Μέσω της τραγικά ακατανόητης ενέργειάς του ο νεαρός πιλότος της Germanwings, πέρα από τον θάνατο στους επιβαίνοντες της μοιραίας πτήσης, σκόρπισε και την αμφιβολία αναφορικά με τις διαδικασίες επιλογής των πιλότων. Οι οικογένειες των θυμάτων προσπαθούν να καταλάβουν τι ώθησε τον 27χρονο Αντρέας Λούμπιτς, ο οποίος είχε στο παρελθόν παρουσιάσει σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης και είχε διακόψει προσωρινά την εκπαίδευσή του για αυτόν τον λόγο, να ρίξει εσκεμμένα το Airbus της γερμανικής εταιρείας χαμηλού κόστους στις γαλλικές Αλπεις. Την ίδια ώρα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο είναι πλέον ιδιαίτερα ανήσυχοι όσον αφορά το ενδεχόμενο ένας από τους πιλότους της επόμενης πτήσης τους να μην είναι πνευματικά και ψυχολογικά κατάλληλος για να πετάξει. Και η αγωνία αυτή, αν όχι ο φόβος, φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη, σημειώνουν οι ειδικοί, καθώς στην εξαιρετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία της αεροπλοΐας δεν υπάρχει ένας κοινός τρόπος αξιολόγησης της ψυχολογικής κατάστασης των πιλότων. Συχνά μάλιστα τα σχετικά ερωτηματολόγια είναι «τυπικά» και δεν μπορούν να εντοπίσουν ανθρώπους με τέτοιου είδους προβλήματα.
Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Βρετανίας, π.χ., ορίζει ότι οι πιλότοι των επιβατικών αεροπλάνων είναι υποχρεωμένοι να υπόκεινται σε ψυχολογικές εξετάσεις κάθε φορά που πραγματοποιούν και τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις. Αυτό συμβαίνει μία φορά τον χρόνο. Στις ΗΠΑ η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας (FAA) επιβάλλει στους κυβερνήτες των αεροσκαφών να ανανεώνουν το ιατρικό πιστοποιητικό τους κάθε χρόνο αν είναι κάτω των 40 ετών και κάθε έξι μήνες αν οι πιλότοι είναι μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ στην Ευρώπη δεν υπάρχει μία κοινή και υποχρεωτική για όλες τις αεροπορικές εταιρείες ψυχολογική εξέταση. Μοναδική ασφαλιστική δικλίδα αποτελεί η ευθυκρισία του εκάστοτε γιατρού, ο οποίος έχει το δικαίωμα, αν το κρίνει απαραίτητο, να πραγματοποιήσει περαιτέρω εξετάσεις για να διαπιστώσει την ψυχολογική κατάσταση των πιλότων.
Κάθε εταιρεία και οι κανόνες της


Η κάθε αεροπορική εταιρεία μπορεί να επιβάλει τους δικούς της κανόνες. Στη λίστα της Lufthnansa, π.χ., στα απαραίτητα προσόντα που πρέπει να έχει ένας επίδοξος πιλότος δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά σχετικά με την ψυχική υγεία του πέρα από το ότι πρέπει να έχει «αίσθηση της ευθύνης, πειθαρχία, αξιοπιστία, πνεύμα συνεργασίας, καθώς επίσης και ένα πειστικό βιογραφικό σημείωμα και υψηλά κίνητρα». ο διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού κολοσσού των αιθέρων Κάρστεν Σπορ δήλωσε πως δεν υπήρχε «καμία ένδειξη αναφορικά με το τι θα μπορούσε να ωθήσει τον συγκυβερνήτη να πραγματοποιήσει αυτή την τρομερή πράξη».
Συνήθως ο έλεγχος της ψυχολογικής κατάστασης των εν δυνάμει πιλότων πραγματοποιείται μέσω ερωτήσεων για τα ενδιαφέροντα και τις οικογενειακές τους σχέσεις, ενώ καλούνται επίσης να αναφέρουν αν υπέφεραν ποτέ από κατάθλιψη ή αν είχαν αυτοκτονικές τάσεις. Αλλά η διαδικασία αυτή βασίζεται κυρίως στις απαντήσεις του κάθε υποψηφίου και στην κρίση του εξεταστή γιατρού. Οπότε στην περίπτωση που κάποιος πιλότος δεν είναι απόλυτα ειλικρινής αναφορικά με την ψυχική του υγεία ώστε να δηλώσει ότι αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, τότε το πιθανότερο είναι πως θα συνεχίσει να πετάει. «Πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη» δήλωσε στο BBC o κυβερνήτης και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας της Βρετανίας Μαρκ Βίβιαν. Αποδείχθηκε, ωστόσο, και με τρόπο τραγικό, πως μόνο η εμπιστοσύνη δεν αρκεί.
Την ίδια ώρα αρκετοί ισχυρίζονται ότι ούτε οι συχνοί έλεγχοι της ψυχικής υγείας των πιλότων μπορούν να αποτρέψουν ανάλογες τραγωδίες καθώς «σε όσες εξετάσεις και αν υποβληθεί ένας πιλότος αυτό δεν πρόκειται να εμποδίσει κάποιον που έχει σαλτάρει να προβεί σε μια τόσο τρομερή πράξη εξαιτίας προβλημάτων στη σχέση του, πένθους ή οικονομικών δυσκολιών», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά διατηρώντας την ανωνυμία του ένας βετεράνος της Αεροπορίας στον «Independent».

Ο Αντρέας Λούμπιτς έκρυβε τα προβλήματα ψυχικής υγείας που είχε
Ο «απόλυτα φυσιολογικός νέος» που ήθελε να μιλήσει όλος ο κόσμος γι αυτόν

Την αποτρόπαια φήμη του Ηρόστρατου που πυρπόλησε τον ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο φαίνεται πως ζήλεψε ο νεαρός συγκυβερνήτης του μοιραίου Airbus της Germanwings καθώς ήθελε να κάνει κάτι που θα έκανε όλον τον κόσμο να μάθει το όνομά του.
Ο Αντρέας Λούμπιτς ήταν –ή τουλάχιστον έδειχνε –ενθουσιασμένος με τη νέα του δουλειά ως πιλότος της Germanwings, θυγατρικής της Lufthansa. Την επιθυμία του να πετάξει την εξέφρασε στην ηλικία των 14-15 ετών, ενώ πρώτη φορά στους αιθέρες βρέθηκε πιλοτάροντας ανεμόπτερα. Φαινομενικά ο 27χρονος νεαρός, κάτοικος μιας μικρής πόλης της Δυτικής Γερμανίας, είχε όλα τα προσόντα για να γίνει ένας υποδειγματικός πιλότος.
Είχε δηλώσει μάλιστα πως κάποια μέρα θα έκανε «κάτι που θα άλλαζε όλο το σύστημα» και ότι «όλος ο κόσμος θα μάθαινε το όνομά του και θα το θυμόταν», όπως ανέφερε στην «Bild» η Μαρία Β., μία αεροσυνοδός ηλικίας 26 ετών και πρώην σύντροφος του νεαρού πιλότου.
Υγιής, καταρτισμένος και δίχως εμφανή προβλήματα, ο Λούμπιτς είχε καταφέρει κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του να κερδίσει την εμπιστοσύνη τόσο των συνεργατών του όσο και των εργοδοτών του. Τη στιγμή που ο Πάτρικ Σοντερχάιμερ, κυβερνήτης του μοιραίου Airbus 320, σηκώθηκε από τη θέση του για να πάει στην τουαλέτα «προσφέροντας» στον συγκυβερνήτη του τη δυνατότητα να πάρει τον έλεγχο του αεροσκάφους στο οποίο επέβαιναν 149 άτομα και να το ρίξει «ηθελημένα» στις γαλλικές Αλπεις, αποκλείεται να σκέφτηκε πως ο άνθρωπος που άφησε πίσω του θα μετατρεπόταν σε καμικάζι. Οι φίλοι του και οι γνωστοί του τον περιέγραψαν ως έναν «απόλυτα φυσιολογικό νέο», «χαρούμενο», «ικανοποιημένο», ο οποίος «είχε εκπληρώσει το όνειρό του και δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα». Στην ηλικία των 20 ετών ο Λούμπιτς μετακόμισε στη Βρέμη, έδρα του Κέντρου Εκπαίδευσης Πιλότων της Lufthansa. Αφότου ξεκίνησε την εκπαίδευσή του, ο νεαρός Γερμανός πέρασε με επιτυχία όλες τις προβλεπόμενες εξετάσεις, ενώ το 2013 κρίθηκε κατάλληλος για τη θέση του συγκυβερνήτη. Μοναδικό σκοτεινό σημείο στην εξαιρετική πορεία του ήταν το ότι κάποια στιγμή διέκοψε την εκπαίδευσή του για διάστημα αρκετών μηνών.
Σε δηλώσεις του ο Κάρστεν Σπορ, διευθύνων σύμβουλος της Lufthansa, επιβεβαίωσε το γεγονός, δίχως να παράσχει περισσότερες πληροφορίες. Προσδιόρισε όμως ότι στη συνέχεια και «αφότου είχε περάσει επιτυχώς όλες τις ιατρικές και ψυχολογικές εξετάσεις ο Λούμπιτς έγινε και πάλι δεκτός στη σχολή του».
Προχθές ωστόσο η «Bild» ανέφερε σε δημοσίευμά της ότι ο Λούμπιτς είχε χαρακτηριστεί «ακατάλληλος για να πετάξει αεροπλάνο» από το Κέντρο Εκπαίδευσης Πιλότων της Lufthansa στο Φίνιξ της Αριζόνα. Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, ο νεαρός πιλότος έπασχε από κατάθλιψη και ελάμβανε ειδική αγωγή, γεγονός που τον ανάγκασε να επαναλάβει αρκετά από τα μαθήματά του, ενώ το 2009 βίωσε και ένα «σοβαρό καταθλιπτικό επεισόδιο».
Λίγο αργότερα και έπειτα από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πατρικό του Λούμπιτς αλλά και στο σπίτι του στο Ντίσελντορφ γερμανοί εισαγγελείς επιβεβαίωσαν, τουλάχιστον έμμεσα, το δημοσίευμα της «Bild». Ανακοίνωσαν ότι ο Αντρέας Λούμπιτς φέρεται πως απέκρυψε από τους εργοδότες του στοιχεία που απεδείκνυαν ότι ήταν άρρωστος. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και μια αναρρωτική άδεια που είχε λάβει από γιατρό για την ημέρα που σκόρπισε τον θάνατο. Εκπρόσωπος των γερμανών εισαγγελέων ανέφερε επίσης ότι βρέθηκαν και άλλα ιατρικά έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι ο Λούμπιτς έπασχε από κάποια ασθένεια για την οποία ελάμβανε και την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Ανέφερε πάντως ότι δεν εντοπίστηκε ούτε κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το κίνητρο για την ακατανόητη και συνάμα δολοφονική ενέργειά του ήταν πολιτικής ή θρησκευτικής φύσεως ούτε κάποιο αποχαιρετιστήριο σημείωμα που θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση της προμελετημένης ενέργειας.
Κορόιδεψε και τους Αμερικανούς

Αξιωματούχος της ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας της Γερμανίας είπε στο Associated Press ότι το ιατρικό πιστοποιητικό του Λούμπιτς στο αρχείο της Υπηρεσίας είχε καταγεγραμμένη τη σημείωση «SIC» που σημαίνει «ειδική τακτική ιατρική εξέταση». Διατηρώντας την ανωνυμία του ο γερμανός αξιωματούχος δήλωσε πως δεν γνωρίζει αν η συγκεκριμένη σημείωση αφορούσε την ψυχική ή τη σωματική υγεία του πιλότου διότι η πληροφορία είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα. «Το γεγονός ότι υπάρχουν ιατρικά σημειώματα που αναφέρουν πως ήταν ανίκανος να εργαστεί, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα που βρέθηκαν σκισμένα και αφορούσαν ακόμη και την ημέρα του εγκλήματος, υποστηρίζει το συμπέρασμα, που βασίζεται στην προκαταρκτική εξέταση, ότι ο νεκρός είχε αποκρύψει την ασθένειά του από τον εργοδότη του και τους συναδέλφους του» αναφέρεται στην ανακοίνωση των γερμανών εισαγγελέων. Ο Λούμπιτς όμως φέρεται ότι κατάφερε να αποκρύψει την κατάσταση της υγείας του και από την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας των ΗΠΑ η οποία χορήγησε στον γερμανό πιλότο ιατρικό πιστοποιητικό τρίτης κατηγορίας. Για να μπορέσει ένας πιλότος να λάβει το συγκεκριμένο πιστοποιητικό πρέπει να καθοριστεί ότι δεν πάσχει από καμία ψυχολογική ασθένεια όπως η ψύχωση, η διπολική διαταραχή και η διαταραχή της προσωπικότητας ή από οποιαδήποτε άλλη ψυχολογική πάθηση η οποία «καθιστά το άτομο ανίκανο να εκτελέσει με ασφάλεια τα καθήκοντά του». Η πραγματικότητα ωστόσο αποδείχθηκε τραγικά διαφορετική.
Ηλίας Μαραγκάκης
«Επανεξετάζουμε τώρα τους κανονισμούς ασφαλείας»
Τι προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί σε περίπτωση που ένας από τους δύο πιλότους θελήσει να βγει προσωρινά από το πιλοτήριο; Και τι γίνεται από εδώ και μπρος μετά τη μοιραία πτήση του γερμανικού αεροπλάνου; «Το Βήμα» ρώτησε τον Ηλία Μαραγκάκη, εκπρόσωπο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας (EASA) και πρώην αναλυτή ασφαλείας πτήσεων στον ίδιο οργανισμό.
«Οι κανονισμοί της EASA προβλέπουν ότι το πλήρωμα θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης εκτός από περιπτώσεις όπου πρέπει να βγει στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων του ή για φυσική ανάγκη. Σε αυτή την περίπτωση ένας από τους πιλότους θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του ελέγχοντας το αεροπλάνο» μας είπε.
Κάποιες αεροπορικές εταιρείες απαιτούν την είσοδο στο κόκπιτ μελών του πληρώματος καμπίνας ενώ κάποιες όχι. Τι ακριβώς συμβαίνει; τον ρωτήσαμε. «Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί προβλέπουν ότι ο πιλότος που παραμένει στο κόκπιτ πρέπει να βρίσκεται στα χειριστήρια του αεροσκάφους αδιάκοπα και ταυτόχρονα θα πρέπει κάπως ή κάποιος να εξακριβώσει ότι αυτός που ζητεί να μπει στο κόκπιτ είναι ο πιλότος που επιστρέφει και όχι κάποιος άλλος. Σε αυτή την περίπτωση είτε θα πρέπει να το κάνει κάποιο μέλος από τα πληρώματα καμπίνας που είναι μέσα στο κόκπιτ ή ο πιλότος που πετάει το αεροπλάνο βλέποντας πίσω από την πόρτα μέσω βιντεοκάμερας (CCTV). Μετά το τραγικό περιστατικό της Germanwings, στην EASA εξετάζουμε τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να βελτιωθεί η ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος. Μεταξύ αυτών είναι και ο αριθμός του πληρώματος που πρέπει να παραμείνει στο πιλοτήριο» κατέληξε ο κ. Μαραγκάκης.

Τα προηγούμενα περιστατικά
Στο κόκπιτ με κρίση αυτοκτονικού συνδρόμου

Ενας 32χρονος υπεράνω υποψίας

Royal Air Maroc – Πτήση 630

Στις 21 Αυγούστου 1994 το αεροσκάφος ATR-42 της Royal Air Maroc το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Αγκαντίρ – Καζαμπλάνκα κατέπεσε, μόλις μερικά λεπτά μετά την απογείωσή του, στην οροσειρά του Ατλαντα παρασύροντας στον θάνατο και τους 44 επιβαίνοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και μέλη της βασιλικής οικογένειας του Κουβέιτ. Η πτώση του αεροπλάνου αποδόθηκε στις αυτοκτονικές διαθέσεις του 32χρονου κυβερνήτη, ο οποίος φέρεται ότι απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο και έστρεψε ηθελημένα το αεροσκάφος προς το έδαφος. Σύμφωνα πάντως με δηλώσεις του εκπροσώπου της Ενωσης Πιλότων του Μαρόκου, πριν από την απογείωση του μοιραίου αεροσκάφους ο νεαρός πιλότος έδειχνε κάθε άλλο παρά ταραγμένος, ενώ δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα ούτε στην εργασία του ούτε στην προσωπική του ζωή.
Εργασιακά και οικονομικά προβλήματα
Silk Air – Πτήση 185

Στις 19 Δεκεμβρίου 1997 περισσότεροι από 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν ένα Boeing 737 της αεροπορικής εταιρείας Silk Air, θυγατρικής της Singapore Airlines, που εκτελούσε την πτήση Τζακάρτα – Σιγκαπούρη, συνετρίβη στην Ινδονησία. Οι ινδονησιακές Αρχές δεν κατάφεραν να καθορίσουν τα αίτια του δυστυχήματος. Αρκετοί, ωστόσο, μεταξύ των οποίων και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας Μεταφορών (NTSΒ) των ΗΠΑ, δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο ο κυβερνήτης να απενεργοποίησε τους καταγραφείς στοιχείων πτήσης και να έθεσε το αεροσκάφος σε καθοδική πορεία, κατά πάσα πιθανότητα τη στιγμή που ο συγκυβερνήτης εγκατέλειψε το πιλοτήριο, με στόχο τη συντριβή. Κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς και ιδιαίτερα τους τελευταίους έξι μήνες ο πιλότος αντιμετώπιζε πλήθος εργασιακών προβλημάτων, ενώ την περίοδο του δυστυχήματος είχε και σημαντικές οικονομικές δυσκολίες.
«Αφήνομαι στον Αλλάχ»

Egypt Air – Πτήση 990

Το Boeing 767 της αεροπορικής εταιρείας Egypt Air απογειώθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1999 από τη Νέα Υόρκη με προορισμό το Κάιρο αλλά δεν έφτασε ποτέ στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου καθώς συνετρίβη στον Ατλαντικό Ωκεανό μισή ώρα μετά την απογείωσή του. Σκοτώθηκαν και οι 217 επιβαίνοντες. Παρότι η έρευνα της αεροπορικής εταιρείας απέδωσε το δυστύχημα σε μηχανική βλάβη, οι ειδικοί του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας Μεταφορών (NTSΒ) των ΗΠΑ υποστήριξαν ότι ο Γκαμίλ ελ Μπατούτι, συγκυβερνήτης του μοιραίου αεροσκάφους, αφότου απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο, έστεψε εσκεμμένα το αεροπλάνο προς τη θάλασσα. Κατά τη διάρκεια της απότομης καθόδου του αεροσκάφους ο Ελ Μπατούτι επαναλάμβανε διαρκώς τη φράση «Αφήνομαι στον Αλλάχ». Οι αιγυπτιακές Αρχές ωστόσο αμφισβήτησαν έντονα τη συγκεκριμένη υπόθεση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ