Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Τζον Λε Καρέ εισδύει στον κόσμο του εγκλήματος: καταπιάνεται με τις δραστηριότητες του εδρεύοντος στο Λονδίνο οίκου Σινγκλ & Σινγκλ που ασχολείται με επενδύσεις, τουριστικές επιχειρήσεις, διαχειρίσεις ενεργητικού χαρτοφυλακίων. Και ακόμη με τη φορολογική προστασία εταιρειών του εξωτερικού και τη μεταφορά κεφαλαίων σε ασφαλές μέρος ­ το ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος δηλαδή. Ιθύνων νους του οίκου είναι ο πατέρας Σινγκλ, ο επονομαζόμενος Τίγρης, πρόσωπο αξιοσέβαστο, με κύρος και ισχύ στη Βρετανία. Χάρη στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο και στην ευφυΐα του γιου του, του Ολιβερ, ο οίκος συνεταιρίζεται με μια ρωσική μαφιόζικη οικογένεια, τον Γεβγκένι Ιβάνοβιτς Ορλόφ και τον αδελφό του Μιχαήλ. Στη συνέχεια η «κοινοπραξία» πλημμυρίζει «αυτό που παλιά ονομάζαμε ελεύθερο κόσμο» με όποιο βρώμικο προϊόν μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου ­ από αφγανική ηρωίνη για «εφήβους» ως τσέχικο Σέμτεξ για «ιρλανδούς ειρηνόφιλους» και ρωσικούς πυρηνικούς πυροκροτητές για «δημοκράτες» της Μέσης Ανατολής.


Η εμφάνιση στο προσκήνιο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες συνεργάζονται με τη Μητροπολιτική Αστυνομία, τη Σκότλαντ Γιαρντ και το Φόρεϊν Οφις, βάζει ένα τέλος στις έκνομες δραστηριότητες του οίκου. Οχι βέβαια και στο οργανωμένο έγκλημα, που μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε ολόκληρο τον πλανήτη απειλώντας να κυριαρχήσει στον κόσμο. Τα πρώην σοβιετικά πυρηνικά υλικά, τα συμβατικά όπλα, τα ναρκωτικά έχουν κατακλύσει την παγκόσμια αγορά, συχνά με την ανοχή ή ακόμη και τη σύμπραξη των κυβερνήσεων ορισμένων χωρών, και αυτό είναι αδύνατον να σταματήσει.



Υστερα από τα ανωτέρω εκτεθέντα είναι σαφές για ποιο λόγο ο αειθαλής Τζον Λε Καρέ (γεννήθηκε το 1931) μεταβαίνει από την αφήγηση κατασκοπικών ιστοριών στο crime novel, την εξιστόρηση περιπετειών με ήρωες του εγκληματικού πανθέου. Για μια φορά ακόμη ο συγγραφέας του Κατάσκοπου που γύρισε από το κρύο έρχεται να διαψεύσει εκείνους που προφήτευαν ότι μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την «αποστράτευση» των πάσης φύσεως πρακτόρων θα έχανε τις πηγές της έμπνευσής του. Υποστηρίζοντας ότι τώρα οι κατάσκοποι ζουν την «καλύτερη και συνάμα τη χειρότερη περίοδό τους» (βλ. τα «Βιβλία» της 2ας Νοεμβρίου 1997), εξακολουθεί να πλέκει ιστορίες με ήρωες σκοτεινούς, ανθρώπους αναμεμειγμένους σε επίσης σκοτεινές υποθέσεις. Στη Ρώσικη εστία μιλάει για την εποχή του Γκορμπατσόφ και την περεστρόικα, στο Παιχνίδι μας ασχολείται με τη Ρωσία του Γέλτσιν και τον πόλεμο στην Τσετσενία, στον Ράφτη του Παναμά αναφέρεται στην παράδοση της Διώρυγας από τους Αμερικανούς στους Παναμέζους και στο Σινγκλ & Σινγκλ κάνει λόγο για τη ρωσική μαφία. Επειδή όμως στο κύκλωμα της παράνομης εμπορίας ειδών και ουσιών είναι αναμεμειγμένοι ανώτεροι βρετανοί υπάλληλοι (τελωνειακοί, λιμενικοί, διπλωμάτες), θεωρεί την επέμβαση του κράτους αναγκαία.


Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Ναθάνιελ (Νατ) Μπροκ από το Λίβερπουλ, ένας ακέραιος τελωνειακός που συνεργάζεται με μέλη άλλων βρετανικών υπηρεσιών ανά τον κόσμο για την καταπολέμηση του επικινδύνως αναπτυσσόμενου οργανωμένου εγκλήματος. Ο Μπροκ, που δεν είναι ούτε Μακιαβέλι ούτε Τζέιμς Μποντ αλλά ένας «κοινωνικός λειτουργός» στην υπηρεσία του συνόλου, ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις για να συντονίσει τις ενέργειες κατά των ρώσων μαφιόζων. Χώροι δράσης είναι το Λονδίνο, η Μόσχα, η Κωνσταντινούπολη, αλλά και περιοχές της Γεωργίας. Η ιστορία αρχίζει σε ένα χωριό της Τουρκίας, κοντά στη Σμύρνη, όπου εκτελείται ο άγγλος νομικός σύμβουλος του οίκου Σινγκλ ­ θεωρείται υπεύθυνος για τη σύλληψη από τις ρωσικές διωκτικές αρχές ενός πλοίου φορτωμένου με ηρωίνη που κατευθυνόταν στην Αγγλία. Ο θάνατος στη μάχη που επακολουθεί του συνοδεύοντος το φορτίο Μιχαήλ Ορλόφ στρέφει τους μαφιόζους κατά των Σινγκλ. Στην επιχείρηση εξάρθρωσης της εγκληματικής ομάδας ωστόσο προσφέρει τα μέγιστα ο Ολιβερ, ο υιός Σινγκλ, ο οποίος συνεργάζεται με τις μυστικές υπηρεσίες.


Ο Τζον Λε Καρέ, άριστος γνώστης της διεθνούς πολιτικής, των διεθνών σχέσεων, και κυρίως των παρασκηνίων της διπλωματίας και των μυστικών υπηρεσιών ­ υπήρξε διπλωματικός υπάλληλος και ταυτόχρονα πράκτορας της ΜΙ5 και της ΜΙ6 ­, μεταδίδει στον αναγνώστη τις γνώσεις του και τον μυεί κατά κάποιο τρόπο στους λαβύρινθους της εξουσίας. Η Βρετανία παρουσιάζεται ως χώρα διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών, έτοιμων για όλα, για κάθε αξιόποινη πράξη, προκειμένου να αποκτήσουν χρήματα (το ίδιο και η Τουρκία και η Γεωργία, η γενέτειρα του Στάλιν). Διεφθαρμένη στο έπακρο, επίσης, παρουσιάζεται η Σοβιετική Ενωση, τόσο κατά τη μεταβατική περίοδο του Γκορμπατσόφ όσο και μετά. Η χλιδή των υψηλά ισταμένων αξιωματούχων, των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών, που νέμονταν την εξουσία επαγγελλόμενοι τον σοσιαλισμό ­ έμεναν σε φρουρούμενες από ένστολους και ελεγχόμενες από κάμερες βίλες ­, ήταν εξωφρενική. Πολύτιμα αντικείμενα προερχόμενα από λεηλατημένα μουσεία αποτελούσαν το ντεκόρ της κατοικίας τους, ενώ πλούσια πιάτα με χαβιάρι, καπνιστή πέστροφα και άλλα τερψιλαρύγγια γέμιζαν τα τραπέζια τους τη στιγμή που ο σοβιετικός λαός υπέφερε από έλλειψη βασικών καταναλωτικών αγαθών. Αλλά όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.


Γνωστή είναι και η σημερινή κατάσταση την οποία περιγράφει ο συγγραφέας. Οι ληστρικές επιδρομές σε βάρος της σοβιετικής κρατικής περιουσίας που πέρασε εν μια νυκτί στα χέρια των ανθρώπων του κομματικού μηχανισμού δεν έχουν σταματήσει. Εκτός από τα εργοστάσια, τα όπλα, τους σταθμούς ενέργειας, τα τυπογραφεία, που ξεπουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διεκδίκησης τα πετρέλαια της Κασπίας και του Καυκάσου. «Κινέζοι, Ινδοί, πολυεθνικές, Αμερικανοί, Ολλανδοί, Βρετανοί, είναι όλοι μέσα», διαβάζουμε. Το χειρότερο απ’ όλα είναι η εγκατάλειψη της γεωργίας και της αγροτικής ανάπτυξης, που οδηγεί τον πληθυσμό στον μαρασμό. «Εγκαταλελειμμένα τρακτέρ… Τρακτέρ κολλημένα σαν σαλιγκάρια στα γλοιώδη χνάρια τους. Τρακτέρ που κοιτάζουν μελαγχολικά τις βουνοκορφές… Ούτε ένα δεν κινείται πουθενά, ούτε πόντο…».


Ο Τζον Λε Καρέ, γράφοντας για την πρώην υπερδύναμη που κυβερνάται από αχρείους, εκφράζει τη θλίψη του για το κατάντημά της. Μια πικρή ελεγεία είναι το μυθιστόρημά του, το διανθισμένο με σατιρικές νότες που κάνουν τα χείλη του αναγνώστη να σχηματίσουν ένα πικρό χαμόγελο οίκτου (επί παραδείγματι, η ιστορία με το σοβιετικό αίμα που θα πλημμύριζε τις αγορές της Δύσης, το αίμα των εξαθλιωμένων ρώσων αιμοδοτών που θα το εμπορεύονταν κρατικές εταιρείες, είναι καταπληκτική). Το Σινγκλ & Σινγκλ όμως είναι και ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται το θέμα του έρωτα ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα, το θέμα των σχέσεων γονέων και παιδιών και το θέμα της συγκινητικής αφοσίωσης του γιου προς τον κινδυνεύοντα πατέρα. Το τελικό αποτέλεσμα από λογοτεχνική άποψη είναι ικανοποιητικό. Δείχνει ότι ο συγγραφέας, παρά την ηλικία του, ξέρει να συγκινεί και ότι εξακολουθεί να εμφορείται από εκείνη τη σπιρτάδα πνεύματος που τον έκανε δημοφιλή. Το ενδιαφέρον θέμα και η δεινότητά του στην ανάπτυξη της πλοκής ισοφαρίζουν έναν καινοφανή συντηρητισμό που απαντάται στο χάπι εντ του τέλους, όπου οι κακοί εξολοθρεύονται και οι καλοί θριαμβεύουν. Σίγουρα αυτό το βρετανικής, ευρωπαϊκής, ποιότητας μυθιστόρημα είναι κατά πολύ απολαυστικότερο από τα διάφορα λογοτεχνικά σκουπίδια που μας έρχονται από την άλλη μεριά του Ατλαντικού.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «Αντίο, Θεσσαλονίκη» στις εκδόσεις Πόλις.