Παράδειγμα 1: Η κυρία Α.Χ., δικαιούχος γνωστής κάρτας, κατήγγειλε εγγράφως ότι συστηματικά στα εκκαθαριστικά σημειώματα που της αποστέλλονταν παρατήρησε το φαινόμενο της διπλής χρέωσης τον ίδιο μήνα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει μη αναμενόμενα έξοδα και ο οικιακός προϋπολογισμός να «πέφτει έξω». Η επιστολή εστάλη στην τράπεζα που απάντησε προφορικά ­ μέσω της αρμοδίας υπαλλήλου ­ ότι όντως συμβαίνει να γίνεται διπλή χρέωση όταν… πέφτει σε αργία, οπότε η πληρωμή γίνεται ενωρίτερα. Πάντως, παραδέχθηκε ότι η πρακτική αυτή δεν είναι… ιδιαίτερα αποδεκτή από τους πελάτες και εξετάζεται το ενδεχόμενο αλλαγών. Και το αποκορύφωμα: Η υπάλληλος αρνήθηκε να απαντήσει και εγγράφως, εξηγώντας ότι «η εταιρεία δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει κάτι τέτοιο».


Παράδειγμα 2: Ο καταναλωτής διαφώνησε με έμπορο για το ύψος της πίστωσης στην κάρτα του και ζήτησε να μη γίνει χρέωση του λογαριασμού του με το συγκεκριμένο ποσό. Μάταια. Η υπηρεσία της τράπεζας στήριξε τη θέση της σε έναν όρο της σύμβασης χορήγησης της κάρτας, ο οποίος περιλαμβάνεται στους λεγόμενους γενικούς όρους συναλλαγών, στους οποίους «προσχωρεί» ο καταναλωτής χωρίς ουσιαστικά δυνατότητα άρνησής του. Είναι η περίπτωση όπου οι νομικοί κάνουν λόγο για «καταχρηστικούς όρους», οι οποίοι στην πραγματικότητα αποδυναμώνουν τη θέση του καταναλωτή. Η υπόθεση βρίσκεται ήδη στην «Επιτροπή Φιλικού Διακανονισμού» και αναμένεται η απόφαση.


Παράδειγμα 3: Αθηναίος πολίτης ενώ βρισκόταν στο Πταισματοδικείο έχασε ή του έκλεψαν το πορτοφόλι του, που εκτός των άλλων περιείχε και μια πιστωτική κάρτα μεγάλης κρατικής τράπεζας (με τακτοποιημένες τις εκκρεμότητές του). Αλαφιασμένος έσπευσε να δηλώσει την απώλεια την ίδια ημέρα τηλεφωνικώς, αλλά και εγγράφως, αφενός στην τράπεζα και αφετέρου στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας. Νόμισε, λοιπόν, ότι είναι πλέον «καλυμμένος». Φευ! Μετά από έναν μήνα η τράπεζα τον πληροφόρησε ότι εκκρεμεί μια οφειλή ύψους 198.000 δραχμών για αγορά κινητού τηλεφώνου μέσω της εν λόγω κάρτας. Αδικα ο ατυχής καταναλωτής προσπάθησε να πείσει ότι είχε ήδη κινητό τηλέφωνο και δεν χρειαζόταν το δεύτερο, που… απολάμβανε πλέον κάποιος άλλος! Πάντως, και αυτή η υπόθεση είναι σε εκκρεμότητα.


Το τελευταίο παράδειγμα απασχόλησε και την έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ. Τούτο διότι, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Εμπορικό Κώδικα Δεοντολογίας, προβλέπεται στις περιπτώσεις απώλειας ή κλοπής της κάρτας περιορισμός της ευθύνης του κατόχου μέχρι του ποσού των 150 ECU, δηλαδή περί τις 43.000 δραχμές. Οπως όμως αποκαλύφθηκε, η συντριπτική πλειονότητα των τραπεζών δεν συμπεριλαμβάνουν τον όρο αυτόν στις συμβάσεις των πιστωτικών καρτών που υπογράφουν με τους πελάτες.


Αλλα βασικά προβλήματα που κατέδειξε η έρευνα είναι τα ακόλουθα:


* Λάθη στα αποκόμματα που εκδίδουν οι επιχειρήσεις όταν ο καταναλωτής πληρώνει με την κάρτα του.


* Διπλοχρέωση δόσεων στον καταναλωτή, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τα χρέη έχουν καλυφθεί.


* Οι λεγόμενες πρόσθετες παροχές. Πολλές φορές οι κάρτες προσφέρουν παροχές, όπως ταξιδιωτική ασφάλεια, έναντι μηνιαίας επιβάρυνσης της τάξεως των 500 ή των 1.000 δραχμών, η οποία σημειώνεται σε κάθε λογαριασμό. Αν ο κάτοχος της κάρτας δεν επιθυμεί να λάβει την παροχή υποχρεούται να ειδοποιήσει την τράπεζα, άλλως χρεώνεται αυτομάτως. «Αρκετές φορές», σημειώνουν οι ερευνήτριες, «δεν γίνονται αντιληπτές αυτές οι χρεώσεις από την αρχή ή ο κάτοχος αμελεί να ειδοποιήσει εγκαίρως την τράπεζα. Η τακτική αυτή θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτη».


Το «πλαστικό χρήμα» έχει γίνει απαραίτητο για την καθημερινή μας ζωή. Περικλείει όμως και παγίδες. Γι’ αυτό προσοχή, τι υπογράφετε και ιδιαίτερα διαβάστε τα «ψιλά γράμματα». Και μην παραλείπετε να καταγγέλλετε τα προβλήματα στις αρμόδιες υπηρεσίες και στις ενώσεις καταναλωτών. Ιδιαίτερα επιμένετε να σας διευκρινίζουν τα ακόλουθα: Πρώτον, την ετήσια συνδρομή της κάρτας. Δεύτερον, το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο. Τρίτον, το επιτόκιο υπερημερίας. Τέταρτον, το πιστωτικό όριο που θέτει η τράπεζα και τις συνέπειες από την υπέρβασή του. Πέμπτον, τη δυνατότητα αναλήψεως χρηματικού ποσού. Εκτον, τα σχετικά με τον ανατοκισμό. Εβδομον, να ζητείτε να ενημερώνεστε γραπτώς από τις τράπεζες για τις αλλαγές των επιτοκίων.