Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Τα όσα τραγελαφικά έλαβαν χώρα στις αρχές της εβδομάδας αναφορικά με τον εορτασμό της 47ης επετείου του Πολυτεχνείου, προφανώς δεν περιποιούν τιμή στο πολιτικό μας σύστημα. Ούτε στην κυβέρνηση, ούτε στην αντιπολίτευση. Δόθηκε μια μάχη χαρακωμάτων με οξύτατους χαρακτηρισμούς, με ακραίες τοποθετήσεις, με αδιανόητους συμψηφισμούς και ταυτίσεις, που πραγματικά έκαναν κάθε λογικό άνθρωπο να αισθάνεται ναυτία και αποστροφή για την ποιότητα και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης των κομμάτων – των κοινοβουλευτικών τουλάχιστον.
Τη βλακώδη απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει τις συναθροίσεις για να αποτρέψει την πορεία από το Πολυτεχνείο στην αμερικανική πρεσβεία, ακολούθησε η εξίσου ανόητη στάση σχεδόν του συνόλου της αντιπολίτευσης (εξαίρεση το ΚΙΝΑΛ), που έβαλε στο τραπέζι θέματα θεσμών, λειτουργίας της δημοκρατίας, ατομικών δικαιωμάτων κ.λπ. Δηλαδή θεμελιώδη ζητήματα για τη λειτουργία ενός σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού κράτους, το οποίο προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του εν μέσω πανδημίας και ύστερα από τη βάσανο μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Η κυβέρνηση, για λόγους που ασφαλώς έχουν να κάνουν με τη γενικότερη προβληματική διαχείριση της πανδημίας και την προσπάθειά της να κερδίσει τον χαμένο χρόνο του καλοκαιρινού εφησυχασμού, έλαβε, θα το επαναλάβω, μια ακατανόητη απόφαση η οποία προκάλεσε αντανακλαστικά την αντιπολίτευση. Και αν μεν το έκανε συνειδητά για να αποπροσανατολίσει τη δημόσια συζήτηση από την έκρηξη της πανδημίας και τη δοκιμασία που εξ αυτής υφίσταται το ΕΣΥ, θα μπορούσα ίσως και να το καταλάβω. Φοβούμαι όμως ότι η απόφαση περί απαγόρευσης των συναθροίσεων και τα συμπαραμαρτούντα, πάρθηκε στο πόδι, και χωρίς προηγούμενη εξέταση όλων των πιθανών αντιδράσεων που θα προκαλούσε.
Δεν καταλαβαίνω επίσης τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η απαγόρευση. Θα έπαιρναν το ρίσκο τα κόμματα (πλην ίσως του ΚΚΕ) να κατεβάσουν κόσμο στην πορεία και να επαναλάβουν – γιατί πια το γνωρίζουν – το εγκληματικό λάθος της συγκέντρωσης στο Εφετείο για τη δίκη της Χρυσής Αυγής; Γνώμη μου είναι πως όχι. Αλλά ακόμα και να έπαιρναν μια τόσο επικίνδυνη απόφαση, πόσοι από τους πολίτες θα ακολουθούσαν;
Με αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι το πινγκ πονγκ των ευθυνών που παίχτηκε μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης μπορεί να μην έχει νικητή γιατί χάθηκε το… μπαλάκι, έχει όμως ηττημένους, που είναι και οι δύο πλευρές. Καταλάβαμε όλοι ότι η μεν κυβέρνηση προσπάθησε με την απαγόρευση να αποφύγει τα επεισόδια που ακολουθούν κάθε χρόνο την πορεία, και βεβαιωθήκαμε επίσης όλοι ότι η αντιπολίτευση άδραξε την ευκαιρία να κάνει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση, μια που εκείνη που της ασκεί για τις ευθύνες της στην έκρηξη των κρουσμάτων δεν φαίνεται να έχει ακροατήριο.
Σε κάθε περίπτωση, διαφάνηκε, θεωρώ, για άλλη μια φορά, η παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που αδυνατεί να αξιολογήσει θέματα και καταστάσεις, και είναι έτοιμο να αρπαχτεί για το επουσιώδες, το «περί όνου σκιάς». Εν μέσω μιας φονικής πανδημίας…