Το 1975, μαθητής της πέμπτης τάξης του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Βόλου, είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Γαλλικό Ινστιτούτο της πόλης τον Ιωάννη Κακριδή σε διάλεξη για το «Ομηρικό ζήτημα». Πολύς ο κόσμος και πολλές οι ερωτήσεις. Εκείνο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον και συγκράτησα για καιρό στο μυαλό μου ήταν η αποστροφή του καθηγητή ότι «μονάχα ογδόντα οχτώ παππούδες μάς χωρίζουν από τον Oμηρο».

Σύμφωνα με τους κανόνες της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, ο όρος «παππούς» παραπέμπει στη γενιά. Αν επομένως αναλογιστούμε ότι κάθε γενιά ισοδυναμεί χρονικά με 25-30 έτη, τότε το αποτέλεσμα της αριθμητικής πράξης δικαιώνει απόλυτα τον υπολογισμό του καθηγητή: όντως· ο Oμηρος βρίσκεται χρονικά δίπλα μας, μια ανάσα μάς χωρίζει από τα έπη του.

Διαβάστε επίσης:

Στη διάρκεια του φιλολογικού βίου μου, τριάντα πέντε χρόνια στη δημόσια μέση εκπαίδευση, είχα τη χαρά να διδάξω στις δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις τόσο την Οδύσσεια όσο και την Ιλιάδα, γευόμενος τη χαρά δεκατετράχρονα παιδιά να τα συνεπαίρνει ο μύθος ενός κόσμου που δεν δίσταζαν να τον θεωρούν «δικό» τους. Παράλληλα με τη διδακτική ενασχόληση, δεν έπαψα στιγμή όλον αυτόν τον καιρό να έρχομαι σε επαφή με τα ομηρικά έπη με τη ματιά του αναγνώστη της λογοτεχνίας. Κυρίως με ενδιέφεραν εκείνες οι γραφές που επιχειρούσαν να αναδιηγηθούν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, αναπλάθοντας και προσαρμόζοντάς τες σε συνθήκες του τωρινού κόσμου, με κορυφαίες νομίζω καταγραφές τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις και τον Ομηρο του νομπελίστα ποιητή Ντέρεκ Ουόλκοτ. Η πρώτη απόπειρα να προσεγγίσω ως πεζογράφος τα έπη του Ομήρου έγινε με τη συλλογή διηγημάτων Τελευταία νέα από την Ιθάκη, όταν θέλησα να δω πώς μετεγγράφονται αξίες και συμπεριφορές του ομηρικού κόσμου στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού και ιδίως στην εποχή μας. Με την πρόσφατη Ανδρωμάχη επιχειρώ ξανά κάτι παρόμοιο, σε διαφορετική όμως αφηγηματική κλίμακα και κάπως παραλλαγμένη στοχοθεσία. Το 1994 κυκλοφόρησε το τομίδιο Εκτορος και Ανδρομάχης ομιλία του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Ισως αυτή η έκδοση να ήταν και η σπίθα που ενεργοποίησε το συγγραφικό ενδιαφέρον για να αναμοχλεύσω διηγηματικά το συγκεκριμένο επεισόδιο, επειδή από αυτή τη μοναδική σε ολόκληρη την Ιλιάδα ειρηνική σκηνή ξεπροβάλλει το τραγικότερο όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια πρόσωπο, αυτό της Ανδρομάχης, μια και από την απόλυτη ευτυχία (βασίλισσα, ευτυχισμένη σύζυγος…) θα βρεθεί στον πάτο της δυστυχίας (οικτρός θάνατος Εκτορα και Αστυάνακτα, αιχμάλωτη, βιασμός…).

Σύμφωνοι· οι άνδρες είναι αυτοί που υφίστανται άμεσα τα δεινά του πολέμου. Εχουμε αναρωτηθεί όμως ποτέ τι δυσβάσταχτο φορτίο αγωνίας αναλογεί στις γυναίκες, προσμένοντας από το πεδίο της μάχης τον σύζυγο, τον αδελφό, τον πατέρα, τον γιο; Και ακόμα χειρότερη είναι η θέση των γυναικών όταν βρίσκονται από τη μεριά των ηττημένων και τους μέλλεται να υποστούν την αιχμαλωσία ή τον σωματικό και ηθικό εξευτελισμό, όπως δηλαδή συνέβη και με την περίπτωση της Ανδρομάχης. Η αλήθεια είναι πως η επιλογή της Ανδρομάχης συνάντησε κάποια σχετική δυσκολία, επειδή είχε να «ανταγωνιστεί» μιαν άλλη τάλαινα. Αναφέρομαι στη Θέτιδα, που αυτοχαρακτηρίζεται «δυσαριστοτόκεια», καθώς, θεά αυτή, γέννησε τον άριστο Αχιλλέα, ο θάνατος του οποίου της επέφερε την ύψιστη θλίψη («πικραρχοντογεννήτρα» μεταφέρει το επίθετο στην καθομιλούμενη ο Ιάκωβος Πολυλάς, «πικρολεβεντομάνα» με τη σειρά τους οι Καζαντζάκης – Κακριδής – άλλη μια απόδειξη για τη γλωσσοπλαστική δύναμη της νέας ελληνικής).

Αν πρόκρινα την Ανδρομάχη για κεντρική «ηρωίδα», ήταν γιατί στο πρόσωπό της καθρεφτίζονται διαχρονικά όλες οι γυναίκες θύματα των εμπόλεμων συρράξεων μα και των κάθε λογής βιαιοτήτων. Ιστορίες, δράματα που επαναλαμβάνονται ακόμα και στην τεχνολογικά άψογη εποχή μας, πράγμα που αποδεικνύει ότι η Ιστορία είναι σαν την Κασσάνδρα, που πάντοτε μιλούσε την αλήθεια, αλλά ποτέ κανείς δεν πίστευε τις προφητείες της. Οπως δηλαδή συμβαίνει και με τις διδαχές της Ιστορίας που ναι μεν τις μελετούμε, ωστόσο ποτέ δεν διδασκόμαστε από αυτές.

Για να ακουστεί πιο γλαφυρά και πειστικά η φωνή της Ανδρομάχης, διηγούμενη τα πάθη του βίου της, επέλεξα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σαν υπενθύμιση, κυρίως προς εαυτόν, ότι ζούμε και πορευόμαστε κάτω από τη βαριά σκιά των προγόνων – ενενήντα παππούδες μάς χωρίζουν σήμερα από τον Ομηρο. Αχθος και παρακαταθήκη.

Ο κ. Κώστας Ακρίβος είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Ανδρωμάχη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.