Let it Be(atles)!
Με την τελευταία ταινία του, «Yesterday», ο Ντάνι Μπόιλ μας θυμίζει τη διαχρονική μουσική αξία των θρυλικών Σκαθαριών, τα οποία επίσης πειραματίστηκαν με τον κινηματογράφο, άλλοτε με, άλλοτε χωρίς επιτυχία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Φανταστείτε το εξής: εξαιτίας ενός blackout που έγινε ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον πλανήτη, κάποια πράγματα εξαφανίζονται πλήρως από τη μνήμη. Η Coca – Cola, για παράδειγμα. Γκουγκλάρεις Beatles και βγαίνουν μόνον αληθινά σκαθάρια! Φανταστείτε επίσης ότι μόνον ένας άνθρωπος σε όλη τη Γη ξέρει τι ήταν οι Beatles, όπως και τα τραγούδια τους και την τεράστια συμβολή τους στη μουσική. Είναι Ινδός, μουσικός και παντελώς άσημος. Τι θα μπορούσε λοιπόν να συμβεί αν αυτός ο άνθρωπος, αντιλαμβανόμενος ότι ουδείς γνωρίζει τραγούδια όπως το «Girl», το «Hard day’s night», το «Get back», το «Lucy in the sky with diamonds», το «Yesterday» αλλά και τόσα άλλα, τα παρουσίαζε ως δικά του; Το παραπάνω σουρεαλιστικό σκηνικό είναι το αποτέλεσμα της πανέξυπνης σύλληψης που στηρίζει την ταινία «Yesterday» του Ντάνι Μπόιλ που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες. Με συνεργάτη τον Ρίτσαρντ Κέρτις (σεναριογράφος των «Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία» και «Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ») και με τη συγκατάθεση, ασφαλώς, των δύο «Σκαθαριών» που παραμένουν στη ζωή, του σερ Πολ Μακ Κάρτνεϊ και του Ρίνγκο Σταρ, ο σκηνοθέτης του «Slumdog Millionaire» μας παραδίδει μια ταινία ύμνο προς την ανεξίτηλη μουσική αξία του θρυλικού συγκροτήματος.
Beatlemania και σινεμά
To «Yesterday» δεν είναι η πρώτη και δεν θα είναι η τελευταία ταινία πλημμυρισμένη από τραγούδια και μoυσική των Beatles. Παραλλαγμένα ή αυτούσια, τα τραγούδια των Σκαθαριών από το Λίβερπουλ έχουν ήδη ακουστεί σε εκατοντάδες ταινίες, κάποιες από αυτές, το «Ονομά μου είναι Σαμ» π.χ., περιέχουν ως μουσική υπόκρουση αποκλειστικώς τραγούδια τους τραγουδημένα από άλλους.
Για ένα διάστημα, οι Beatles συμπορεύτηκαν με τον κινηματογράφο. Ως Beatles οι Τζον Λένον, Πολ Μακ Κάρτνεϊ, Τζορτζ Χάρισον και Ρίνγκο Σταρ εμφανίστηκαν σε τέσσερις επίσημες ταινίες, οι οποίες προωθούσαν τα ομότιτλα άλμπουμ τους: «Hard day’s night», «Help», «Magical mystery tour» και το ντοκιμαντέρ «Let it be». Ενα άλλο άλμπουμ τους, το «Yellow Submarine», έγινε καρτούν, με τα Σκαθάρια να δίνουν τις φωνές τους ως κινούμενα σχέδια. Από όλες αυτές τις ταινίες, το «Hard day’s night» («Ξεφάντωμα με τους Μπιτλς») έχει ιστορική σημασία: μια ασπρόμαυρη, ημισουρεαλιστική βουτιά στα swinging sixties που σκηνοθέτησε ο Ρίτσαρντ Λέστερ αποτυπώνοντας με πληρότητα το φαινόμενο Beatlemania. Οι Beatles αναδεικνύονται ως ηθοποιοί, παίζοντας τους εαυτούς τους. Το επανέλαβαν το 1965 με το «Help» («Βοήθεια, οι Μπιτλς»), επίσης του Λέστερ, αν και εδώ η πλοκή θυμίζει παρωδία ταινίας κατασκοπείας: ο Τζον, ο Πολ και ο Τζορτζ προσπαθούν να προστατεύσουν τον Ρίνγκο που έχει γίνει στόχος μιας μυστηριώδους αίρεσης. Γυρισμένο από τους ίδιους τους Beatles για την τηλεόραση, το «Magical Mystery Tour» είναι ένα πειραματικό homage πάνω στην ψυχεδελική τους φάση και το «Let it be» είναι «καθαρό» ντοκιμαντέρ που καταγράφει τη δημιουργία ενός σπουδαίου άλμπουμ, όταν μάλιστα τα Σκαθάρια ήταν στα μαχαίρια μεταξύ τους. Το γκρουπ όδευε προς τη διάλυση, αν και αυτό δεν εμπόδισε το ομότιτλο τραγούδι να προταθεί για το Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού και να κερδίσει.
Οσκαρ και Handmade
O μόνος Beatle που θα ξαναβρισκόταν υποψήφιος στα Οσκαρ είναι ο 72χρονος σήμερα Πολ Μακ Κάρτνεϊ, του οποίου η μουσική καριέρα μετά τη διάλυση του συγκροτήματος στέφθηκε από επιτυχίες. Δύο τραγούδια του διεκδίκησαν το Οσκαρ: το «Live and let die» της ομότιτλης ταινίας Τζέιμς Μποντ (η πρώτη με τον Ρότζερ Μουρ στον ρόλο του Μποντ) το 1974 και πολλά χρόνια αργότερα το «Vanilla Sky» της ομότιτλης ταινίας του Κάμερον Κρόου με τον Τομ Κρουζ και την Πενέλοπε Κρους. Μετά τη διάλυσή τους τα τέσσερα Σκαθάρια ασχολήθηκαν με την 7η Τέχνη, κάποιοι δημιουργικά, κάποιοι όχι. O Tζον Λένον σκηνοθέτησε κάποιες μικρού μήκους ταινίες, όλοι σκηνοθέτησαν μικρά βίντεο και όλοι, λίγο ως πολύ, ασχολήθηκαν και με την παραγωγή ταινιών, αν και μόνον ένας, ο Τζορτζ Χάρισον, είχε ουσιαστική εξέλιξη σε αυτόν τον τομέα. Ο Χάρισον, το «ήσυχο» Σκαθάρι, χαρακτήρας εσωστρεφής και καθόλου ομιλητικός, τεχνίτης της κιθάρας και με ελάχιστες προσωπικές συνθέσεις στην Ιστορία του συγκροτήματος, όλες όμως υπέροχες (ανάμεσά τους οι «Here come the sun», «While my guitar gently weeps» και «Something»), δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μια καριέρα μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό. Αποδείχθηκε ωστόσο ευφυής παραγωγός ταινιών. Λίγο πριν από την εκπνοή της δεκαετίας του 1970 έγινε ένας από τους ιδρυτές της θρυλικής εταιρείας παραγωγής Handmade Films, μέσω της οποίας παρήγαγε, εκτός των άλλων, την κλασική βρετανική κωμωδία «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης» των Monty Python. Στη δεκαετία του 1980, το όνομά του ως διευθυντή παραγωγής (executive producer) εμφανίζεται σε ταινίες όπως το απόλυτο βρετανικό cult movie «Ο φίλος μου κι εγώ» («Withnail and I») αλλά και η «Μόνα Λίζα», το μικρό αριστούργημα του Νιλ Τζόρνταν.
Ηθοποιοί για πλάκα
Ο Τζον Λένον ήταν ανέκαθεν το πολιτικοποιημένο σκαθάρι και στις αντιπολεμικές δραστηριότητές του οφείλεται η παρουσία του στην ταινία του Ρίτσαρντ Λέστερ «Πώς κέρδισα τον πόλεμο» που γυρίστηκε ενώ οι Beatles βρίσκονταν στο πικ τους (1967). Ο Λένον υποδύεται εκεί τον Γκρίπγουιντ, έναν «εκκεντρικό» πεζικάριο με στρογγυλά γυαλιά και ύφος «αλλού για αλλού», ο οποίος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μάχεται με την ομάδα του υπολοχαγού Γκούντμποϊ (Μάικλ Κρόφορντ). Η συμμετοχή του Λένον στην ταινία έγινε περισσότερο για ιδεολογικούς λόγους και η καριέρα του στην υποκριτική δεν συνεχίστηκε.
Από την πλευρά του, ο Ρίνγκο Σταρ, ο ντράμερ του συγκροτήματος, όσο δημοφιλής είχε υπάρξει ως Beatle, τόσο αδιάφορος ήταν στη σόλο καριέρα του. Πάλεψε για να γίνει ηθοποιός, αλλά δεν είχε τα φόντα, ούτε και την εμφάνιση. Αν στο «Ξεφάντωμα με τους Μπιτλς» ήταν το Σκαθάρι με την περισσότερη αλληλογραφία (αμέτρητοι σάκοι αλληλογραφίας θαυμαστών), εκτός Beatles, ο Ρίνγκο απεδείχθη άδειο πιστόλι. Κανείς δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται να τον δει να παίζει τον «κακό» στο σπαγγέτι γουέστερν «50 σφαίρες για το πιστόλι μου» – γνωστό ως «Blindman» – ενώ η καλύτερη ταινία του ήταν η κωμωδία του Τζο Μακ Γκραθ «Δυο εύθυμοι γλεντζέδες», στο σενάριο της οποίας είχαν συμμετάσχει δύο Μonty Python, ο Τζον Κλιζ και ο Γκρέαμ Τσάπμαν. Εκεί ο Σταρ υποδύεται έναν άστεγο του οποίου κηδεμόνας θα γίνει ένας αριστοκράτης, o Πίτερ Σέλερς. Σαν ντουέτο δεν είναι κακό και η ταινία έκανε έναν σχετικό θόρυβο στην εποχή της (1969). Οσο για τον Ρίνγκο, οι προσπάθειές του στην υποκριτική συνεχίστηκαν μέχρι που είδε ότι απλώς δεν «τραβάει» και τα εγκατέλειψε.

