πάντα μια οργάνωση άμυνας προτού εκδηλωθεί το κακό: χρειάζεται να αντιμετωπίζεις ενδεχόμενα, να ξέρεις τι θα κάνεις αν συμβεί το χειρότερο και όχι να σκέφτεσαι και να αποφασίζεις εκείνη τη στιγμή, γιατί ποτέ δεν υπάρχει χρόνος. Ολα αυτά ένα κανονικό κράτος που αντιμετωπίζει πυρκαγιές κάθε χρόνο θα τα είχε ως άμεση προτεραιότητα. Οχι όμως το δικό μας. Διότι ποτέ δεν το πιέσαμε να το κάνει.
Αυτό το πράγμα που αποκαλούμε ελληνικό κράτος, και που τσακωνόμαστε κιόλας για το αν πρέπει να είναι μεγάλο ή μικρό, ήταν πάντα ένα παιχνίδι στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, που το χρησιμοποιεί κυρίως για λόγους ψηφοθηρικούς. Η διοίκηση του κράτους, υπό κανονικές συνθήκες, έχει πάντα ως τελικό στόχο την κάλπη. Η κυβέρνηση κάνει προσλήψεις, μοιράζει επιδόματα, αυξάνει μισθούς στο Δημόσιο και συντάξεις. Τα δημόσια έργα γίνονται και αυτά για να φέρουν ψήφους: εγκαινιάζονται, προβάλλονται, χειροκροτούνται. Κάθε κυβέρνηση προτιμά να φτιάχνει κτίρια για να βλέπει ο κόσμος και να ψηφίζει: η Ελλάδα είναι γεμάτη από νοσοκομεία χωρίς γιατρούς, από πανεπιστήμια χωρίς καθηγητές, από άχρηστες δημόσιες αποθήκες ή γήπεδα που δεν μπορούν να συντηρηθούν. Το ελληνικό κράτος είναι μια επένδυση στη μόστρα: οτιδήποτε δεν προσφέρεται για μόστρα ενδιαφέρει ελάχιστα. Εκτός από μία περίπτωση: αν υπάρχει μια σοβαρή διεκδίκηση ή σημαντική κινητοποίηση. Τότε η κυβέρνηση συνήθως πάλι νοιάζεται: όποιον φωνάζει προσπαθεί να τον καλμάρει.
Στην Ελλάδα έχουμε διεκδικήσει οτιδήποτε αφορά κυρίως την τσέπη μας. Ξεσηκωθήκαμε εναντίον του Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό, αγανακτήσαμε για οικονομικά μέτρα γεμίζοντας τις πλατείες, αλλάξαμε κυβερνήσεις ενώ ως χώρα είχαμε χρεοκοπήσει, πιστεύοντας πως όποιος θα αναλάβει την ευθύνη του κράτους θα βρει έναν μαγικό τρόπο να μοιράσει λεφτά: όλα τα υπόλοιπα που συνόδευαν τον αντιμνημονιακό αγώνα ήταν η σάλτσα –το θέμα ήταν πάντα τα λεφτά. Οταν πειστήκαμε πως δεν θα μας τα έδινε κανένας, καθίσαμε φρόνιμα, ελπίζοντας πως πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι. Μάθαμε να νοσταλγούμε τις εποχές της αστακομακαρονάδας ή τους καιρούς που η Χούντα έφτιαχνε δρόμους: ό,τι ο καθένας θυμάται. Πορευόμαστε ελπίζοντας το κράτος να βρει πάλι λεφτά να μοιράσει και ζώντας με την αγωνία μην έρθουν κι άλλοι φόροι και άλλες περικοπές. Σε αυτή μας την καθημερινότητα ό,τι άλλο συμβαίνει στη χώρα απασχολεί ελάχιστα. Φυσικά και οι πυρκαγιές και η αντιμετώπισή τους.
Για σκεφθείτε τι θα συνέβαινε αν κάθε φορά που καιγόταν ένα μεγάλο δάσος κάποιοι χιλιάδες άνθρωποι περικύκλωναν το Κοινοβούλιο συμβολικά. Για φανταστείτε ποια θα ήταν η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας αν μετά από τον θάνατο κάθε ανθρώπου από πυρκαγιά κάποιοι χιλιάδες Ελληνες διαδήλωναν νύχτα ανάβοντας κεριά στη μνήμη όποιου άδικα χάθηκε. Φέρτε στα μάτια σας μια χώρα που διαδηλώνει κατά της κρατικής τεμπελιάς και της κυβερνητικής ανοργανωσιάς και πείτε μου αν θα μας κορόιδευαν έτσι. Εγώ λέω πως σε μια τέτοια χώρα κανένας δεν θα αναλάμβανε πολιτικές ευθύνες χωρίς να παραιτηθεί, κανένας δεν θα έβγαινε στην τηλεόραση να μας πει ότι έγιναν όλα τέλεια ενώ μετράμε νεκρούς, κανένας δεν θα τολμούσε να σκεφτεί πως θα αντιμετωπίσει επικοινωνιακά το πρόβλημα των πυρκαγιών μοιράζοντας υποσχέσεις και επιδόματα. Σε μια τέτοια χώρα θα υπήρχε μια κυβέρνηση που θα διοικούσε ένα κράτος το οποίο θα είχε στην πρώτη γραμμή της προσοχής του τον πολίτη, γιατί θα φοβόταν και την οργή του και τη μνήμη του. Ενώ τώρα ξέρει πως έχει κάποιον που αν βρει κάτι να του δώσει, ώστε να θρέψει την ακόρεστη νοσταλγία της ευδαιμονίας του, αυτός θα την ξαναψηφίσει. Ετσι κι αλλιώς, όλα καίγονταν πάντα.
Κάηκαν άνθρωποι αυτή τη φορά, θα πει κάποιος. Ε, και τι έγινε; Τις προάλλες στη Μάνδρα πνίγηκαν. Και οι συγγενείς τους, λέει, θα πάρουν μπόνους για να μπουν στο Δημόσιο. Αύριο θα υπηρετήσουν το κράτος που έλειπε. Ελειπε; Λάθος. Το κράτος είναι πάντα εδώ, με την ανυπόφορη χαλαρότητά του, τη δολοφονική ανοργανωσιά του, τη μόνιμη ανάγκη του για χρήματα και την απέραντη αδιαφορία του. Το κράτος είμαστε εμείς, όλοι μας…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουλίου 2018.