«Πού είν’ οι φίλοι οι παλιοί /

πού είν’ οι παλιοί μου φίλοι /

Πού είν’ οι δικοί μου /

πού είν’ οι εχθροί /

πού χάθηκες κι εσύ».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Νίκος Πορτοκάλογλου συνέθεσε και ερμήνευσε το «Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά», μία από τις μεγάλες επιτυχίες του. Κατά μία έννοια, ήταν επίσης ένα «προφητικό» τραγούδι που μιλούσε για τα όσα θα έρχονταν μερικά χρόνια αργότερα στην ελληνική κοινωνία. Γιατί το θέμα δεν είναι (μόνο) αν ψάχνουμε να βρούμε φίλους αλλά να αναζητήσουμε «Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά / κάτω από τόνους χώμα /  Ποιος παίζει ακόμα / ποιος χρωστά / και ποιος κοιτά ψηλά».

Στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» με αφορμή τις (για πρώτη φορά κοινές) εμφανίσεις του με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, ο Νίκος Πορτοκάλογλου δείχνει ότι κατ’ αρχάς συνεχίζει να «καίγεται» από τη φωτιά της δημιουργίας, η οποία αντανακλά στη μουσική και στο τραγούδι τα όσα συμβαίνουν γύρω του.

Γιατί αμηχανία και όχι κάτι καλύτερο;

Είναι μια φλόγα που τον καίει εδώ και περίπου 40 χρόνια, από την εποχή των Φατμέ, όταν ο Πορτοκάλογλου «ανακάτεψε» το ροκ με την παράδοση. Την ίδια τακτική ακολούθησε και στη σόλο πορεία του, όταν ενώ μεγάλωνε δεν δίσταζε ποτέ να συνεργαστεί με νεότερους δημιουργούς και μουσικούς. Ηθελε να πάρει και ήθελε να δώσει.

«Τόσο η μουσική όσο και το τραγούδι καταγράφουν την πραγματικότητα με έναν αφαιρετικό τρόπο» λέει ο ίδιος. «Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη μουσική από την κοινωνία. Λυπάμαι όμως που βρισκόμαστε σε χειμερία νάρκη. Αυτό που έχουμε βαρεθεί να λέμε κρίση είναι μια μόνιμη κατάντια που φέρνει πια κούραση και αποχαύνωση. Δεν υπάρχει κάτι να μας ταρακουνήσει. Διαπιστώνω μια παραίτηση από τη ζωή, μια αμηχανία καλλιτεχνική».

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου συνεχίζει να μιλάει για την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, μέσα όμως από το δικό του καλειδοσκόπιο. Αναρωτιέται για ποιον λόγο όλο αυτό το ζόρι που ζούμε δεν μας έχει κάνει να δημιουργήσουμε καλύτερες ταινίες, καλύτερα τραγούδια, καλύτερες μουσικές. «Στην αρχή αυτού του φαινομένου, πίστευα κι εγώ ότι θα ξυπνήσουμε από τον λήθαργο, θα δούμε την πραγματικότητα με τρόπο περισσότερο άμεσο, θα κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και θα κάνουμε πάλι πράγματα. Παντού. Και στην τέχνη. Ομως δεν συνέβη κάτι τέτοιο, κάπου οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι την έχουμε πατήσει. Το άλλοθι ότι φταίνε πάντα οι άλλοι είναι πολύ βολικό». Ο Πορτοκάλογλου απεχθάνεται τη στρατευμένη τέχνη και δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη εκτίμηση στις απόψεις των καλλιτεχνών. «Το κοινό δεν θέλει τις απόψεις μας αλλά το πώς θα εκφράσουμε το κοινό μας αίσθημα» λέει. «Η τέχνη μπορεί να μιλήσει με υπαινιγμούς και με πολύ λιτό τρόπο. Οπως για παράδειγμα έκανε ο Μπρους Σπρίνγκστιν μετά την 11η Σεπτεμβρίου με το άλμπουμ «The Rise»».

Μια «συνομιλία» και το «κακό» της νοσταλγίας

Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ο Νίκος Πορτοκάλογλου και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας θα «συνομιλήσουν» με άξονα τις παράλληλες διαδρομές τους που εφέτος συμπληρώνουν 40 χρόνια. Οι πορείες τους άρχισαν με συγκροτήματα, μετά ακολούθησε η σόλο καριέρα. Και οι δύο ξέρουν από παρέες, εφόσον ήταν με γκρουπ. Το πλήρωμα του χρόνου τούς έφερε σε μια μουσική παράσταση όχι μόνο απολογισμού αλλά και γιορτής. «Το «Τι έχει μείνει από τη φωτιά» δεν είναι μόνο ο τίτλος της παράστασης» λέει ο Πορτοκάλογλου. «Μιξάραμε το τραγούδι, το διασκευάσαμε, γυρίσαμε και βιντεοκλίπ, και θεωρώ ότι η αρχή της παράστασής μας καταδεικνύει και το στίγμα μας. Και μέσα σε όλα, κάθε εβδομάδα θα έχουμε και έναν καλεσμένο».

Η συνέντευξή μας θα τελειώσει με μια συζήτηση για το «White Album» των Beatles (επανακυκλοφορεί 50 χρόνια μετά). Ο Πορτοκάλογλου είχε τρέλα με τους Beatles από τα παιδικά του χρόνια, το Λευκό τους άλμπουμ είναι και το πλέον αγαπημένο του. «Ασύλληπτο αυτό που έκαναν οι δύο αυτές μουσικές ιδιοφυΐες» λέει αναφερόμενος φυσικά στον Τζον Λένον και στον Πολ Μακ Κάρτνεϊ.

Σε ό,τι αφορά τη μουσική όμως, ο Νίκος Πορτοκάλογλου δεν έχει μείνει πίσω στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η ως τώρα πορεία του το αποδεικνύει, ενώ το γεγονός ότι παρακολουθεί διαρκώς τι συμβαίνει στη νεότερη σκηνή λέει πολλά. Αγαπά τους Black Keys, τους Arcade Fire, τους Αrctic Monkeys, τους Muse, ακούει ραπ και χιπ-χοπ. «Σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ελληνικής μουσικής υπάρχει μια ατέλειωτη νοσταλγία» λέει. «Δεν είναι κακό αλλά κάπου έχει παραγίνει. Πρέπει να υπάρξει κάτι καινούργιο. Η νέα γενιά οφείλει να το ψάξει και να το βρει».