Αυτή την Κυριακή, 11 Νοεμβρίου, θα εορταστεί στο Παρίσι, με την παρουσία 60 ηγετών από ολόκληρο τον κόσμο, η εκατοστή επέτειος από τη λήξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την ευκαιρία αυτή ο γάλλος πρόεδρος θα κηρύξει την έναρξη ενός Διεθνούς Συνεδρίου για την Ειρήνη, επιχειρώντας να καθιερώσει τον θεσμό αυτόν σε ετήσια βάση. Μία ακόμα δοκιμασία για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα παραστεί στις τελετές αλλά όχι στο συνεδριο, διότι ως γνωστόν απεχθάνεται μετά βδελυγμίας κάθε μορφή διεθνούς συνεργασίας, στο όνομα του περιώνυμου «America First». Σε αντίθεση βέβαια με τη στάση που είχε τηρήσει το 1919 στην Ειρηνευτική Διάσκεψη στο Παρίσι ο προκάτοχός του Γούντροου Γουίλσον με την ιστορική πρόταση των «14 Σημείων» και την ιδέα για τη σύσταση της Κοινωνίας των Εθνών. Μια προσπάθεια που τορπιλίστηκε στη συνέχεια από την Ουάσιγκτον, με πρωτοβουλία του γερουσιαστή Χένρι Κάμποτ Λοτζ, που είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αποτραπεί ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σε μια θαυμάσια ανάλυσή του ο αρθρογράφος των «Financial Times» Γκίντεον Ράχμαν υποστηρίζει ότι ο σημερινός Κάμποτ Λοτζ είναι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Εμανουέλ Μακρόν ο διάδοχος των ιδεών του Γουίλσον. Και είναι αλήθεια ότι 100 χρόνια αργότερα η διεθνής Κοινότητα βρίσκεται και πάλι διαιρεμένη μεταξύ εθνικιστών και οπαδών της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Με τους πρώτους (επικεφαλής των οποίων είναι ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, τον οποίο ακολουθούν οι γνωστοί ακροδεξιοί ηγέτες στην Ευρώπη και αλλού) να διευρύνουν συνεχώς την επιρροή τους και τους δεύτερους να έχουν υποχρεωθεί σε μια αμυντική τακτική, η οποία ελάχιστα αποδίδει, καθώς τα γνωστά σε όλους μας προβλήματα συνεχώς φουντώνουν, ενισχύοντας έτσι τα ακραία επιχειρήματα των πάσης φύσεως λαϊκιστών. Και το ερώτημα είναι αν θα οδηγηθούμε τελικά στις συνθήκες εκείνες που επικράτησαν τη δεκαετία του ’30, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό να δούμε αν θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές, οι οποίες για πρώτη φορά στην Ιστορία απέκτησαν αυτή την ευρύτερη σημασία. Αν δηλαδή η νίκη των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα καταφέρει να θέσει ένα φρένο στη μονοκρατορία του Ντόναλντ Τραμπ. Ή αν η συγκρουσιακή προσωπικότητα του αμερικανού προέδρου (η οποία αποδείχθηκε περίτρανα κατά την πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε μετά τις εκλογές, όπου διακήρυξε ότι αυτός είναι ο νικητής) θα διευρύνει την επικίνδυνη διαίρεση και το αχαλίνωτο μίσος που επικρατούν σήμερα στην αμερικανική κοινωνία. Αν, αντίθετα, επιχειρήσει να έλθει σε συνεννόηση με τη δημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής, τότε υπάρχει η ελπίδα να εκτονωθούν κάπως τα πράγματα. Γεγονός που θα έχει μια αυτονόητη θετική επίδραση και στον υπόλοιπο κόσμο.