Από την αφετηρία, με τις συλλογές Πριν από τον θάνατο (1958) και Μαυροβούνι (1963), μέχρι το τέρμα, με τα βιβλία του Στην όχθη του παραδείσου (2016) και Ονειρα στον Αδη (2018), σε μια ποιητική πορεία που διήρκεσε εξήντα ακριβώς χρόνια, ο Μάρκος Μέσκος κατάφερε να μείνει στενά συνδεδεμένος με τη δημοτική παράδοση, χωρίς όμως να αναπαραγάγει ούτε προς στιγμήν τα μετρικά και τα θεματικά της στερεότυπα. Οντας παιδιά ή έφηβοι στον πόλεμο, στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, οι δεύτεροι μεταπολεμικοί ποιητές (η γενιά μέσα στην οποία ανδρώθηκε ο Μέσκος) έχασαν ευθύς εξαρχής το τρένο της Ιστορίας. Οχι πως η δική τους ενηλικίωση συντελέστηκε σε ιστορικά αδιάφορες ή ουδέτερες περιστάσεις. Οχι πως το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου άρχισαν να γράφουν και να δημοσιεύουν ευνοούσε την απομόνωση και την ιδιώτευση. Είχε απλώς ξεπεραστεί το momentum, και το επόμενο momentum, η στιγμή με την οποία συντονίστηκαν οι ποιητές της γενιάς του 1970, ήρθε κάπως αργά, όταν οι δεύτεροι μεταπολεμικοί είχαν πια επιβιβαστεί σε ένα άλλο τρένο, υποχρεωμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με ζητήματα όπως η μοναξιά, η υπαρξιακή καθίζηση, η διαρκής συστροφή, η εσωτερική ερήμωση και πρωτίστως η στέρηση. Εκείνο που έκανε ειδικότερα ο Μέσκος ήταν να ενσωματώσει τις ηθικές αξίες των παραδεδομένων μοτίβων στις ανάγκες της σύγχρονης ποίησης, επιτρέποντας στο αγροτικό του τοπίο να λειτουργήσει ως πηγή αθωότητας και διανοητικής υγείας – ένα τοπίο που εμφανίζεται παράλληλα ως πεδίο προβολής του άγχους και της σύγχυσης που καταλαμβάνουν τους ανθρώπους από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και σήμερα.

Οι περιγραφές της φύσης που επιχειρεί ο Μέσκος είναι ρεαλιστικές ή ανάγονται σε σύμβολα, δίχως να χάνουν τον ειδυλλιακό, αρκαδικό τους πυρήνα ενόσω ο γενέθλιος χώρος, μολονότι παραμένει πολύτιμη παρακαταθήκη αναμνήσεων, παραμορφώνεται από τις αλλοτριωμένες σχέσεις της αστικής κοινωνίας. Φορώντας ρούχα πληβείων και παραδομένοι στους φόβους και στις φαντασιώσεις τους, οι ποιητικοί ήρωες του Μέσκου μιλούν για όλα τα πάθη του καιρού τους: για τους νεκρούς της Ιστορίας, για τη βάσανο της μνήμης, ακόμη και για τη ραγδαία υποχώρηση της φύσης ως γνωστικής και ηθικής οντότητας. Και το τελευταίο αυτό στοιχείο θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως επειδή ο τρόπος με τον οποίο κινούνται και αντιδρούν τα πρόσωπα του Μέσκου απαιτεί να αποκλείσουμε ως εξ ορισμού από το έργο του την υποψία του βουκολισμού.

Αν παρατηρήσουμε με τη δέουσα προσοχή τις φιγούρες που αναλαμβάνουν δράση στα ποιήματα του Μέσκου δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε ότι στη συνείδησή τους αντικατοπτρίζονται (αδιαχώριστα πλεγμένες) η αντίληψη του αφελούς και η στάση του συναισθηματικού ποιητή, όπως τις περιγράφει στο ιδρυτικό για τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό δοκίμιό του ο Σίλερ. Ο Μέσκος δεν είναι ρομαντικός, αλλά η σιλερική διάκριση δεν ξεχωρίζει μόνο μεταξύ κλασικών και ρομαντικών, αλλά και ευρύτερα, μεταξύ παλαιών (δηλαδή παραδοσιακών) και νέων (δηλαδή νεωτερικών) ποιητών. Ετσι και στην περίπτωση του Μέσκου. Κατά το μέτρο που τα πρόσωπά του παραμένουν αφελή (αρματολοί και κλέφτες ή πρίγκιπες του παραμυθιού), διασώζουν την τιμή και την ηθική ιδέα της φύσης, ανακαλώντας την εικόνα μιας χαμένης ενότητας, ενός αδιάσπαστου και αδιαίρετου συνόλου. Κατά το μέτρο που τα ίδια πρόσωπα γίνονται συναισθηματικά (σκιές και φάσματα του μεταπολέμου), αποκαλύπτουν τον κατακερματισμένο και σπασμωδικό κόσμο που μας κυβερνά ανεξαρτήτως ιστορικών συγκυριών.

Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε ότι ο Μέσκος δεν έγραψε μόνο ποίηση και ότι οι πεζογραφικές του επιδόσεις, με τις συλλογές διηγημάτων Παιχνίδια στον Παράδεισο (1978), Η κομμένη γλώσσα (1979), Μουχαρέμ (1999) και Νερό Καρκάγια (2005), έχουν ισότιμο βάρος με τις ποιητικές, διεκδικώντας περίοπτη θέση στον κορμό της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας. Κι αν άλλοι πεζογράφοι της γενιάς του, όπως ο Θανάσης Βαλτινός, ο Χριστόφορος Μηλιώνης και ο Τάλης Καζαντζής (για να μείνουμε σε ομόλογα υποδείγματα), δουλεύουν τόσο με την ατομική όσο και με τη συλλογική μνήμη, τροποποιώντας ανάλογα με τις περιστάσεις τη μορφή και την οπτική της γωνία, ο Μέσκος χρησιμοποιεί το μνημονικό κανάλι προκειμένου να βιώσει την πολιτική και την Ιστορία διά μέσου μιας βαθιά προσωπικής εμπειρίας, αντλημένης από τις πηγές της παιδικής ηλικίας. Η μυθοπλασία εκπροσωπεί στην πλειονότητα των πεζών του μια προσχηματική, αλλά ιδιαιτέρως πυκνή και καθαρή φωνή: τη φωνή ενός σπαραγμένου αυτοβιογραφικού «εγώ», που ακούγεται ευδιάκριτα σε κάθε σχεδόν σημείο της δράσης. Στο μεταξύ, όσο περισσότερο αγωνίζεται ο μύθος να παρακάμψει ή να απωθήσει την πολιτική και την Ιστορία τόσο πιο ζωντανή αποδεικνύεται η ανθρωπολογική του βάση. Και το βέβαιο είναι πως ο Μέσκος πετυχαίνει μια τέτοια ζωντάνια επειδή οι μνημονικές του ανακλήσεις έχουν ως θεμέλιο όχι πλέον το αίσθημα της παιδικής ανεμελιάς και αθωότητας, αλλά τη φαντασιακή δύναμη της παραμυθίας.

Το χιόνι πάλι

Φαρμακωμένα τα γηρατειά
ψέματα λένε

Δεν άνοιγαν τα χείλη του πώς να μιλήσει
Σαν κάτι μεταξύ ζωής και θανάτου –

κοσκίνιζε το χιόνι ο ουρανός
χειμώνα καιρό δίσεκτα χρόνια
το φόρτωνε στα μονοπάτια της σιωπής
τώρα λευκά τα ρόδα τ’ ουρανού στο χώμα
κάτω από το πέλμα της περαστικής ζωής
εκεί που ο νεκρός ασάλευτος
ετοίμαζε τα λευκά του δώρα εξισωμένος
στο Βοριά και στο Νοτιά στην κόκκινη Δύση
και στα προνόμια της άπιστης Ανατολής.

Ονειρο

Ταμένο στα όνειρα

Ηταν η ώρα της αυγής τους ήχους άκουγες από κει
πάχνες κι ομίχλη γύρω σαν κάστρο που μόλις ξεχώριζε
χλιμίντριζαν τ’ άλογα μαύρος ο κότσυφας ξυπνούσε·
όνειρο ήταν αθάνατο φίλοι στο Νότο ξενιτεμένοι
δώδεκα χρονώ η αγαπημένη με ανοιχτές παλάμες σε αγκάλιαζε·

σε λίγο το κρασί που καλούσε τα τύμπανα της Ελευθερίας
πρωί γυρίζουν πάλι από τον κάτω Κόσμο. Ηχος βουή
κι απόηχος περνώντας
μέσα από τ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς.

Ξανθέ μου ήλιε όνειρο αλησμόνητο παρακαλώ σε
κράτησε ώσπου να ‘βγει το φεγγάρι…