«Ομπάμα. Το φυλετικό σύνορο καταρρέει έπειτα από μια αποφασιστική νίκη». «Ο Ομπάμα γράφει ιστορία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εκλέγουν τον πρώτο τους μαύρο πρόεδρο με αποφασιστικό τρόπο». «Ομπάμα. Αλλαγή στην Αμερική». Τα πρωτοσέλιδα των «New York Times», της «Washington Post», της «San Francisco Chronicle» στις 5 Νοεμβρίου 2008 αποτυπώνουν μια σειρά από έννοιες-«κλειδιά»: αλλαγή, νίκη, φυλετικό ζήτημα. Η εκλογή του 47χρονου τότε Μπαράκ Ομπάμα και η ορκωμοσία του ως 44ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου 2009 συνοδεύθηκε από ευφορία – και όχι μόνο επειδή θα διαδεχόταν έναν πλέον πρωτοφανώς αντιδημοφιλή Τζορτζ Μπους. Μετά τα χρόνια της ενδοσκόπησης και του περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, το Γκουαντάναμο, τους εικονικούς πνιγμούς και τις «εκδόσεις κρατουμένων», μετά τον τυφώνα Κατρίνα και την οικονομική κρίση, η έλευση ενός νέου πολιτικού, χωρίς εξόφθαλμες δουλείες στους κομματικούς μηχανισμούς, φαινόταν να υποδεικνύει ότι η αμερικανική κοινωνία ξεπερνούσε μια σειρά κλυδωνισμών επιλέγοντας τη φυγή προς τα εμπρός. Δέκα χρόνια αργότερα, δύο χρόνια μετά την αντίθετη ταλάντωση του πολιτικού εκκρεμούς και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, τα παραπάνω μοιάζουν λίγο με την εισαγωγή του Μάικλ Μουρ στο ντοκιμαντέρ «Fahrenheit 9/11», όπου ο αμερικανός σκηνοθέτης έδειχνε τους πρόωρους πανηγυρισμούς των Δημοκρατικών για την υποτιθέμενη νίκη του Αλ Γκορ τον Νοέμβριο του 2000.

Ο ενσαρκωτής του διαφορετικού

Είναι παράξενο πράγματι να βλέπει κανείς τον Μπαράκ Ομπάμα να γκριζάρει. Για τη γενιά των τότε τριάντα και κάτι σε Ευρώπη και Αμερική ο κήρυκας του «Yes, we can!» υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ενσαρκωτής του διαφορετικού στην πολιτική, ο διανοούμενος πρόεδρος, φορέας ενός εκλεπτυσμένου λόγου, ρήτορας ολκής, μετριοπαθής αλλά όχι μέτριος, συναινετικός αλλά όχι ενδοτικός, πραγματιστής αλλά όχι κυνικός. Δεν ήταν τυχαίο ότι το 2008 συγκέντρωσε 69,5 εκατ. ψήφους, τις περισσότερες στην εκλογική ιστορία των ΗΠΑ, ούτε ότι υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής στην Ευρώπη, όπου πολλοί προκάτοχοί του κρίνονταν πιο πολύ από τη σιγουριά της υπερδύναμης που εκπροσωπούσαν παρά από την ίδια τους την προσωπικότητα. Ο Ομπάμα φαινόταν να συγκροτεί έναν νέο πολιτικό συνασπισμό των νεότερων ηλικιακά γενεών, των ανερχόμενων μεσαίων τάξεων και των αυξανόμενων δυναμικών στρωμάτων των ισπανόφωνων και ασιατών αμερικανών – την πιο πολλά υποσχόμενη προοδευτική συμμαχία από τον καιρό του Ρούζβελτ. Και έμοιαζε μάλιστα να το κάνει με τολμηρό τρόπο, χωρίς τον λαμπρό, αλλά εν τέλει μεσοβέζικο τακτικισμό του Μπιλ (και της Χίλαρι) Κλίντον.

Δύο είναι οι χαρακτηριστικότερες ίσως παρεμβάσεις του Μπαράκ Ομπάμα ως προς αυτό, μία ιδιωτική και μία δημόσια. Καλώντας τους επικεφαλής των αμερικανικών τραπεζών σε μια κλειστή συνάντηση στον Λευκό Οίκο τον Μάρτιο του 2009 προκειμένου να συζητήσουν τους όρους παροχής του οικονομικού πακέτου κρατικής ενίσχυσης, δεν δίστασε να τους επισημάνει ότι «ο θυμός του κόσμου είναι πραγματικός, αυτή τη στιγμή η κυβέρνησή μου είναι το μόνο πράγμα που τους συγκρατεί από το να σας κυνηγούν με τα δικράνια». Μιλώντας στο Ροανόκι της Βιρτζίνια τον Ιούλιο του 2012 στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του Νοεμβρίου παρατήρησε ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία ανθίζει εντός του πλαισίου που παρέχει το κοινωνικό σύνολο διά της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κράτους: «αν έχεις μια επιχείρηση – δεν την οικοδόμησες μόνος σου. […] Κάποιοι βοήθησαν να δημιουργηθεί αυτό το απίστευτο αμερικανικό σύστημα που σου επέτρεψε να ευδοκιμήσεις. […] Κάποιοι επένδυσαν σε γέφυρες και δρόμους».

Αντίπαλα και φίλια πυρά

Θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο μια τέτοια προσωπικότητα να αποβεί πολωτική. Για να ξεπεράσει τους εγγενείς περιορισμούς του αμερικανικού συστήματος διακυβέρνησης ο Ομπάμα θα χρειαζόταν να αποδειχθεί εφάμιλλος του Φράνκλιν Ρούζβελτ. Ωστόσο, παρά τη δεινότητά της για τη μεσαία τάξη των ΗΠΑ, η κρίση του 2008 δεν ήταν αντίστοιχη αυτής του 1929, ώστε το σύνολο της κοινής γνώμης να τον δεχθεί ευνοϊκά, ούτε οι Ρεπουμπλικανοί τόσο απομονωμένοι από την κοινωνία όσο στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ώστε να τον αφήσουν στο απυρόβλητο. Ως αποτέλεσμα, η εισαγωγή του πρώτου μείζονος μέτρου, η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας το καλοκαίρι του 2009, η οποία θα επέτρεπε τη δυνητική κάλυψη 34 εκατ. ανασφάλιστων, μετατράπηκε από εμβληματική πρωτοβουλία σε διετή αγώνα που συσπείρωσε την αντιπολίτευση και της χάρισε τη νίκη στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010. Εκτοτε, στην αδιαλλαξία των αντιπάλων θα προσθέτονταν τα παράπονα των φίλων – για τις συμβιβαστικές του προσπάθειες, για το ότι δεν έκλεισε το Γκουαντάναμο, για το ότι συνέχιζε τους πολέμους που κληρονόμησε. Ακόμη και η οικονομική του πολιτική, η οποία μείωσε δραστικά την ανεργία από το 10% του Οκτωβρίου 2009 στο 4,8% του Ιανουαρίου 2017, δεν στάθηκε αρκετή για να δώσει στη Χίλαρι Κλίντον τους απαραίτητους εκλέκτορες στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Το στοίχημα με την Ιστορία

Γράφοντας στην «Boston Globe» στις 17 Ιανουαρίου 2017, τη μέρα που ο Μπαράκ Ομπάμα άφηνε το προεδρικό αξίωμα, ο Τζέιμς Πιντέλ επεσήμαινε ότι «η νίκη του Ομπάμα το 2008 σηματοδότησε το τέλος του πολιτικού παραδείγματος της εποχής του Ρόναλντ Ρίγκαν, είναι όμως ασαφές, και στην πραγματικότητα απίθανο, η πολιτική αλλαγή που ξεκίνησε τότε να επιζήσει στην εποχή του Τραμπ». Η άποψη είναι ίσως χαρακτηριστική της απαισιοδοξίας για το χλιαρό τέλος της θητείας κάποιου που στην αρχή της βραβεύθηκε με Νομπέλ Ειρήνης.

Ωστόσο, η πραγματική αποτίμηση χρειάζεται τουλάχιστον ένα μέτρο σύγκρισης και κάποια απόσταση στον άλλο όρο της εξίσωσης. Το καλοκαίρι του 2018 μια δημοσκόπηση του έγκυρου ινστιτούτου Pew Research υποδείκνυε ότι το 44% των Αμερικανών σήμερα θεωρούν τον Ομπάμα ως τον καλύτερο ή τον δεύτερο καλύτερο πρόεδρο της ζωής τους. Ακολουθούσαν ο Μπιλ Κλίντον με 33% και ο Ρόναλντ Ρίγκαν με 32%. Στο 19% ο Ντόναλντ Τραμπ απείχε παρασάγγας. Ναι, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν θα σμιλευτεί στο Ορος Ράσμορ μαζί με τους Τζορτζ Ουάσιγκτον, Τόμας Τζέφερσον, Αβραάμ Λίνκολν και Θίοντορ Ρούζβελτ, όπως επισημαίνει ο Τζέιμς Πιντέλ. Από την άλλη πλευρά, στο όρος βρίσκεται ο λάθος Ρούζβελτ. Και ο Ομπάμα έχει χρόνο για να κριθεί από την Ιστορία.